Όταν οι παγκόσμιοι επενδυτές συνέρρεαν στη χώρα κατά τη διάρκεια της οικονομικής της άνθησης την περασμένη δεκαετία, δεν τους απασχολούσαν ιδιαίτερα οι πιθανοί γεωπολιτικοί κίνδυνοι. Σήμερα, οι κίνδυνοι αυτοί αποτελούν βασικό προβληματισμό για τους αγοραστές κινεζικών μετοχών, ομολόγων και συμμετοχών σε ιδιωτικές εταιρείες – και απομακρύνουν πολλούς επενδυτές από τις κινέζικες αγορές.

Οι σχέσεις του Πεκίνου με την Ουάσινγκτον επιδεινώνονται διαρκώς, με ορατές επιπτώσεις στην οικονομία και τις χρηματοπιστωτικές αγορές της Κίνας τον τελευταίο χρόνο.

Το περασμένο καλοκαίρι, οι ΗΠΑ έθεσαν περιορισμούς στις αμερικανικές επενδύσεις σε κινεζικές εταιρείες ορισμένων κλάδων υψηλής τεχνολογίας. Οι ΗΠΑ επέβαλαν επίσης περιορισμούς στις εξαγωγές προηγμένων ημιαγωγών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης και του σχετικού κατασκευαστικού εξοπλισμού, με σκοπό να περιορίσουν τη χρήση τους από τον κινεζικό στρατό.

Τον Νοέμβριο, ο κινεζικός διαδικτυακός κολοσσός Alibaba ανέστειλε τα σχέδιά του για την αναβάθμιση και αυτονόμηση του μεγάλου τομέα υπολογιστικού νέφους της εταιρείας, λόγω των περιορισμών που επέβαλε η Ουάσινγκτον στις εξαγωγές στον τομέα των τσιπ που ενδεχομένως θα δυσχέραιναν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της μονάδας. Η χρηματιστηριακή αξία της Alibaba μειώθηκε κατά 20 δισεκατομμύρια δολάρια περίπου μέσα σε μια ημέρα, το οποίο είναι ενδεικτικό των απροσδόκητων απωλειών που μπορεί να έχει για τους επενδυτές η ένταση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.

Οι διεθνείς επενδυτές κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών (venture capital) και ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων (private equity) είναι αναγκασμένοι επίσης να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στις εκτιμήσεις τους για τις κινεζικές εταιρείες.

«Για κάθε συμφωνία εξετάζουμε πλέον τον γεωπολιτικό κίνδυνο, τον ρυθμιστικό κίνδυνο, ήδη προτού αρχίσουμε να αξιολογούμε αναλυτικά την ελκυστικότητα της επιχείρησης και του επιχειρηματικού μοντέλου», δήλωσε τον Νοέμβριο στο AVCJ Private Equity & Venture Forum ο Alvin Lam, επιχειρησιακός εταίρος στο Χονγκ Κονγκ της ευρωπαϊκής εταιρείας ιδιωτικών κεφαλαίων CVC Capital Partners.

«Ο πήχης για μια συμφωνία με την Κίνα έχει τεθεί πολύ, πολύ ψηλά. Το βλέπουμε αυτό στους πελάτες μας», δήλωσε στο ίδιο συνέδριο ο Xuong Liu, ηγετικό στέλεχος της εταιρείας συμβούλων σε θέματα διεθνών συναλλαγών Alvarez & Marsal, υπεύθυνος για την Ασία. «Είναι σαφές ότι υπάρχουν ορισμένοι τομείς που είναι εκτός ορίων».

Η οικονομική και χρηματοπιστωτική διάσταση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας έχει ενταθεί από το 2021. Αμερικανοί επενδυτές αναγκάστηκαν να πουλήσουν μετοχές εταιρειών που, σύμφωνα με τις ΗΠΑ, ενισχύουν τον κινεζικό στρατό. Αυτό οδήγησε στη διαγραφή κινεζικών κρατικών τηλεπικοινωνιακών φορέων και εταιρειών ενέργειας από τα αμερικανικά χρηματιστήρια. Έχει επίσης απαγορευτεί στους Αμερικανούς να επενδύουν και σε άλλες κινεζικές εταιρείες που έχουν μπει στη «μαύρη λίστα».

Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία πέρυσι, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή εκτεταμένων κυρώσεων στη Ρωσία και την απαγόρευση επενδύσεων σε μετοχές και ομόλογα της χώρας, οι επενδυτές απέκτησαν σαφή εικόνα για τους κινδύνους που συνεπάγεται η μεγάλη έκθεση στην Κίνα.

Το Πεκίνο θεωρεί εδώ και καιρό το δημοκρατικά αυτοδιοικούμενο νησί της Ταϊβάν τμήμα της Κίνας. Οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος έχουν κατά καιρούς απειλήσει ότι θα πάρουν τον έλεγχο της Ταϊβάν με τη βία, εγείροντας το φάσμα μιας εισβολής ή μιας στρατιωτικής σύγκρουσης. Η αυξανόμενη υποστήριξη των ΗΠΑ προς την Ταϊβάν προκάλεσε φέτος την οργή του Πεκίνου.

«Όλοι παρακολουθούμε στενά τις εξελίξεις στο ζήτημα της Ταϊβάν», δήλωσε ο David Vaughn, επικεφαλής επενδύσεων στον τομέα του διεθνούς και εκτός ΗΠΑ στρατηγικού σχεδιασμού στην εταιρεία ClariVest Asset Management, με έδρα το Σαν Ντιέγκο. Πρόσθεσε ότι ανησυχεί επίσης για την κρίση των ακινήτων στην Κίνα και την υποχώρηση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών.

Σύμφωνα με τον Vaughn, αν δεν μειωθούν οι γεωπολιτικές εντάσεις, οι διεθνείς επενδυτές θα μειώσουν περαιτέρω τις τοποθετήσεις τους σε κινεζικούς τίτλους. Εξήγησε ότι οι επενδυτές ανησυχούν για το κατά πόσον οι εταιρείες στις οποίες έχουν επενδύσει θα μπορούσαν να πληγούν από τις απαγορεύσεις εξαγωγών ή τη θέσπιση και άλλων νέων κανόνων.

Πρόσφατα σημειώθηκε μια μεγάλη έξοδος ξένων κεφαλαίων από τα χρηματιστήρια της ηπειρωτικής Κίνας. Από τον Αύγουστο, οι διεθνείς επενδυτές έχουν αποσύρει κεφάλαια αξίας άνω των 24 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τις κινεζικές μετοχές κλάσης Α –στις αγορές τόσο της Σαγκάης όσο και της Σενζέν– μέσω μιας σύνδεσης των χρηματιστηριακών συναλλαγών με το Χονγκ Κονγκ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη και διαρκέστερη καθαρή εκροή ξένων κεφαλαίων μέσω της σύνδεσης από τότε που καθιερώθηκε το 2014, σύμφωνα με στοιχεία της Wind Information.

Οι εκροές συνέπεσαν με ένα κύμα επιδείνωσης των δεικτών της κινεζικής οικονομίας. Ο δείκτης MSCI China Index έχει χάσει 10% φέτος και βρίσκεται σε τροχιά για το τρίτο συνεχόμενο έτος πτώσης.

Στρατηγικοί αναλυτές της αγοράς σε μεγάλες τράπεζες της Wall Street υποστηρίζουν ότι οι περισσότεροι διαχειριστές hedge funds και active funds που έχουν ρευστοποιήσει τις μετοχές τους στην Κίνα είναι απίθανο να επιστρέψουν μέχρι να βελτιωθούν σημαντικά οι προοπτικές ανάπτυξης της χώρας και οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας.

Οι στρατηγικοί αναλυτές της Morgan Stanley έχουν προειδοποιήσει τους επενδυτές να αναμένουν «συνέχιση της γεωπολιτικής πολυπλοκότητας» το 2024 και να λάβουν υπόψη τους ότι πρόκειται για χρονιά εκλογών τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ταϊβάν.

Η Goldman Sachs ανέφερε σε έκθεσή της στις 12 Νοεμβρίου ότι, σύμφωνα με ένα πολύ δυσμενές σενάριο, οι επενδυτές ενδέχεται να πουλήσουν επιπλέον κινεζικές μετοχές αξίας 170 δισεκατομμυρίων δολαρίων – αν τα αμερικανικά συνταξιοδοτικά ταμεία ρευστοποιήσουν πλήρως τις συμμετοχές τους στην Κίνα για πολιτικούς και γεωπολιτικούς λόγους, και τα αμοιβαία κεφάλαια ενεργητικής διαχείρισης και τα hedge funds επιστρέψουν στις χαμηλότερες κατανομές τους στην Κίνα.

Ο Σι Φου, στρατηγικός αναλυτής χαρτοφυλακίων μετοχών Κίνας στην Goldman Sachs, υποστήριξε ότι η αγορά έχει ήδη συνυπολογίσει το κόστος των γεωπολιτικών αναταραχών και ότι δεν είναι πολύ πιθανό να επαληθευτεί το δυσμενές σενάριο.

«Δεχόμαστε κάποιες ερωτήσεις από πελάτες που αναρωτιούνται, αν τα πράγματα γίνουν ακόμη χειρότερα λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα κατάσταση, για πόσο ακόμη θα μπορούν να συνεχίσουν να πουλάνε;», είπε, προσθέτοντας ότι πρόσφατα υπήρξαν σημάδια βελτίωσης στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας και στις μακροοικονομικές προοπτικές της Κίνας.

Ο πρόεδρος Μπάιντεν συναντήθηκε πρόσφατα με τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ στην Καλιφόρνια, όπου συμφώνησαν να ξεκινήσουν διάλογο για τους κινδύνους της τεχνητής νοημοσύνης και να αποκατασταθεί η επικοινωνία μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων των δύο χωρών.

Το επενδυτικό συμβούλιο του Thrift Savings Plan, το οποίο διαχειρίζεται τις συνταξιοδοτικές εισφορές των ομοσπονδιακών υπαλλήλων των ΗΠΑ και των ένστολων, δήλωσε πρόσφατα ότι το μεγάλο διεθνές μετοχικό του ταμείο θα στραφεί στην παρακολούθηση ενός διεθνούς δείκτη αναφοράς MSCI που δεν θα περιλαμβάνει την Κίνα και το Χονγκ Κονγκ.

Το σκεπτικό για την αλλαγή αυτή βασίστηκε σημαντικά στη γεωπολιτική. Τεχνικός σύμβουλος του επενδυτικού συμβουλίου επεσήμανε «τους επενδυτικούς περιορισμούς σε ευαίσθητους κινεζικούς τεχνολογικούς τομείς, τη διαγραφή κινεζικών εταιρειών από τα χρηματιστήρια και τις κυρώσεις σε ρωσικούς τίτλους λόγω της σύγκρουσης Ρωσίας-Ουκρανίας» και δήλωσε ότι τέτοια απρόβλεπτα γεγονότα θα μπορούσαν να προκαλέσουν πτώση της αξίας των μετοχών όταν οι επενδυτές αναγκαστούν να τις πουλήσουν.

Ανέφερε επίσης ότι οι πρόσφατοι περιορισμοί στις τεχνολογικές επενδύσεις και οι απαγορεύσεις εξαγωγών αμερικανικής τεχνολογίας πιθανώς προαναγγέλλουν ακόμα περισσότερους περιορισμούς για τις επενδύσεις σε μετοχές στην Κίνα και το Χονγκ Κονγκ.

Ο Teeja Boye, διαχειριστής χαρτοφυλακίων στη Sands Capital με έδρα το Άρλινγκτον της Βιρτζίνια, δήλωσε ότι η στρατηγική της εταιρείας για την ανάπτυξη αναδυόμενων αγορών στα μέσα του 2021 είχε εκτεθειμένο στην Κίνα το 30% των περιουσιακών στοιχείων της, το οποίο έκτοτε έχει μειωθεί φτάνοντας το 17% περίπου στα τέλη Οκτωβρίου.

«Δυστυχώς, η Κίνα βιώνει μια βραχυπρόθεσμη κρίση της αγοράς ακινήτων και πτώση της παραγωγικότητας – και παράλληλα έχει χειρότερες σχέσεις με μια από τα μεγαλύτερες δυνάμεις στον κόσμο», δήλωσε ο Boye. «Το καλύτερο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι να μη χειροτερέψουν τα πράγματα», πρόσθεσε.

Μπορείτε να επικοινωνήσετε με τον Dave Sebastian στο dave.sebastian@wsj.com