Μετά την τηλεφωνική επικοινωνία του έλληνα πρωθυπουργού με τον τούρκο πρόεδρο άνοιξε η συζήτηση για τη χρησιμότητα ή μη του διαλόγου. Η μία σχολή σκέψης υποστηρίζει ότι υπό τις παρούσες συνθήκες η διαπραγμάτευση με την Τουρκία είναι απαγορευτική και η έτερη ότι πρέπει άμεσα να καθίσουμε στο τραπέζι, προτού μας προλάβουν οι εξελίξεις.

Συμφωνώ αλλά έχω και ενστάσεις αναφορικά και με τις δύο. Η πρώτη άποψη έχει δίκιο ως προς το ότι δεν συντρέχουν σήμερα οι προϋποθέσεις για να εκκινήσει ένας ουσιαστικός (και όχι για το θεαθήναι) διάλογος με την άλλη πλευρά. Η δεύτερη άποψη σωστά επισημαίνει ότι χωρίς τον διάλογο δεν μπορείς να λύσεις τα προβλήματά σου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απαραιτήτως επιλύονται όταν έχεις απέναντί σου μια χώρα με τα χαρακτηριστικά της σημερινής Τουρκίας.  Αλλωστε, προκειμένου να ξαναπιάσουμε το νήμα του διαλόγου, προηγείται μία σειρά από βήματα που μοιάζουν πραγματικά δύσκολο να συμβούν κλιμακωτά και χωρίς παρεκκλίσεις. Πιο συγκεκριμένα, απαιτείται: η έμπρακτη εκτόνωση των εντάσεων, η αλλαγή κλίματος με τη σταδιακή αποκατάσταση, έστω και περιορισμένα, της εμπιστοσύνης και εν συνεχεία με κάποιες προσαρμογές η επαναφορά των ΜΟΕ (Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης). Ετσι θα διαμορφωθούν σταδιακά οι συνθήκες ώστε να επιστρέψουμε σε μια συμπεφωνημένη βάση των διερευνητικών συνομιλιών. Ακόμη και εδώ, η κατάσταση είναι εξαιρετικά περίπλοκη, γιατί φαίνεται πως η Αγκυρα θέλει να αλλάξει τους όρους των διερευνητικών επαφών, προσθέτοντας αναθεωρητικά ζητήματα, που εσχάτως αναδεικνύει με εμφατικό τρόπο.

Από την άλλη, αυξάνοντας την αποτρεπτική μας ισχύ, οπωσδήποτε ενισχυόμαστε διαπραγματευτικά έναντι της γείτονος, αλλά από μόνη της η αποτροπή δεν διευθετεί μακροχρόνια προβλήματα με τρόπο που να μπορεί να αντέξει στον χρόνο. Ωστόσο, ανθεκτική και ενδυναμωμένη πρέπει να βγει η αμυντική μας βιομηχανία, με έμφαση στην προσέλκυση τεχνογνωσίας και καινοτόμων τεχνολογιών, ακόμη και χαμηλού κόστους, διότι το τωρινό χάσμα σε αυτό το πεδίο ανοίγει τις ορέξεις κάποιων κύκλων στην Τουρκία. Η διατήρηση υψηλής ποιότητας και ειδίκευσης εργατικού δυναμικού στις Ενοπλες Δυνάμεις, η αναγκαία ανανέωση του προσωπικού και οι έξυπνες προσθήκες αμυντικού εξοπλισμού, με το βλέμμα μας στραμμένο στην Αεροπορία και κυρίως στο Ναυτικό, είναι επιβεβλημένες ενέργειες. Αλίμονο, όμως, αν θεωρήσουμε ότι η ενίσχυση της εθνικής άμυνας και κατ’ επέκταση της αποτρεπτικής μας ισχύος είναι το μοναδικό αντίδοτο στην τουρκική επιθετικότητα. Η αποτροπή είναι ένα κρίσιμο εργαλείο στα χέρια της πολιτείας, το οποίο, όταν συνδυάζεται με τη δέουσα αποφασιστικότητα, μετεξελίσσεται σε διπλωματικό όπλο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Πολλώ δε μάλλον όταν αυτές γίνονται με ένα κράτος το οποίο χρησιμοποιεί την προβολή ισχύος (σε διάφορα επίπεδα) για να εκφοβίσει τον αντίπαλο και να τον εξαναγκάσει σε υποχωρήσεις.

Πάντως, πάγια θέση της Ελλάδας είναι πως επειδή ο πόλεμος είναι η έσχατη και απευκταία (αλλά αν χρειαστεί αναγκαία) επιλογή, προκρίνεται ο διάλογος ως το μόνο ρεαλιστικό μέσο διευθέτησης, ενώ παράλληλα γίνεται κατανοητό προς πάσα κατεύθυνση ότι στο στρατιωτικό πεδίο είμαστε μια υπολογίσιμη και ικανή δύναμη. Αν, λοιπόν, υπάρχει συμφωνία γύρω από αυτό, τότε είναι σαφές ότι δεν έχει αλλάξει στον πυρήνα του το εθνικό μας δόγμα, ούτε ότι μια δύναμη που επικαλείται το Διεθνές Δίκαιο είναι φοβική απέναντί του. Εξάλλου, αν κάποια στιγμή προκύψουν οι προϋποθέσεις για να κουβεντιάσουμε με κανονικούς όρους με την Τουρκία και ο διάλογος δεν τελεσφορήσει, η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θα καταστεί περίπου μονόδρομος.

Και αν βάσει συνθηκών φαίνεται πως βρισκόμαστε πολύ μακριά από μια τέτοια προοπτική (εννοώ της διαπραγμάτευσης), ας συγκρατήσουμε πως υπό τις πιο πιεστικές καταστάσεις είναι που διαμορφώνεται το περιβάλλον για να πειστούν τα εμπλεκόμενα μέρη να συνηγορήσουν στην εκκίνηση της διαδικασίας. Μόνο που, έχοντας αποφύγει μια σοβαρή κρίση που θα μας οδηγούσε στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης με άγνωστους όρους (θα προσδιορίζονταν από την έκβαση της κρίσης), αλλά γνωρίζοντας ότι η γερμανική προεδρία της ΕΕ δεν θα ήθελε έναν επιπλέον πονοκέφαλο που θα αφορούσε στα ελληνοτουρκικά, πρέπει να προετοιμάσουμε τη διπλωματική και νομική μας φαρέτρα για το ενδεχόμενο σύντομα να ενθαρρυνθούν (κομψή διατύπωση για την πίεση) οι δύο πλευρές να αναζητήσουν, έστω και ελάχιστους, κοινούς παρονομαστές. Είναι αυτονόητη για την ελληνική πλευρά η επιβολή κανόνων τόσο στον διμερή διάλογο όσο και στην υπό διαμόρφωση νέα σχέση ΕΕ – Τουρκίας.

Ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης, εκτελεστικός διευθυντής ΙΔΙΣ. Κυκλοφορεί το βιβλίο του «Η Ελλάδα στη γειτονιά της» (εκδόσεις Παπαδόπουλος).