Eνώπιον τηςΕυρωπαϊκής Επιτροπής προσέφυγε για το θέμα του Ασφαλιστικού, ηΟλομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγωντης χώρας, προκειμένου να ενεργοποιηθεί διαδικασίαεπί παραβάσεικατά της Ελλάδας.
Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, «έχει πλέον καταστεί κοινή πεποίθηση ότι η ασφαλιστική αντιμεταρρύθμιση της κυβέρνησης, σε συνδυασμό με τα υφιστάμενα φορολογικά βάρη, έχει απροσχημάτιστοδημευτικό αποτέλεσμαγια το εισόδημα των επιστημόνων – ελεύθερων επαγγελματιών.
Ήδη, με τον πρόσφατο ν. 4472/2017 νομοθετήθηκε η επιβολή «εισφορών επί εισφορών». Δηλαδήεισφορών επί ανύπαρκτου εισοδήματος. Σύμφωνα με την Έκθεση του ΓΛΚ για τον νόμο 4387/2016, η προϋπολογισθείσα αύξηση των εσόδων (από την εφαρμογή του νόμου αυτού) ανέρχεται σε137 εκατομμύρια€για το 2018 και138 εκ. €για το 2019. Με τον ν. 4472/2017 επέρχεταιεπιπλέον αύξηση-και άρα ισόποση επιβάρυνση – κατά53 εκατομμύρια €για το 2018, και124 εκατομμύρια€ για το έτος2019.
Οι «εκπτώσεις» για τους νέους συναδέλφους, καθώς και οι «εκπτώσεις» εισφορών για την πρώτη τετραετή μεταβατική περίοδο, που εισήχθησαν μετά την πάνδημη αντίδραση του δικηγορικού σώματος, προσφέρουν προσωρινή μόνο λύση στο πρόβλημα. Για τον λόγο αυτό, όλοι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι της χώρας προσέφυγανεπί ακυρώσειενώπιον του ΣτΕ.
Πέραν της εθνικής δικαιοταξίας, όμως, προσβάλλεται -κατά τρόπο διακριτό- η ευρω-ενωσιακή δικαιοταξία, και ως εκ τούτου η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας έκρινε δικαιολογημένη -πέραν της ανάδειξης των λόγων αυτών ενώπιον του ΣτΕ- τηνπροσφυγή ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προκειμένου να κινηθεί διαδικασίαεπί παραβάσεικατά της Ελλάδας για το ασφαλιστικό.
Η σύνδεση με το ενωσιακό δίκαιο προκύπτει αφ’ ενός από το γεγονός ότι στην ελληνική επικράτεια έχουν ασκήσεικοινοτικό δικαίωμα εγκατάστασηςδικηγόροι άλλων κρατών-μελών της Ένωσης , και αφ’ ετέρου από το γεγονός ότι τα σχετικά μέτρα επιβάλλονταικατ’ επιταγή των δανειστών της χώρας, μεταξύ των οποίων και η ΕΕ & η ΕΚΤ. Η φορολογική και ασφαλιστική πολιτική παραμένει μεν, καταρχήν, στην κυριαρχία των κρατών μελών, αλλά όταν η άσκησή της πλήττει θεμελιώδεις αρχές των ιδρυτικών Συνθηκών, εμπίπτει στο δικαιοδοτικό έλεγχο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Το τελευταίο επιλαμβάνεται είτε μετά από προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του κράτους μέλους κατόπιν καταγγελίας των ενδιαφερομένων (άρθρο 258 ΣΛΕΕ), είτε κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος που του απευθύνει εθνικό δικαστήριο που κρίνει σχετική διαφορά (άρθρο 267 ΣΛΕΕ).
Κατ’ αρχάς, όπως έχουμε πολλές φορές επισημάνει, πλήττονται δικαιώματα που ανάγονται στο πεδίο των θεμελιωδών ελευθεριών, όπως κατοχυρώνονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ΕΣΔΑ. Συγκεκριμένως, θίγονται το δικαίωμα ιδιοκτησίας (άρθρο 17 σε συνδ. και με το άρθρο 1 του 1ουΠΠ ΕΣΔΑ) και η επαγγελματική ελευθερία (άρθρα 15, 16 ΧΘΔΕΕ), ενώ δυσανάλογα επιβαρύνεται και το δικαίωμα πρόσβασης των πολιτών σε δικαστήριο (άρθρο 6 ΕΣΔΑ).
Περαιτέρω, ανερχόμενη η σωρευτική φορολογική και εισφοροδοτική επιβάρυνση σε ποσοστό τουλάχιστον75-80 %επί του εισοδήματος, αποθαρρύνει την άσκηση του δικαιώματος εγκατάστασης Δικηγόρων άλλων κρατών μελών και ωθεί τους εν Ελλάδι εγκατεστημένους δικηγόρους σε διακοπή της δραστηριότητας τους (άρθρα 49 επ. ΣΛΕΕ).
Τέλος, το τυχόν και ελάχιστο περιθώριο κέρδους που καταλείπεται στους Δικηγόρουςαναιρεί κατ’ ουσίαν και κατ’ αποτέλεσμα την έννοια τηςαγοράς,που οργανώνεται επί των νομικών υπηρεσιών, σύμφωνα με το υποχρεωτικά επιβαλλόμενοοικονομικό πρότυπο των ιδρυτικών Συνθηκών(3 παρ. 3 ΣΕΕ καθώς και 26 παρ. 2 και 120 παρ. 2 ΣΛΕΕ). Η υποχρέωση διατήρησης αγοράς συγκεκριμένων χαρακτηριστικών από τα κράτη μέλη πλήττεται καίρια χωρίς να υφίσταται δικαιολογητικός λόγος αναγνωσμένος κατά το Δίκαιο της Ένωσης, πάντως δε, κατά προφανώς δυσανάλογο τρόπο (άρθρο 52 Χάρτη)».