Τι επιδιώκει ο Βλαντίμιρ Πούτιν αποσύροντας το μεγαλύτερο μέρος των ρωσικών δυνάμεων από τη Συρία; Ολος ο κόσμος προσπαθεί να καταλάβει ποια είναι τα πραγματικά κίνητρα της απόφασης αυτής, την οποία ανακοίνωσε ο ρώσος πρόεδρος τη Δευτέρα, και τι επιπτώσεις θα έχει στη Συρία. Ο Πούτιν αποφάσισε να αποχωρήσει από το συριακό πεδίο της μάχης επειδή πέτυχε τους στόχους του; Ή μήπως αποτελεί ένδειξη αδυναμίας της Ρωσίας; Είναι ένα στρατηγικό παιχνίδι; Ή εξαναγκάστηκε σε απόσυρση; Θέλει να πιέσει τον Μπασάρ αλ Ασαντ να δεχθεί υποχωρήσεις στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων; Ή μήπως τελείωσαν τα χρήματα;
Από την αρχή της στρατιωτικής εμπλοκής της στη Συρία, στα τέλη Σεπτεμβρίου, η Μόσχα ήταν αποφασισμένη να αποφύγει μια παρατεταμένη επιχείρηση που θα την ανάγκαζε κάποια στιγμή, εκτός από αεροπλάνα, να στείλει και χερσαίες δυνάμεις. Οπως στις ΗΠΑ παραμένουν ζωντανές οι μνήμες από το Βιετνάμ, στη Ρωσία όλοι θυμούνται σε τέτοιες περιπτώσεις το δικό τους «Βιετνάμ»: τον σοβιετικό πόλεμο στο Αφγανιστάν το διάστημα 1979-1989. Ο Πούτιν δεν επιθυμεί με κανέναν τρόπο η Συρία να γίνει ένα δεύτερο Αφγανιστάν για τη Ρωσία.
Με δεδομένο ότι στις 27 Φεβρουαρίου τέθηκε σε ισχύ η εκεχειρία στη Συρία και την περασμένη Δευτέρα ξεκίνησε ένας νέος γύρος ειρηνευτικών συνομιλιών στη Γενεύη, το Κρεμλίνο μπορεί να θεώρησε ότι αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή να αποσύρει τις δυνάμεις του και να αποφύγει το ρίσκο να παρασυρθεί σε μια παρατεταμένη στρατιωτική ανάμειξη.
«Πιστεύω ότι ο στόχος που είχε το υπουργείο Αμυνας έχει γενικώς εκπληρωθεί, γι’ αυτό το καλώ να αρχίσει από αύριο να αποσύρει τον κύριο όγκο του στρατού μας από τη Συρία. Καλώ το υπουργείο Εξωτερικών να εντείνει τη συμμετοχή της Ρωσίας στη διοργάνωση της ειρηνευτικής διαδικασίας για να λυθούν τα προβλήματα στη Συρία. Την ίδια στιγμή οι βάσεις μας –η ναυτική στην Ταρτούς και η αεροπορική στο Χμεϊμίν –θα συνεχίσουν να λειτουργούν όπως πριν. Πρέπει να προστατεύονται πλήρως από γης, θαλάσσης και αέρος (σ.σ.: το τελευταίο μέσω ενός ισχυρού συστήματος αεράμυνας S-400 που θα μείνει πίσω)» ανακοίνωσε ο Πούτιν την Καθαρή Δευτέρα το βράδυ ύστερα από συνάντηση με τους υπουργούς Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ και Αμυνας Σεργκέι Σόιγκου στο Κρεμλίνο.
Ως επίσημη αιτία της απόσυρσης ο Πούτιν ανέφερε τη στρατιωτική επιτυχία. Τα μέσα ενημέρωσης που πρόσκεινται στο Κρεμλίνο χρησιμοποίησαν κατά κόρον την έκφραση «αποστολή εξετελέσθη». Μόνο εν μέρει είναι σωστό. «Η Μέση Ανατολή προετοιμάζεται για έναν μεγάλο πόλεμο. Οι ειρηνευτικές συνομιλίες έχουν ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας και τα αντικρουόμενα μέρη εξακολουθούν να έχουν τους ίδιους στόχους με πριν. Δεν έχει να κάνει με την αυτονομία ή τις δημοκρατικές ελευθερίες αλλά με τον έλεγχο της Συρίας. Για αυτόν τον λόγο η ειρήνη είναι αδύνατη» είπε μιλώντας στο «Βήμα» ο Ντμίτρι Οφιτσέροφ-Μπέλσκι, καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Οικονομικών στη Μόσχα. Και προσέθεσε: «Αλλά η σύγκρουση στη Συρία δεν περιορίζεται εκεί, έχει προκαλέσει μια ευρύτερη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή εμπλέκοντας αραβικές χώρες, την Τουρκία και το Ιράν. Επομένως είναι νωρίς να πανηγυρίσουμε για την πορεία των ειρηνευτικών συνομιλιών ή να μιλήσουμε για νίκη του Πούτιν. Το μεγάλο παιχνίδι μόλις ξεκίνησε. Και ένας ευρύτερος πόλεμος στη Μέση Ανατολή μπορεί να είναι το χειρότερο σενάριο για τη Ρωσία αλλά πολύ πιθανό. Και με την επέμβασή της στη Συρία, τώρα η Μόσχα διαθέτει τα εργαλεία για να επηρεάσει την πορεία αυτής της σύγκρουσης. Επιπροσθέτως τώρα μπορεί να επηρεάσει και την επίλυση του κουρδικού ζητήματος. Και οι Ρώσοι έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι αν χρειαστεί τα ρωσικά στρατεύματα θα επιστρέψουν στη Συρία».
Από τις 30 Σεπτεμβρίου που ξεκίνησαν τους βομβαρδισμούς στη Συρία τα ρωσικά αεροπλάνα πραγματοποίησαν 9.000 εξόδους και, σύμφωνα με τις ρωσικές αρχές, ενίσχυσαν τη ρωσική εθνική ασφάλεια καταπολεμώντας τη «διεθνή τρομοκρατία» (ο ρωσικός στρατός υποστηρίζει ότι σκότωσε 2.000 «τρομοκράτες» ρωσικής καταγωγής στη Συρία), προστάτευσαν τα ρωσικά συμφέροντα στην περιοχή και σταθεροποίησαν τον Ασαντ. Αν και επισήμως τα ρωσικά αεροπλάνα πολεμούσαν το Ισλαμικό Κράτος, στην πραγματικότητα επικεντρώθηκαν στο να ενισχύσουν τον σύρο πρόεδρο, ο οποίος είχε αρχίσει να απειλείται σοβαρά στο πεδίο της μάχης από τη μετριοπαθή αντιπολίτευση.
Σήμερα η «ισορροπία» έχει αποκατασταθεί: οι Ρώσοι βοήθησαν τις δυνάμεις του Ασαντ να κερδίσουν μερικά από τα χαμένα εδάφη, να ενισχύσουν τις γραμμές τους και να απωθήσουν τους αντάρτες. Ο κυριότερος στόχος όμως που πέτυχε η Μόσχα δεν είναι δημόσια ανακοινώσιμος, αλλά γίνεται εμφανής σε όλους: τερματίστηκε η διεθνής απομόνωση της Ρωσίας. Ως πριν από έξι μήνες η Δύση είχε στο περιθώριο τον Πούτιν λόγω της προσάρτησης της Κριμαίας (το 2014) και την υποστήριξή του προς τους φιλορώσους αντάρτες της Ανατολικής Ουκρανίας.
Αποχωρώντας εγκαίρως από τον συριακό εμφύλιο ο Πούτιν αποφεύγει ένα νέο «ατυχές περιστατικό» με την Τουρκία, ενώ μπορεί να παρουσιάζεται διεθνώς ως ειρηνοποιός και εντός Ρωσίας να παρουσιάζει την απόσυρση ως κορύφωση ενός σύντομου νικηφόρου πολέμου που εκτίναξε στα ύψη τη δημοτικότητά του. Η ρωσική επέμβαση στη Συρία κατέστησε σαφές σε όλες τις πλευρές ότι είναι αδύνατον να καταλάβουν τη Δαμασκό και να ανατρέψουν τον Ασαντ. Αλλά στέλνει και ένα σαφές μήνυμα στον Ασαντ: ότι η Ρωσία δεν πρόκειται να ξανακατακτήσει για χάρη του όλη τη Συρία και να τον βοηθήσει να επανεδραιώσει την εξουσία του στη χώρα, όπως προτού ξεσπάσει ο εμφύλιος.
Το ανθρώπινο κόστος, πέντε χρόνια μετά
470.000 νεκροί, 4,5 εκατομμύρια πρόσφυγες, 500.000 πολιορκημένοι
Αυτό που τον Μάρτιο του 2011 ξεκίνησε ως ειρηνική διαμαρτυρία κατά του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Ασαντ στη Συρία, στο πλαίσιο της αποκαλούμενης Αραβικής Ανοιξης, σήμερα συνιστά μία από τις πλέον επίμονες γεωπολιτικές και ανθρωπιστικές κρίσεις που αντιμετωπίζει ο πλανήτης. Περισσότεροι από 250.000 νεκροί και εκατομμύρια εκτοπισμένοι, σε έναν μεγάλης κλίμακας εμφύλιο πόλεμο και μία proxy σύγκρουση μεταξύ της Ρωσίας και του Ιράν από τη μία και των Ηνωμένων Πολιτειών, της Σαουδικής Αραβίας και άλλων περιφερειακών δυνάμεων από την άλλη. Κοινός εχθρός –υποτίθεται –το Ισλαμικό Κράτος και μεγάλο θύμα ο συριακός λαός.
470.000 νεκροί, 4,5 εκατομμύρια πρόσφυγες, 500.000 πολιορκημένοι
Αυτό που τον Μάρτιο του 2011 ξεκίνησε ως ειρηνική διαμαρτυρία κατά του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Ασαντ στη Συρία, στο πλαίσιο της αποκαλούμενης Αραβικής Ανοιξης, σήμερα συνιστά μία από τις πλέον επίμονες γεωπολιτικές και ανθρωπιστικές κρίσεις που αντιμετωπίζει ο πλανήτης. Περισσότεροι από 250.000 νεκροί και εκατομμύρια εκτοπισμένοι, σε έναν μεγάλης κλίμακας εμφύλιο πόλεμο και μία proxy σύγκρουση μεταξύ της Ρωσίας και του Ιράν από τη μία και των Ηνωμένων Πολιτειών, της Σαουδικής Αραβίας και άλλων περιφερειακών δυνάμεων από την άλλη. Κοινός εχθρός –υποτίθεται –το Ισλαμικό Κράτος και μεγάλο θύμα ο συριακός λαός.
Πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα των πρώτων φιλοδημοκρατικών διαδηλώσεων στη νότια πόλη Ντεραά και σχεδόν έναν μήνα μετά την εφαρμογή της συμφωνηθείσης μερικής εκεχειρίας, η Συρία είναι διασπασμένη σε τουλάχιστον τέσσερις οντότητες που ελέγχονται από διαφορετικές δυνάμεις: το καθεστώς Ασαντ, το Ισλαμικό Κράτος, τους Κούρδους και τις δυνάμεις των ανταρτών. Ομως το μεγαλύτερο τίμημα πληρώνουν οι Σύροι: περισσότεροι από 4,5 εκατομμύρια άνθρωποι (σχεδόν το 20% του πληθυσμού, στην πλειονότητά τους γυναικόπαιδα) έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τη χώρα, ενώ οι εσωτερικά εκτοπισμένοι υπολογίζονται σε 6,6 εκατομμύρια. Μόνο τον περασμένο μήνα, καθώς μαίνονταν οι συγκρούσεις στην επαρχία του Χαλεπίου στη Βόρεια Συρία, περίπου 50.000 άνθρωποι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
Το Συριακό Κέντρο για την Πολιτική Ερευνα (SCPR) ανακοίνωσε ότι ο πραγματικός αριθμός των νεκρών από τον πόλεμο στη Συρία ξεπερνά τις 470.000, δηλαδή σχεδόν διπλάσιος από εκείνον των 250.000 που δίνουν τα Ηνωμένα Εθνη. Οπως έγραψε το βρετανικό BBC, θα χρειάζονταν τουλάχιστον 19 ώρες για να διαβάσει κανείς τα ονόματα των παιδιών που έχουν χάσει τη ζωή τους κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων. Από τα 4,5 εκατομμύρια πρόσφυγες, η συντριπτική πλειονότητα κατέφυγε στην Τουρκία, στον Λίβανο, στην Ιορδανία, στο Ιράκ και στην Αίγυπτο, ενώ μόνο το 10% από αυτούς ζήτησε καταφύγιο σε ευρωπαϊκές χώρες.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, περίπου 17,9 εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να ζουν στη Συρία, από 24,5 εκατομμύρια που ήταν ο συνολικός πληθυσμός της χώρας πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Πολλοί από αυτούς εγκαταλείπουν τις πόλεις αναζητώντας ασφαλέστερο καταφύγιο σε αγροτικές περιοχές, ωστόσο εκτιμάται ότι τουλάχιστον 13,5 εκατομμύρια άνθρωποι εξαρτώνται από την ανθρωπιστική βοήθεια για την επιβίωσή τους. Πάνω από 4,5 εκατομμύρια Σύροι ζουν σε δύσκολα προσβάσιμες περιοχές, με περίπου 500.000 να ζουν σε καθεστώς πολιορκίας. Μόνο τις τελευταίες εβδομάδες και χάρη στην εκεχειρία, αυξήθηκε η παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας σε αυτές τις περιοχές αλλά, ελλείψει επίσημων φορέων καταγραφής και ελέγχου της, μεγάλο μέρος της καταλήγει στη μαύρη αγορά. Στην πολιορκημένη πόλη Ντέιρ αλ Ζορ, το κόστος του γάλακτος έχει αυξηθεί κατά 20.000% σε σχέση με το 2011, τη στιγμή που η αντίστοιχη αύξηση στις περιοχές που ελέγχονται από το καθεστώς Ασαντ είναι γύρω στο 500%.
Παρότι σε αρκετές περιοχές της Δαμασκού η ζωή συνεχίζεται όπως συνήθως, μεγάλο μέρος του πληθυσμού βρίσκεται εκτός αγοράς εργασίας. Το 2011 η ανεργία στη Συρία κυμαινόταν στο 14%, ενώ σήμερα στο 55%. Παράλληλα, εκτιμάται ότι τέσσερις στους πέντε Σύρους ζουν σε συνθήκες φτώχειας. Το 70% δεν έχει πρόσβαση σε πόσιμο νερό, ένας στους τρεις δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τις βασικές ανάγκες του σε τροφή, ενώ πάνω από 2 εκατομμύρια παιδιά έχουν εγκαταλείψει το σχολείο. Οι υποδομές της χώρας έχουν καταστραφεί και το κόστος του πολέμου στην οικονομία εκτιμάται στα 275 δισ. δολάρια –αν ο πόλεμος συνεχιστεί έως το 2020, το κόστος αναμένεται να ξεπεράσει τα 1,3 τρισ. δολάρια.
Μάικλ Ρέινολντς, καθηγητής στο Πρίνστον
«Η ρωσική αποχώρηση θα καταστήσει δύσκολη την επανένωση»
«Η επέμβαση του Πούτιν στη Συρία όχι μόνο κατάφερε να δράσει υποστηρικτικά προς το καθεστώς Ασαντ αλλά προσέφερε και πολύτιμη διεθνή επιρροή στη Ρωσία» είπε στο «Βήμα» ο Μάικλ Ρέινολντς, καθηγητής στο Τμήμα Σπουδών Εγγύς Ανατολής, στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον στις ΗΠΑ, και συγγραφέας του βιβλίου Shattering Empires: The Clash and Collapse of the Ottoman and Russian Empires (Cambridge University Press, 2011).
Μάικλ Ρέινολντς, καθηγητής στο Πρίνστον
«Η ρωσική αποχώρηση θα καταστήσει δύσκολη την επανένωση»
«Η επέμβαση του Πούτιν στη Συρία όχι μόνο κατάφερε να δράσει υποστηρικτικά προς το καθεστώς Ασαντ αλλά προσέφερε και πολύτιμη διεθνή επιρροή στη Ρωσία» είπε στο «Βήμα» ο Μάικλ Ρέινολντς, καθηγητής στο Τμήμα Σπουδών Εγγύς Ανατολής, στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον στις ΗΠΑ, και συγγραφέας του βιβλίου Shattering Empires: The Clash and Collapse of the Ottoman and Russian Empires (Cambridge University Press, 2011).
Τι επεδίωκε ο Πούτιν στη Συρία και τι κατάφερε να επιτύχει;
«Ο βασικός στόχος της ρωσικής επέμβασης στη Συρία ήταν να διατηρήσει το καθεστώς Ασαντ. Η Ρωσία ήθελε να ενισχύσει το καθεστώς για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν να εμποδίσει τις αμερικανικές προσπάθειες για αλλαγή καθεστώτος. Αρχικά, το 2011 και το 2013, πολλοί στη Μόσχα πίστευαν ότι η Αραβική Ανοιξη ήταν όπως οι αποκαλούμενες “έγχρωμες επαναστάσεις”, δηλαδή μία αμερικανικής εμπνεύσεως προσπάθεια ανατροπής των μη φιλικών καθεστώτων και αντικατάστασής τους με φιλοαμερικανικά καθεστώτα, στο όνομα της λαϊκής δημοκρατίας. Με τον καιρό, οι Ρώσοι πιστεύω ότι συνειδητοποίησαν πως οι Αμερικανοί όχι μόνο δεν ήλεγχαν την Αραβική Ανοιξη, αλλά δεν γνώριζαν και τι να κάνουν. Ο δεύτερος λόγος που οι Ρώσοι ήθελαν να ενισχύσουν τον Ασαντ ήταν για να αποτρέψουν μια τζιχαντιστική νίκη στη Συρία. Αν οι τζιχαντιστές είχαν καταλάβει τη Δαμασκό, θα ήταν καταστροφικό για την περιοχή, αλλά και για τη Ρωσία. Αρκετοί χιλιάδες Ρώσοι, ειδικά στον Βόρειο Καύκασο, πολεμούν στις τάξεις του Ισλαμικού Κράτους. Μαζί τους πολεμούν και αρκετοί από τους μετασοβιετικούς γείτονες της Ρωσίας, όπως το Αζερμπαϊτζάν και το Ουζμπεκιστάν. Αν είχαν ανατρέψει τον Ασαντ, θα χρησιμοποιούσαν τη Συρία σαν βάση από όπου θα “εξήγαν” το τζιχάντ στον Καύκασο και αλλού. Ακόμη ένα κίνητρο ήταν η επιθυμία να παρουσιαστεί η Ρωσία ως μία μεγάλη δύναμη που μπορεί να προβάλει την ισχύ της και στο εξωτερικό. Αυτό ήταν σημαντικό για τον Πούτιν προκειμένου να εντυπωσιάσει τη ρωσική κοινή γνώμη με τον δυναμισμό της ηγεσίας του. Με το να εμπλέκει τη Ρωσία στη Συρία για λογαριασμό της Δαμασκού, ο Πούτιν υποχρέωσε τις ΗΠΑ και τη Δύση να τον πάρουν στα σοβαρά και να διαπραγματευτούν μαζί του, κάτι που του προσέφερε πολύτιμη επιρροή στην Ουκρανία και αλλού».
Γιατί η Ρωσία αποφάσισε να αποσυρθεί τη δεδομένη στιγμή;
«Κανείς, εκτός της Μόσχας, ίσως κανείς εκτός του Πούτιν, δεν γνωρίζει την ακριβή απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Ενα μέρος της απάντησης είναι ότι η ρωσική επέμβαση πράγματι κατάφερε να δράσει υποστηρικτικά στον Ασαντ και στο καθεστώς του. Ενώ πριν από τη ρωσική επέμβαση το καθεστώς φαινόταν έτοιμο να καταρρεύσει, σήμερα κανείς δεν αναμένει κάτι τέτοιο. Η Ρωσία πράγματι άλλαξε την πορεία του πολέμου».
Τι σημαίνει η απόσυρση των ρωσικών δυνάμεων για τον Ασαντ;
«Η ρωσική απόσυρση θα καταστήσει δύσκολη την επανένωση της Συρίας υπό τον Ασαντ. Αυτό είναι θετικό για τους Κούρδους της Συρίας, οι οποίοι ήδη δρουν σε καθεστώς de facto αυτονομίας. Ο Πούτιν φαίνεται ότι ξεκαθάρισε πως η επανένωση της Συρίας και/ή η κατατρόπωση του Ισλαμικού Κράτους δεν βρίσκονται στις προτεραιότητες της Ρωσίας. Ο ρώσος πρόεδρος ίσως έχει απογοητευθεί με την αδιαλλαξία του Ασαντ και θέλει να του στείλει το μήνυμα ότι η υποστήριξη της Ρωσίας δεν είναι απεριόριστη. Μπορεί να έμαθε το μάθημά του από την αμερικανική εμπειρία στο Αφγανιστάν, όπου οι Αμερικανοί επέτρεψαν στον εαυτό τους να παγιδευτούν από την εξάρτησή τους από τον πρόεδρο Χαμίντ Καρζάι. Ο Πούτιν δεν θα ήθελε να πάθει το ίδιο».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



