«Δεν κάναμε διακοπές, κάναμε παραθερισμό» διευκρινίζει η Αννα Βενέζη-Κοσμετάτου, η μοναχοκόρη του Ηλία Βενέζη. Βρισκόμαστε στο πατρικό της, στο διαμέρισμα της οδού Ηροδότου στο Κολωνάκι, όπου ο Βενέζης πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Η παρουσία του στον χώρο είναι ζωντανή: οι βιβλιοθήκες γεμάτες από τα βιβλία του, στους τοίχους αφίσες από παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου την εποχή που ήταν διευθυντής και πορτρέτα του από φίλους καλλιτέχνες, στα ράφια και στα τραπεζάκια φωτογραφίες του. Μια συνάντηση με την ενθουσιώδη αφηγήτρια Αννα Βενέζη σε μια εκδήλωση της Τράπεζας της Ελλάδος τον Απρίλιο του 2014, για τη συμπλήρωση των 110 χρόνων από τη γέννηση του αϊβαλιώτη συγγραφέα, ακαδημαϊκού και παλιού υπαλλήλου της, ενέπνευσε την ιδέα αυτού του αφιερώματος του «Βήματος» στα καλοκαίρια της γενιάς του 1930.
Γεννημένη μόλις πριν από την έναρξη του πολέμου, οι πρώτες αναμνήσεις της από οικογενειακές διακοπές ήταν στα μεταπολεμικά χρόνια, όταν εκείνη με τη μητέρα της Σταυρίτσα παραθέριζαν όλο το καλοκαίρι στην Ανάβυσσο: «Ηταν ένα ταξίδι τρεισήμισι ωρών, από έναν δρόμο εσωτερικό που μετά το Λιόπεσι γινόταν χωματόδρομος. Το λεωφορείο ξεκινούσε από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας χαμηλά, στο Πεδίον του Αρεως, και φορτώναμε στην οροφή του ένα ολόκληρο νοικοκυριό από κατσαρόλες, στρώματα, μαξιλάρια… Ηταν μια μίνι μετακόμιση. Ο πατέρας μου συνόδευε τη μητέρα μου κι εμένα στην Ανάβυσσο, όπου μέναμε σ’ ένα καλύβι. Δυο σπίτια υπήρχαν μοναχά τότε εκεί. Η Ανάβυσσος οριζόταν από τις Αλυκές, αυτά τα τεράστια βουνά, και μια θαυμάσια παραλία. Υπήρχαν μόνο καλυβόσπιτα και οι εκκλησίες στον λοφίσκο. Εκεί περνούσαμε εμείς όλο το καλοκαίρι και ο πατέρας μου ερχόταν να μας δει όποτε μπορούσε. Εργαζόταν στην τράπεζα πρωί και απόγευμα και τα Σάββατα, όπως όλοι οι εργαζόμενοι εκείνης της εποχής, και το ταξίδι με το λεωφορείο ήταν μια κουραστική υπόθεση».
ΙΧ βέβαια δεν είχαν, ούτε λόγος. «Το πρώτο του αυτοκίνητο το απέκτησε ο πατέρας μου την ίδια χρονιά που έγινε ακαδημαϊκός, το 1957. Ηταν ένας λευκός σκαραβαίος με αριθμό 137489 που, όταν εκείνος πέθανε το 1973, τον κληρονόμησα εγώ. Ηταν το μόνο αυτοκίνητο που είχα μέχρι που σάπισε, το 2004».
Οι εκδρομές και τα ταξίδια εκείνη την εποχή γίνονταν μονάχα αν μπορούσες να πας, αν μπορούσες να εξασφαλίσεις μεταφορικό μέσο. «Το 1946-48 κάναμε κάποιες εκδρομές με έναν φίλο του που ήταν έμπορος και είχε για τη δουλειά του αυτοκίνητο.
Στριμωχνόμασταν έξι άτομα μέσα και πηγαίναμε προσχεδιασμένα, με σκοπό να δούμε όσο το δυνατόν περισσότερα μέρη στη διαδρομή. Αργότερα ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος απέκτησε βανάκι για το σχολείο του. Τότε τσουβαλιαζόμασταν εκεί μέσα πολύ περισσότεροι, οι Παπανούτσοι και κόσμος πολύς, και γίνονταν περισσότερες εκδρομές. Ισως σας φαίνεται αστείο σήμερα, αλλά δεν υπήρχαν τα μέσα, ήταν δύσκολα τα πράγματα, γι’ αυτό και οι εκδρομές γίνονταν έτσι».
Με τρένο δεν θυμάται να ταξίδεψαν ποτέ. Ταξίδεψαν όμως με πλοίο αρκετά καλοκαίρια πηγαίνοντας για διακοπές στη Μύκονο, «με κάτι πλοία τριτοκοσμικά, που δεν έπιαναν λιμάνι και για να φτάσεις στην ακτή έπρεπε να πηδήξεις με κίνδυνο της ζωής σου σε βάρκες που προσέγγιζαν το πλοίο από το λιμάνι».
Με τον Σικελιανό στην Κηφισιά


«Από το ’50-’51 και μετά πηγαίναμε στην Κηφισιά. Ο γιατρός είχε πει ότι το παιδί έχει αδενοπάθεια –όλα τα παιδιά μετά τον πόλεμο είχαν αδενοπάθεια –και δεν έπρεπε να μένω τόσο πολύ στον ήλιο. Αρχίσαμε λοιπόν να παραθερίζουμε στην Κηφισιά, όπου ήταν εύκολο ο πατέρας μου να έρχεται συχνότερα και τον βλέπαμε πάρα πολύ. Η Κηφισιά ήταν ένας τελείως άλλος κύκλος ανθρώπων. Στην Ανάβυσσο ήμασταν απομονωμένοι, δεν μπορούσαμε ούτε εμείς να καλέσουμε κανέναν ούτε κάποιος να έρθει να μας δει. Η Κηφισιά είχε άλλη ζωή, καθαρά παραθεριστική, είχες πολλούς φίλους που ανέβαιναν στην Κηφισιά, πολλά παιδιά, είχες πράγματα να κάνεις. Ο παραθερισμός εκεί ήταν μια συνέχεια της αστικής ζωής αλλά σε πιο δροσερό και ευχάριστο μέρος.
Δεν ήταν όπως τώρα βέβαια. Ηταν ένα παλιό χωριό που κοντά σ’ αυτό δέκα εύπορες οικογένειες, κυρίως βενιζελικές, είχαν χτίσει μεγάλα σπίτια. Γύρω υπήρχαν τεράστια πλατάνια, νερά που τρέχανε, αλάνες ατελείωτες, ήταν εξοχή. Ηταν λοιπόν η Κηφισιά μπουρζουαζία παραθεριστική, με τα ξενοδοχεία «Θεοξένια» και «Απέργη» και λοιπά, το χωριό πλάι και εξοχή γύρω-γύρω. Εξαιρετικό μέρος για παραθερισμό. Πηγαίναμε εκεί μέχρι που τέλειωσα το γυμνάσιο το 1957. Νοικιάζαμε ένα δωμάτιο στο «βυζαντινό» σπίτι του Αγη Θέρου, που υπάρχει ακόμη στην οδό Διονύσου, και θυμάμαι εκεί μια μέρα τον Σικελιανό να μας απαγγέλλει με βροντερή φωνή ντυμένος με μια λευκή χλαμύδα. Αξέχαστος!».
Τα δικαιώματα και το ταξίδι στη Γιουγκοσλαβία


«Τα ταξίδια του πατέρα μου στο εξωτερικό ήταν όλα με κάποιον σκοπό και με τα έξοδα πληρωμένα. Δεν υπήρχε η δυνατότητα να γίνουν αλλιώς. Οπως όταν πήγε στην Ιταλία και στην Αμερική βεβαίως ή στη Γιουγκοσλαβία. Εκεί, επειδή είχαν βγει ένα σωρό βιβλία του αλλά δεν μπορούσαν να του στείλουν τα χρήματα από τα δικαιώματα λόγω ελέγχου του συναλλάγματος, του είπαν: «Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να έρθεις εδώ και να τα ξοδέψεις». Πήρε τη μάνα μου και μερικούς φίλους, τον Πουλικάκο, τον πατέρα του Δημήτρη Πουλικάκου, με τη γυναίκα του και την αδελφή της γυναίκας του και πήγαν και τα ξόδεψαν.
Στην Ιταλία το ’64 πήγε στη Ρώμη καλεσμένος στο Συνέδριο Ευρωπαίων Συγγραφέων, ως αντιπρόσωπος της Ελλάδας. Σ’ εκείνο το ταξίδι με πήρε μαζί του και ήμουν η μασκότ της παρέας, ήταν όλοι πολύ μεγαλύτεροι άνθρωποι κι εγώ το κοριτσόπουλο».
Κυριακάτικες περιηγήσεις


«Η Περιηγητική Λέσχη και ο Ορειβατικός Σύλλογος ήταν λέξεις που άκουγα συνέχεια στα παιδικά μου χρόνια. Ο πατέρας μου ήταν μέλος και στα δύο και πήγαινε μαζί τους εκδρομές τις Κυριακές. Η Περιηγητική Λέσχη έκανε ωραίες εκδρομές, και είχε και φίλους εκεί που ήταν λόγιοι, ονόματα δεν θυμάμαι, δεν είχα πάει ποτέ μαζί τους γιατί πήγαινε ο πατέρας μου μόνος του. Ημουν ακόμη μικρή. Μόλις είχε τελειώσει ο πόλεμος και είχε τόση λαχτάρα να γνωρίσει την Ελλάδα. Τότε η Ελλάδα ήταν μαγευτική. Δεν υπήρχε τουρισμός, δεν υπήρχαν καν περιηγητές. Πήγαινες στους Δελφούς και ήσουν μόνος. Βέβαια λόγω έλλειψης μέσων δεν πήγαιναν μακριά, στα όρια της Αττικής: Πεντέλη, Πάρνηθα, Υμηττός, Κιθαιρώνας. Δεν ξέρω πόσο δύσκολες ήταν οι αναβάσεις τους με τον Ορειβατικό και πόσο γνωστή ήταν η ορειβασία γιατί ο πατέρας μου πήγαινε στις εξορμήσεις τους με ορειβατικές μπότες και ένα μπαστούνι, τίποτε άλλο. Στην Περιηγητική ντυνόταν πιο ελαφρά, με σορτσάκια.
Στο σπίτι δεν τον θυμάμαι πολύ. Δούλευε στο γραφείο πρωί και απόγευμα και το βράδυ έβγαιναν με τη μητέρα μου. Ηταν πολύ κοινωνικός. Πήγαιναν σε κάποια ταβερνούλα, σε κάποιο σπίτι φιλικό. Αργότερα πήγαιναν και σε μεγάλες δεξιώσεις, σε πρεσβείες κ.τ.λ. Αλλοτε ερχόταν κόσμος στο σπίτι. Στην Κατοχή, όταν σταματούσε η κυκλοφορία, διανυκτέρευαν στο σπίτι μας ή διανυκτερεύαμε εμείς στο σπίτι που πηγαίναμε. Ημουν μικρή, τριών-τεσσάρων ετών, αλλά θυμάμαι ότι μου δίνανε ένα μαξιλάρι και κοιμόμουν πάνω σε δυο καρέκλες μέχρι να ξημερώσει για να φύγουμε».
Είχαν, λέει, μια σχέση λατρευτική –και από τις δυο πλευρές -, η οποία έγινε πιο ανθρώπινη, σχέση ίσου προς ίσον, όταν η Αννα έκανε πλέον τη δική της οικογένεια. «Στις βόλτες του στην Πολιτεία έπαιρνε πολλές φορές και την κόρη μου, τη Μαριάννα. Υπήρχε ένα παρκάκι όπου μπορούσε να την αφήσει να παίζει κι εκείνος να την παρακολουθεί, όπως έκανε και μ’ εμένα όταν ήμουν μικρή. Με έπαιρνε μαζί του σε ένα καφενείο στο Πεδίον του Αρεως, δέκα με έντεκα το πρωί, εγώ έπαιζα γύρω κι εκείνος μπορούσε να με επιβλέπει από την ημισκεπασμένη βεράντα. Τότε ερχόταν και μία από τις δύο μεγάλες απολαβές του καλοκαιριού της εποχής, ο αμυγδαλάς με το μεγάλο καλάθι με τα βρασμένα αμύγδαλα που τα βουτούσες σε αλάτι. Η άλλη πολυτέλεια ήταν το «υποβρύχιο» στην Ανάβυσσο».
Πότε έγραφε ο πατέρας της δεν θυμάται. «Θα πρέπει να ήταν πολύ νωρίς το πρωί, προτού ξυπνήσουμε, ή αργά τα βράδια. Στο πρώτο σπίτι μας, ένα μικρούλικο διαμέρισμα στη Σπυρίδωνος Τρικούπη ψηλά, κοντά στο Πεδίον του Αρεως, δεν είχε δικό του χώρο και ησυχία για να γράψει από τη στιγμή που ξεκινούσε η ζωή του σπιτιού. Επειτα πήγαινε στη δουλειά του στην τράπεζα, όπου δούλευε μέχρι που παραιτήθηκε, την ίδια χρονιά που έγινε ακαδημαϊκός».

Από τη Μυτιλήνη στη Δήλο με το Σπούτνικ
«Στη Μυτιλήνη πρωτοπήγαμε το ’55 ή το ’56. Μείναμε στον ξενώνα της Τράπεζας της Ελλάδος μέσα στην πόλη. Ο πατέρας μου ήταν ήδη αρκετά γνωστός και έρχονταν να τον συναντήσουν αρκετοί Μυτιληνιοί. Αργότερα, προτού φύγω για σπουδές, είχαμε περάσει τις διακοπές μας στο ξενοδοχείο «Δελφίνι» στον Μόλυβο.
Μεγάλη πια, με τη δική μου οικογένεια, πηγαίναμε κάθε χρόνο μαζί διακοπές στην Εφταλού. Μόλις τέλειωναν οι εργασίες της Ακαδημίας –γιατί ο πατέρας μου είχε διατελέσει και γραμματέας επί σειρά ετών και πήγαινε στην Ακαδημία καθημερινά, βοηθούσε σε πρακτικά θέματα, με δική του επιμονή συστάθηκε το Ιδρυμα Ουράνη –ο πατέρας μου πήγαινε στη Μυτιλήνη. Εκεί ξυπνούσε πάρα πολύ νωρίς το πρωί, ίσως με την ανατολή του ήλιου, και έγραφε. Επειτα έπαιρνε το φολκσβάγκεν και πήγαινε στον Μόλυβο. Καθόταν στο καφενεδάκι στο λιμάνι και περίμενε να έρθουν οι τράτες για να πάρει ψάρια. Ο πατέρας μου ήταν εκείνος που αγόραζε πάντα για το σπίτι το κρέας και το ψάρι. Επιανε λοιπόν κουβέντα με τους ψαράδες, με τον καφετζή, με τους ντόπιους.
Του άρεσε να συναντάει ανθρώπους και να μιλάει μαζί τους. Τον χειμώνα έπαιρνε το φολκσβάγκεν τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα και ανέβαινε στην Πολιτεία που εκείνη την εποχή κατασκευαζόταν. Πήγαινε στα γιαπιά και έπιανε κουβέντα με τους μαστόρους και τους εργοδηγούς. Του άρεσε να παρακολουθεί τα εργοτάξια, κολλούσε το πρόσωπό του στις τρύπες που υπήρχαν στις λαμαρίνες τριγύρω τους και κοιτούσε μέσα. Ηταν ένας άνθρωπος που δεν μπορούσε να αλλάξει έναν γλόμπο αλλά τρελαινόταν για όλα τα τεχνικά, τα οποία θεωρούσε μαγικά και τον εντυπωσίαζαν πολύ.
Χαρακτηριστικό της ψυχοσύνθεσής του είναι ένα αξέχαστο επεισόδιο του 1958. Φιλοξενούσα μια σουηδή φίλη μου και μετά τις επισκέψεις στην Ακρόπολη και στο Σούνιο ο πατέρας μου μας πήρε να πάμε στη Μύκονο για να περάσουμε απέναντι στη Δήλο. Επισκεφθήκαμε λοιπόν τη Δήλο, με αυτά τα φοβερά καϊκάκια, και διανυκτερεύσαμε στον ξενώνα εκεί. Θυμάμαι το βράδυ ότι πλαγιάσαμε σε κάτι μάρμαρα και κοιτούσαμε τον ουρανό. Στυλώσαμε τα μάτια μας και είδαμε το Σπούτνικ να περνάει από πάνω μας, στη Δήλο, και ο πατέρας μου ενθουσιάστηκε που το είδε, του φαινόταν απίστευτο, εκείνου που είχε ξεκινήσει, όπως έλεγε, με τον βοϊδαραμπά από το Αϊβαλί».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ