ΕΥΓΕΝΙΑ ΜΠΟΓΙΑΝΟΥ
Ακόμα φεύγει
Εκδόσεις Πόλις,
σελ. 259, τιμή 14 ευρώ
Ενας εικοσάχρονος φοιτητής του Πολυτεχνείου θα δικαστεί με την κατηγορία της συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση αλλά θα αθωωθεί λόγω αμφιβολιών. Παρ’ όλα αυτά, αμέσως μετά την έκδοση της αθωωτικής απόφασης ο νεαρός θα σπεύσει να εξαφανιστεί από το σπίτι του αφήνοντας τους γονείς του να πλέουν σε πελάγη άγνοιας για την τύχη του. Μένοντας μόνοι, ο πατέρας και η μάνα θα πέσουν σε άγρια κατάθλιψη, προσπαθώντας δε να υπομείνουν την καινούργια κατάσταση, θα αναγκαστούν να έρθουν αντιμέτωποι όχι μόνο με τα χρόνια προβλήματα της σχέσης τους αλλά και με τα αδιέξοδα που βαραίνουν τον καθένα ξεχωριστά.
Πιο ευάλωτος από τους δυο θα αποδειχθεί ο πατέρας: ασταθής και εγωτικός εκ πεποιθήσεως, αρνούμενος να προσαρμοστεί σε οποιοδήποτε κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον και εξαρτημένος από το αλκοόλ, ο Ηλίας δουλεύει δυσφορώντας σε σουπερμάρκετ και αδημονεί να γεμίσει τις υπόλοιπες ώρες του με ουίσκι. Και αν αρχικά ένας τέτοιος τρόπος ζωής μοιάζει να τον αποδεσμεύει από τις δυσβάστακτες υποχρεώσεις της οικογενειακής εστίας, αποκοιμίζοντας την οδύνη του για τη ζωντανή απώλεια του γιου του, δεν θα συμβεί το ίδιο και εν συνεχεία. Με χαμένο όχι μόνο τον γιο αλλά και τη γυναίκα του, που προτού ξεσπάσει το κακό με το παιδί τους θα αναζητήσει καταφύγιο σε μια κατά πολύ νεότερη εξωσυζυγική αγκαλιά, ο Ηλίας θα καταρρεύσει πιωμένος εν μέση οδώ, πληρώνοντας με τον χειρότερο δυνατό τρόπο το χύμα της ζωής του.
Αλλιώς θα εξελιχθούν τα πράγματα με τη μάνα. Η Αγλαΐα μπορεί να δείχνει ξινή, στεγνή και αγέλαστη, μπορεί επίσης να υποφέρει τα πάνδεινα από το χαοτικό στυλ του Ηλία (χωρίς να θέλει να παραδεχθεί το τέλμα της συμβίωσής τους), μπορεί επιπλέον να είναι ανίκανη να ξαναζήσει τον έρωτα, βασανίζοντας φρικτά τον εραστή της, αλλά δεν μπορεί να ξεχάσει τον γιο της, τον οποίο και θα βαλθεί να αναζητήσει με απέραντη επιμονή και υπομονή. Και αν στο τέλος δεν θα κατορθώσει ούτε να του ξαναμιλήσει ούτε να τον ξανασφίξει στην αγκαλιά της, θα δει, αν μη τι άλλο, μιαν αχτίδα φωτός να παρηγορεί την καρδιά της. Οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να ζουν ακόμη κι αν έχουν παρεμβληθεί αστρικές αποστάσεις μεταξύ τους: αρκεί να μην προλάβουν να σβήσουν διά παντός τα ίχνη τους από το στερέωμα που τους σκεπάζει.
Οι πρωταγωνιστές στο πρώτο μυθιστόρημα της Ευγενίας Μπογιάνου (πρωτοπρόσωπος λόγος για τον Ηλία, τριτοπρόσωπη αφήγηση με στοιχεία ελεύθερου πλάγιου λόγου για την Αγλαΐα) ανήκουν σε μια ρευστή και αφανή πραγματικότητα που διαπερνά απ’ άκρου εις άκρον με την ανωνυμία της τον ψυχισμό τους. Ο Ηλίας και η Αγλαΐα είναι δύο εκ των προτέρων έκπτωτοι χαρακτήρες που δεν χρειάζονται τη φυγή του γιου τους για να οδηγήσουν στα κράσπεδα την ύπαρξή τους. Η εξαφάνιση του τελευταίου θα τους κάνει απλώς να ξεχάσουν και τα λίγα που ξέρουν για τον εαυτό τους, επιτείνοντας το εσωτερικό τους κομφούζιο.
Η ιστορία ωστόσο των δύο ηρώων, των οποίων οι αντιδράσεις θυμίζουν συχνά τους ήρωες των διηγημάτων της Μπογιάνου στις δύο προηγηθείσες συλλογές της (
Το μυστικό, 2004, και
Κλειστή πόρτα, 2012), δεν είναι μια ιστορία ενδοσκόπησης και εσωστρέφειας περιορισμένη στο πεδίο των ιδιωτικών σχέσεων. Γιατί άθελά τους ο Ηλίας και η Αγλαΐα (λόγω συγκυριών τις οποίες δεν είναι σε θέση ούτε να ελέγξουν ούτε να κατανοήσουν) θα ανασηκώσουν το πέπλο του ιδιωτικού, πιάνοντας μιαν έστω εξ αντανακλάσεως επαφή με τα φαινόμενα που συγκλονίζουν τον καιρό μας: ο γιος τους θα στιγματιστεί ως τρομοκράτης ακόμη και μετά την αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του, και οι ίδιοι θα πέσουν πάνω στις εικόνες της κρίσης (από τα χειμαζόμενα ή τα ερημωμένα μαγαζιά της πρωτεύουσας έως το κυνηγητό της Αστυνομίας και των διαδηλωτών στα Εξάρχεια) την ώρα που η κρίση δεν θα ονοματιστεί παρά σπανίως. Και εδώ είναι που θα κάνει τη διαφορά η Μπογιάνου. Κυριαρχημένοι από την προσωπική τους παράνοια, ο Ηλίας και η Αγλαΐα μόλις και θα δοκιμάσουν να ρίξουν ένα βλέμμα τριγύρω τους. Και αν εν τέλει το ρίξουν, δεν θα πάψουν ως εξ αυτού ούτε μια στιγμή να νιώθουν απόβλητοι του Σύμπαντος. Η χαραμάδα όμως για την έξοδο στον κόσμο του συλλογικού έχει ανοίξει. Και το συλλογικό δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω από μια χαραμάδα για να αποκαλύψει το τοπίο του στη λογοτεχνία. Και αυτό ακριβώς έχει πετύχει η Μπογιάνου στο βιβλίο της χάρη στους εξαιρετικά λεπτούς χειρισμούς της.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ