Τι είναι κατά κυριολεξία «πρόσημο» το γνωρίζουν καλά οι μαθηματικοί. Τι είναι «πρόσημο» στην έκφραση «προοδευτικό πρόσημο» μοιάζει να το γνωρίζει καλά μόνο ο καθ’ έξιν και κατά συρροήν διακινητής της, ο Φώτης Κουβέλης, χωρίς όμως να το διευκρινίζει επαρκώς για τους ανειδίκευτους και τους αμύητους. Η έκφραση ακούγεται πάντως σεμνοπρεπής, στιβαρή και εγκαρδιωτική και το σκοπούμενο αποτέλεσμά της θα μπορούσε πιθανότατα να ενισχυθεί αν συνεργαζόταν με το άλλο ευπώλητο «μάντρα» της τρέχουσας πολιτικής ρητορικής, το «εθνικό αφήγημα». Τουτέστιν, «ένα νέο εθνικό αφήγημα με προοδευτικό πρόσημο», που θα συνδύαζε τιμαλφείς ανταύγειες μεταμοντέρνου σχετικισμού με άφθονες ποσότητες «προοδευτικής» διαθεσιμότητας, θα αποτύπωνε με επιτυχία το πολιτικό πρόγραμμα των αριστερών αντιμνημονιακών δυνάμεων. Και ίσως η μυσταγωγική ισχύς της εμπλουτισμένης έκφρασης θα ήταν τέτοια που οι ανειδίκευτοι και αμύητοι θα έπαυαν επιτέλους να ζητούν διευκρινίσεις. Αυτά, μετά από τέσσερα-πέντε χρόνια επώδυνης, αιματηρής, εν δυνάμει σωφρονιστικής κρίσης.
Θέλουμε, και πρέπει, να αισιοδοξήσουμε, αλλά αυτό το «εν δυνάμει» προβληματίζει επειδή μετά από τέσσερα-πέντε χρόνια εντεινόμενης δοκιμασίας η ρητορική των πολιτικών δεν ηχεί αρκετά σωφρονισμένη, με την κυβέρνηση να ενδίδει στον πειρασμό της κατευναστικής ανακρίβειας και την αντιπολίτευση επιχαίρουσα να βάζει τα κυβερνητικά λάθη στον πολλαπλασιαστή του λαϊκισμού. Το ποιος από τους δύο βλάπτει περισσότερο μπορεί να έχει σημασία για τους εγχώριους κοινοβουλευτικούς ρήτορες, αλλά είναι αδιάφορο για τον διεθνή πιστωτικό «εκατόγχειρα» ο οποίος τηλεσκοπεί και αφουγκράζεται τη χώρα ως σύνολο.
Θέλουμε να αισιοδοξήσουμε, αλλά μας προβληματίζει το ότι, και μεσούσης της κρίσης, ακμάζει απαράλλακτος ο μυωπικός επαρχιωτισμός με τα συνήθη παράγωγά του, τις «τσαμπουκαλίδικες» πιρουέτες, την «ελληνόφρονα» καπηλεία και τους επιθεωρησιακού τύπου αντιευρωπαϊσμούς του. Προβληματίζει ιδιαίτερα η αυτόματη άνεση με την οποία η παράταξη που και δημοσκοπικά εδραιώνει τη νικητήρια δυναμική της καλλιεργεί δυνητικά επικίνδυνες παραστάσεις μονομερούς «μαγκιάς» σε έναν κόσμο δαιδαλωδών αλληλεξαρτήσεων –παραστάσεις που σπεύδουν να συνυπογράψουν ορισμένοι από τους γραφικότερους καρατερίστες του σημερινού κοινοβουλευτικού «καστ».
Ορισμένα πράγματα δεν γίνονται, ασφαλώς, από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά δεν γίνεται να μην προβληματίζει το ότι ακόμη και σήμερα η κυβερνητική σύμπραξη καθεαυτή, πετυχημένη ή όχι, ανάμεσα σε πρώην μονομάχους γίνεται αντιληπτή από άλλους ως πολιτική ανορθογραφία που δεν πρέπει για κανέναν λόγο να επαναληφθεί και από άλλους ως αμάρτημα καθοσιώσεως που στιγματίζει ανεξίτηλα τους «προθύμους». Και προβληματίζει ακόμη περισσότερο όταν στον άμεσο ορίζοντα διαγράφεται όλο και πιο καθαρά ένα ανάλογο ενδεχόμενο.
Προβληματίζει το γεγονός ότι, σε πείσμα τόσων συσσωρευμένων εμπειριών, ο δημόσιος λόγος καταφέρνει ακόμη να εγκλωβίζεται σε χαμαίζηλες περιπτωσιολογίες που κρατούν τη μεγάλη εικόνα σε συσκότιση.
Δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικό το ότι η Κεντροαριστερά, που θέλει με έμφαση να βλέπει τον εαυτό της ως κρίσιμο και απαραίτητο έρμα για την ευστάθεια του πολιτειακού σκάφους, άλλοτε ηδονίζεται με το χόμπι της συγκέντρωσης υπογραφών, άλλοτε αναρωτιέται αν της έλαχε ιδεολογικός αστιγματισμός και άλλοτε οργανώνει ημερίδες αυτομαστίγωσης.
Δεν είναι ευοίωνο το ότι, τέσσερα-πέντε χρόνια μετά, η αυτοκριτική εγρήγορση και η συναίσθηση της δικής μας ηθικής και φυσικής αυτουργίας μοιάζει να υποτονίζεται την ώρα που παίρνει το πάνω χέρι η αντίληψη ότι οργανωμένα σαδιστικά δίκτυα «εκεί έξω» βυσσοδομούν για να συνεχίσουν την κηδεμόνευσή μας απλώς και μόνον χάριν κηδεμονεύσεως.
Δεν είναι ευοίωνο το ότι με την προοπτική της κυβερνητικής ευθύνης πιο κοντά από ποτέ, η αξιωματική αντιπολίτευση λανσάρει ένα πρόγραμμα πολιτιστικής πολιτικής που θυμίζει έντονα τις θεωρητικολογικές πόζες και τα αρχοντοχωριάτικα νεφελογραφήματα του «Λαλιωτισμού».
Δεν είναι ευοίωνο το ότι η απέχθεια για την ελεεινή ιστορία της πολιτικής και αναρχικής βίας στη χώρα μοιάζει όλο και περισσότερο να εκτονώνεται αποκλειστικά στην καθαρτήρια απόμαξη της χρυσαυγίτικης φλύκταινας ενώ η Αριστερά συνεχίζει να μονοπωλεί το μαρτυρολόγιο της δημοκρατίας επικαιροποιώντας κάθε φορά τα πορτρέτα των πεσόντων.
Και δεν είναι ευοίωνο ακριβώς επειδή τέτοια μονοπώληση σε χρόνια περασμένα είναι ένας (κατά κανόνα αποσιωπούμενος) από τους παράγοντες που δημιούργησαν τη φλύκταινα.
Και είναι δυσοίωνο το ότι, ως φαίνεται, όλο και περισσότεροι ετοιμάζονται να τιμήσουν ένα γνωστό εγχώριο έθιμο σύμφωνα με το οποίο δεν υπερψηφίζεις τους επόμενους αλλά καταψηφίζεις τους παρόντες –μόνο που τώρα υπάρχει σοβαρή πιθανότητα το έθιμο να αποδειχθεί αναντίστοιχο με το περιώνυμο «διακύβευμα».
Τέσσερα-πέντε χρόνια μέσα στη στενωπό θα έπρεπε ίσως να επενεργήσουν πιο σωφρονιστικά. Ισως κάπου, με κάποιον τρόπο, σε κάποιον βαθμό να το έχουν ήδη κάνει και να χρειαζόμαστε περισσότερη προοπτική για να το νιώσουμε. Ισως η αίσθηση του «εντός και επί τα αυτά» να αδικεί λίγο τις κυβερνητικές προσπάθειες απλώς και μόνο επειδή, σαν τον άτυχο έρωτα, προσφέρει πάντα περισσότερο δράμα και εμπορικότητα. Ισως. Σίγουρα, όμως, η πρόοδος στα κεφάλαια που επισημάνθηκαν πιο πάνω είναι κάθε άλλο παρά χειροπιαστή. Και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι τέτοια πρόοδος προβλέπεται σε προγράμματα με «προοδευτικό πρόσημο» –τουλάχιστον μέχρι νεωτέρας διευκρινίσεως.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ