Μικρές φόρμες. Ευέλικτα σχήματα και ομάδες σε διαρκή κίνηση. Πρότζεκτς που στηρίζονται στη συνύφανση όλων των τεχνών χωρίς το κόστος τους να είναι υψηλό, δυσβάσταχτο, ούτε το ύφος τους μεγαλεπήβολο, ματαιόδοξο. Τόποι και χώροι για τις καλλιτεχνικές δράσεις, αναπάντεχοι και αντικομφορμιστικοί. Ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες και θεατρικός ακτιβισμός με παρεμβάσεις και δράσεις που τα χαρακτηρίζουν η οξύτητα και η παρρησία καθώς η αισθητική, ο πολιτικός λόγος και οι κοινωνικές θεματικές συνδιαλέγονται αναμεταξύ τους. Σήμερα υπάρχουν τόσες μετατοπίσεις στο πεδίο των τεχνών και τόση κινητικότητα στον κόσμο των καλλιτεχνών που το ελληνικό τοπίο της καλλιτεχνικής έκφρασης, τα φεστιβάλ ειδικότερα, από το Ελληνικό Φεστιβάλ μέχρι τις υπόλοιπες φεστιβαλικές παρουσιάσεις, διάσπαρτες το καλοκαίρι ανά την Ελλάδα, μοιάζουν με κινούμενη άμμο. Ενώ όλες αυτές οι ζυμώσεις, οι καινούριες προτεραιότητες, οι ανακατατάξεις και οι μετασχηματισμοί έχουν για φόντο την επικρατούσα οικονομική δυσπραγία.
Μπορεί μια σκληρή οικονομική πραγματικότητα όπως αυτή που αντιμετωπίζουμε στην Ελλάδα σήμερα να επιδράσει στον χώρο της τέχνης ευεργετικά; Μια τέτοια προκλητική ερώτηση αντλεί τη νομιμοποίησή της όχι μονάχα από την εμπειρία του παρελθόντος, αφού κατά καιρούς και στις πιο δύσκολες για την ανθρώπινη κοινότητα περιόδους, κάτω επίσης και από τις πιο αντίξοες οικονομικές συνθήκες, η τέχνη κατάφερνε να βρίσκει διόδους και να επινοεί διεξόδους, αλλά και από την παρατήρηση των τωρινών δύσκολων περιστάσεων: καθώς μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο της ελληνικής οικονομικής κρίσης η τέχνη επιμένει να εμφανίζεται θεαματικά παραγωγική. Ασκώντας ευρηματικά τον παρεμβατικό στην κοινωνία ρόλο της, άλλοτε με πνεύμα κριτικό, συχνά σαν πολιτική διαμαρτυρία, καμιά φορά πάλι σε τόνους παραμυθίας, και παράλληλα διατηρώντας την αισθητική αυτονομία της. Αυτήν που της επιτρέπει να εμφανίζεται αυτάρκης, αεικίνητη, ακμαία και που της εξασφαλίζει την προνομιακή διαφοροποίηση από τις άλλες δραστηριότητες και πρακτικές της καθημερινής ζωής.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η καλλιτεχνική εργασία έχει ως βασική προϋπόθεση το χρήμα και ότι κυνηγάει απ’ όπου μπορεί τα απαραίτητα για την πραγμάτωσή της οικονομικά μέσα. Ομως η τέχνη αυτή καθεαυτή δεν υποτάσσεται στην οικονομική λογική. Συνιστά μιαν υπερβατική, δημιουργική διαδικασία που καθώς αποβλέπει να εκφράσει βαθύτερες ανάγκες, να επεξεργαστεί και να δώσει μορφή σε ατομικές και συλλογικές συγκινήσεις, βρίσκει τη δικαίωσή της πέρα από τον οικονομικό παράγοντα. Γι’ αυτό και ενσωματώνει όπως κάθε θεμελιακή έκφανση πολιτισμού πολλά στοιχεία μη ορθολογικά, γι’ αυτό και προστρέχει όπως κάθε τελετουργία στο παράλογο ξόδεμα, στην αντιοικονομική δαπάνη. Βλέπουμε λοιπόν στις μέρες μας να εκδηλώνονται στη δοκιμαζόμενη Ελλάδα πολυάριθμες καλλιτεχνικές αναζητήσεις, δυναμικές και απαιτητικές. Παρά την περιορισμένη χρηματική υποστήριξη από το κράτος, κι ενώ η παγκοσμιοποίηση, οι ελεύθερες αγορές προβάλλουν στον ορίζοντα της τέχνης σαν άμεση πλέον απειλή, οι καλλιτεχνικές προτάσεις και εμπειρίες, ιδιαίτερα των νέων, εντυπωσιάζουν με την ποσότητα, το ποιοτικό επίπεδο, την ποικιλία, την πολυμορφία τους.
Η ανάδειξη της μικρής, εύχρηστης φόρμας είναι ίσως το πιο ελπιδοφόρο μήνυμα που αντιπαραθέτουν οι δημιουργοί στο κλίμα της ένδειας και των περικοπών. Η ίδια η απουσία χρηματικών ανέσεων επηρεάζει ως ένα βαθμό αυτή την επιλογή τους. Κάτω από την πίεση των αρνητικών οικονομικών δεδομένων, υποχρεώνεται η φαντασία, ατομική και ομαδική, να δουλέψει με άλλους όρους και να εφεύρει μια πορεία με περισσότερη συλλογικότητα, αλληλεγγύη, διάθεση για πειραματισμό όχι μονάχα όσον αφορά τις φόρμες αλλά και τις από κοινού διαδικασίες. Τα περιβάλλοντα που ευημερούν, αφήνουν συχνά πολλά περιθώρια για εφησυχασμό, κομφορμισμό, ακόμη και αποτελμάτωση. Ετσι μεγάλοι πολιτιστικοί φορείς ενδέχεται να μην ξεφύγουν από τον κίνδυνο του εγκλωβισμού και σε περιόδους ευμάρειας να παγιδευτούν μέσα στην ίδια τους την εικόνα αναπαράγοντας ως πλούσιοι, επιδεικτικοί θεσμοί τον εαυτό τους.

Ομως οι μικρές φόρμες που υιοθετούνται σαν λύση μπροστά στα οικονομικά εμπόδια αποτελούν παράλληλα και μια μεγάλη αισθητική επιλογή. Λίγο πριν πεθάνει ο Μπρεχτ, αν και είχε έναν ισχυρό θεατρικό οργανισμό, το Μπερλίνερ Ανσάμπλ, πίσω του, έπλεκε το εγκώμιο των μικρών, ανεξάρτητων, ευέλικτων θεάτρων. Αυτών που ονόμαζε «θεατράκια» γιατί στην ανεξαρτησία και στον εύπλαστο χαρακτήρα τους διέκρινε μια προοπτική η οποία έλειπε από τους επιβλητικούς, δυσκίνητους θεσμούς. Αλλά κι ένας σπουδαίος δημιουργός του καιρού μας, ο Γουίλιαμ Κέντριτζ, δουλεύοντας για το φεστιβάλ του Aix-en-Provence το «Ταξίδι του χειμώνα» με τα λίντερ του Σούμπερτ, επικαλείται την ευθυβολία και τη δύναμη της μικρής φόρμας.

Αν το διαδίκτυο και οι νέες πρακτικές που εμπνέονται από την τεχνολογική εξέλιξη είναι για τη σύγχρονη τέχνη του θεάτρου το ένα στοίχημα, τότε η ζωντανή επικοινωνία ανάμεσα στον ομιλούντα και τον ακροατή, τον περφόρμερ και τον θεατή, είναι σαν αποκαθαρμένη, λιτή εμπειρία ακούσματος και θέασης το άλλο. Οι λέξεις, τα κείμενα, τα ντοκουμέντα, οι καταθέσεις λόγου, σε ατόφιους, απογυμνωμένους χώρους, αναβαθμίζονται κατά τη στιγμή της θεατρικής συνάντησης καθώς η τελευταία διαδραματίζεται απαλλαγμένη από την κατακλυσμιαία ροή των κατασκευασμένων εικόνων και ήχων η οποία επικρατεί σε κάθε υπερθέαμα. Οσες ελληνικές καλλιτεχνικές προτάσεις δεν καθηλώνονται στα γνωστά και σίγουρα πρότυπα αλλά στέκονται με περιέργεια, προσοχή και τόλμη απέναντι στο καινούριο, αυτές διαθέτουν την εξωστρέφεια εκείνη που θα τους επιτρέψει τόσο να κάνουν αισθητή την παρουσία τους όσο και να διεκδικήσουν το δικό τους κοινό, προερχόμενο από τις διάφορες κατηγορίες κοινού οι οποίες συγκροτούν μιαν ακόμη κινούμενη άμμο της εποχής μας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ