Ο τίτλος (έμμεσο δάνειο από την προδρομική στον καιρό της ταινία του Φρίαρς «Ωραίο μου πλυντήριο») παραπέμπει σε πρόσφατη και πρόσκαιρη επιστροφή μου σε κάτι που μου λείπει εδώ και κάμποσα πια χρόνια –για την ακρίβεια δεκαεπτά. Μιλώ για την καθημερινή διδασκαλία μέσα στην αίθουσα –την εποχή εκείνη με το τσιγάρο στο στόμα. Οπου οφείλονται τα περισσότερα από τα κείμενά μου, σοδειά ενός γόνιμου διαλόγου με μαθητές και φοιτητές. Τώρα τον διάλογο αυτόν τον ζω πια κατ’ εξαίρεση και όχι ολόκληρον, αλλά και έτσι είναι ευπρόσδεκτος.
Η τελευταία δοκιμή έγινε στη γενέθλια πόλη, στις 24 Φεβρουαρίου, μέρα Δευτέρα, βράδυ, στον προθάλαμο του Αρχαιολογικού Μουσείου, και μάλιστα με καταιγίδα. Η οποία δεν εμπόδισε να μαζευτούν κάπου διακόσιοι πρόθυμοι ακροατές, προκαλώντας αυτόματο αίσθημα ευγνωμοσύνης, αποτυπωμένο στην επιφώνηση: «ωραίο μου δασκαλίκι» –το «μου» πάντως δεν είναι εδώ κτητικό, μάλλον για γενική ηθική πρόκειται. Η πρόσκληση έφτασε στα χέρια μου από τον ΦΙΛΟΛΟΓΟ, «Σύλλογο Αποφοίτων της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης», που έχει (μαζί με το ομώνυμο περιοδικό) την ιστορία του, στην οποία ενέχομαι προσωπικά. Ανοίγω πληροφοριακή παρένθεση:
Σύλλογος και περιοδικό ιδρύθηκαν στη φάση της προδικτατορικής μεταρρύθμισης, που την προώθησε ο Γεώργιος Παπανδρέου, μετά την οριστική εκλογική νίκη της Ενωσης Κέντρου τον Φεβρουάριο του 1964. Με εμπροσθοφυλακή το ζεύγος «Παπανούτσου – Κακριδή» που, σε χρόνο ρεκόρ, προχώρησε σε μεταρρύθμιση του σχολικού προγράμματος, αρχίζοντας από το Γυμνάσιο, όπου καθιερώθηκε, για πρώτη φορά, η διδασκαλία αρχαίων κειμένων από μετάφραση στη δημοτική. Παράλληλα ιδρύθηκε και άρχισε συστηματικά να δουλεύει το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο με πρόεδρο τον Κακριδή, έχοντας πλάι του συμβούλους και παρέδρους με επιστημονική επάρκεια και ανοιχτό μυαλό.
Η αντιμεταρρυθμιστική πολεμική της Φιλοσοφικής Σχολής και της Ακαδημίας Αθηνών υπήρξε ακαριαία και έντονη. Τότε, οργανώνοντας την άμυνά μας στη Θεσσαλονίκη, ιδρύσαμε τον Σύλλογο Αποφοίτων της Σχολής και στήσαμε, εν ριπή οφθαλμού, το περιοδικό ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ, που το σχεδίασε άψογα και δίχως αμοιβή ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Ωσότου η χούντα του ’67 μας διέλυσε –και όχι μόνον. Κλείνει εδώ η παρένθεση και επιστρέφω στα συμφραζόμενα του μαθήματος, για το οποίο μίλησα στην αρχή.
Ενταγμένο στα «Φιλολογικά Βραδινά» του Συλλόγου είχε τον τίτλο «Η Ιλιάδα και οι εκπαιδευτικές της τύχες». Από εκεί ξεκίνησα, ομολογώντας εξαρχής τις επιφυλάξεις μου για τον χρόνο, τα μέσα και τη μέθοδο διδασκαλίας της στη δεύτερη τάξη του Γυμνασίου. Επιμένοντας πρώτα στο λάθος χρόνου, που είναι ίσως και το σοβαρότερο, προδήλωσα απερίφραστα πως θεωρώ πρόωρη τη διδασκαλία του θεμελιακού αυτού έπους στη δεύτερη τάξη του Γυμνασίου, γιατί κινδυνεύει να παρεξηγηθεί κατάφωρα. Να διαφύγει προπαντός ο προδρομικός του χαρακτήρας σε τρία τουλάχιστον βασικά επίπεδα: μύθου, πλοκής και ιδεολογίας. Επ’ αυτού όμως περισσότερα την άλλη Κυριακή. Προς το παρόν λίγα λόγια για τα ελαττωματικά μέσα διδασκαλίας ενός έπους, που εκτός των άλλων, προοικονόμησε την τραγωδία.
Στα μέσα προέχουν η επιλεγόμενη κάθε φορά μετάφραση της ομηρικής Ιλιάδας και η προσαρμογή της στη σχολική της χρήση. Για κάποιους, αμφίβολης σημασίας, λόγους, εδώ και κάμποσα χρόνια, αντικαταστάθηκε η μετάφραση Καζαντζάκη – Κακριδή από τη μετάφραση Πολυλά, στη μεταθανάτια δημοσίευση του 1923. Υπογραμμίζω εξαρχής ότι ο Ιάκωβος Πολυλάς (γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1825, όπου και απεβίωσε το 1896) αποτελεί αναμφισβήτητα σημαντική μορφή των νεοελληνικών γραμμάτων, με θεμελιακές συμβολές στις σολωμικές σπουδές. Πολύγλωσσος (έμαθε καθ’ οδόν ιταλικά, γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά και αρχαία ελληνικά), μετέφρασε, προς ενημέρωση του Σολωμού, κείμενα του Γκαίτε, του Σίλλερ και του Χέγκελ, και δημοσίευσε, όσο ζούσε, μεταφράσεις της Τρικυμίας (1855) και του Αμλετ (1889) του Σαίξπηρ, αλλά και της ομηρικής Οδύσσειας (1875-1881), αφήνοντας στα κατάλοιπά του τη μετάφραση της Ιλιάδας.
Επέμεινα στα γραμματολογικά αυτά δεδομένα, ως σύσταση της πρωτότυπης και μεταφραστικής παραγωγής του Πολυλά, στην οποία ανήκουν και οι μεταφράσεις των δύο ομηρικών επών, σε ιδιόρρυθμη, κάπως μεικτή, γλώσσα, όχι πάντως λογοτεχνικά αδιάφορη. Ωστόσο η όψιμη και (ανέκδοτη όσο ζούσε ο ίδιος) μετάφραση της Ιλιάδας παρουσιάζει πρόσθετα προβλήματα μεταφραστικής ακρίβειας, τα οποία μειώνουν την όποια ιστορική της σημασία και καθιστούν επίμαχη την επιλογή της για σχολική χρήση. Η οποία πραγματοποιείται κατά βάση με το οικείο σχολικό εγχειρίδιο της Ζωής Σπανάκου, επικυρωμένο από το «ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ» (!)
Περί αυτού όμως και περί αυτών προσεχώς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ