Γκαίτε, Φάουστ, στ. 4611
Μία και μόνη πρόταση: «Εφόσον δεν υπάρχει αθώα ανάγνωση, ας ομολογήσουμε ποια ανάγνωση μας βαρύνει». Και αμέσως τίθεται σε όλους μας, που διαβάζουμε και γράφουμε δημόσια, το αυτονόητο: η ανάγνωση που μας βαρύνει είναι ιδιοτελής. Και όταν ακόμη το «ίδιον» είναι «καθαρό», το ιδιοτελές του (πλην εξαιρέσεων) επιβάλλεται εντελώς. Τι σημαίνει όμως διαβάζω και γράφω υπό την ιδιοτέλεια του δημόσιου (κριτικού) λόγου;
Προηγουμένως ας συμφωνήσουμε πως ο λόγος αυτός δεν είναι δημιουργικός (ο Γκαίτε γράφει επ’ αυτού στον Φάουστ: «Αλλοι χορεύουν και αυτός εκφέρει κρίση»). Και όταν δεν επινοεί νέες έννοιες, ο λόγος αυτός δεν είναι καν στοχαστικός. Και εάν επιτυγχάνει, είναι διότι αποσιωπά την ιδιοτέλεια που τον καθιστά λειτουργικό. Επιπλέον, ενώ στο έργο υπάρχει κάτι τι που δεν περιγράφεται και τυγχάνει ορατό ως αόρατο, στον κριτικό λόγο όλα είναι ορατά. Η «καθαρή ματιά» παρακάμπτει το έργο, διότι η ιδιαίτερη σχέση που θα επέτρεπε σε κάποιον να ισχυριστεί πως εκείνο που δεν βλέπει είναι ακριβώς αυτό που βλέπει, δεν τίθεται καν ως σχέση με το κρινόμενο αλλά ως μια κρυπτική ιδιοτροπία άνευ σημασίας για την κριτική. Οποιος όμως κατανοήσει ότι η διεισδυτικότητά του προέρχεται από μια αυτοπάθεια ως προς το μη ορατό και το «ανεπίκριτο», όποιος δηλαδή παραδοθεί στη σχέση που θα τον άφηνε να αναγνωρίσει πως εκείνο που βλέπει είναι ό,τι δεν βλέπει, τότε αυτή η ευεργετική αβλεψία έχει τη θέση της οξυδερκέστερης βλέψης. Μάλιστα, το γενναιόδωρο αποτέλεσμα που επιφέρει φαίνεται ικανό να ανατρέπει τις βεβαιότητες μιας ανοιχτομάτας, υποτίθεται, γραφής. Και αυτό συμβαίνει διότι το μη ορατό υπάρχει ήδη στο πεδίο του ορατού.
Και θέλω να πιστεύω πως αν κατανοήσουμε την ιδιωματική (και ιδιομματική) σχέση αυτής της όρασης με την τυφλότητα, θα έχουμε προ οφθαλμών το πρόβλημα: το τυφλό σημείο του έργου μάς γνέφει από εκεί όπου ξεκινά και η αντίσταση του έργου απέναντι στον εαυτό του.
«Το μάτι δεν έγινε ακόμη μάτι». Αυτή την αινιγματική ρήση του Νίτσε ενοφθάλμισε ο Μιχαήλ Μαρμαρινός στη ματιασμένη παράσταση του Φάουστ. Οποιος την είδε, δεν την είδε, αν δεν την ξαναείδε. Και, όπως στην ανάγνωση, που οφείλουμε να επανερχόμαστε ξανά και ξανά, έτσι και ο Μαρμαρινός «ξαναδιάβασε» με τη σκηνοθεσία του το κείμενο του Γκαίτε.
Φάνηκε, θαρρώ, όταν τα δάχτυλα του Φάουστ ανασηκώνουν προσεκτικά στη μινιατούρα της κάμαρας της Μαργαρίτας ένα μικροσκοπικό σεντόνι από χαρτί σαν σελίδα που ενέθεσε ο σκηνοθέτης στις σελίδες του βιβλίου του Γκαίτε.
Στο «Κρίθηκε!» του Μεφιστοφελή, μια Φωνή από ψηλά απαντά: «Σώθηκε!».
ΥΓ. Από τι σώθηκε ο Μαρμαρινός; Η απάντησή μου είναι από το λίπος των αναπαραστάσεων, τη χοληστερίνη των ειδημόνων και το έμφραγμα των ζωοφίλων. Ο μαύρος αδύνατος σκύλος απεσύρθη και επανήλθε δριμύτερος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ