Επιστροφή στα βασικά. Στην προπαίδεια. Λένε ότι προσκολλημένος στο παρελθόν είναι εκείνος που νιώθει ότι δεν έχει από κάπου αλλού να πιαστεί, που δεν εκφράζει καμία ελπίδα σε χρόνο ενεστώτα ή, έστω, μέλλοντα. Ξαφνικά παρατηρείται μια στροφή 180 μοιρών στο παρελθόν. Λες και είμαστε συνεννοημένοι, όλοι μαζί, ανακαλύψαμε τη νοσταλγία και την ανακηρύξαμε σε εθνικό μας στάτους, την κάναμε σημαία. Οι νέες γενιές μιλάνε σαν παππούδες που αναπολούν άλλες εποχές, άλλες μουσικές, άλλον τρόπο ζωής. Τι μας έπιασε ξαφνικά; Από εκεί που θέλαμε όλα να είναι του κουτιού, από το σπίτι μέχρι τα ρούχα μας, και να είμαστε οι πρώτοι που θα διαβάσουν ένα βιβλίο ή θα ακούσουν ένα συγκρότημα που δεν το έχει ανακαλύψει ακόμη κανείς, τώρα πατάμε εμμονικά το rewind και πάμε προς τα πίσω;
Θεατρικές παραστάσεις βασισμένες σε έργα και γεγονότα άλλων εποχών, αναβίωση ειδώλων που θαύμαζαν οι γονείς των γονιών μας, διασκευές τραγουδιών που όταν πρωτοβγήκαν δεν μπορούσαμε καλά καλά να περπατήσουμε –πόσω μάλλον να χορέψουμε –αλλά και διαφημίσεις που στοχεύουν να σε πάνε πίσω και όχι μπροστά, όλα μάς δείχνουν ότι το παρελθόν λειτουργεί σαν δίχτυ ασφαλείας, όταν η στατικότητα της κρίσης σε έχει φτάσει στο χείλος του γκρεμού.
Αναζητώντας τη λήθη
Η ανάγκη για επιστροφή στο παρελθόν φάνηκε επιτακτική από την αρχή της σεζόν. Το εξαιρετικό «Ζ» της Εφης Θεοδώρου ανέβηκε πέρυσι στο Εθνικό και η εφετινή επανάληψή του έμελλε να συμπέσει με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Το έργο του Βασίλη Βασιλικού φωτίζει τα γεγονότα πίσω από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963 στη Θεσσαλονίκη. Στο τέλος κάθε παράστασης, όμως, οι θεατές είχαν την ανάγκη να αναστήσουν δύο πρόσωπα που έχουν πλέον περάσει στη νεότερη Ιστορία αυτού του τόπου: «Ο Λαμπράκης ζει! Ο Φύσσας ζει!», φώναζαν και χειροκροτούσαν. Εξωστρεφείς αντιδράσεις, που έχουμε συνηθίσει σε πιο λαϊκά θεάματα, έκαναν λοιπόν την εμφάνισή τους και σε πιο δύσκολες, απαιτητικές δουλειές.
Αν και η ζήτηση για την παράσταση ήταν ούτως ή άλλως αυξημένη, η Εφη Θεοδώρου είδε θεαματική αύξηση στις κρατήσεις μετά το τραγικό συμβάν. Η ίδια βρισκόταν κάθε βράδυ στο θέατρο και παρακολουθούσε συγκινημένη τον παλμό του κόσμου: «Αν και αρχικά περίμενα ότι συνοδοιπόροι της παράστασης θα ήταν άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας, μια και βρίσκονται πιο κοντά στα γεγονότα τού τότε, τελικά η παράσταση αγκαλιάστηκε πέρυσι, και κυρίως εφέτος, από νέους ανθρώπους. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα μάθημα Ιστορίας που δεν διδάσκεται στα σχολεία, αλλά στη θεατρική σκηνή, με τα πρόσφατα γεγονότα να μας κάνουν να μιλάμε, δυστυχώς, για αναβίωση. Οι άνθρωποι που πήγαιναν στην παράσταση ήταν ήδη αφυπνισμένοι, ωστόσο το “Ζ” τούς προβλημάτισε και τους ενδυνάμωσε».
Ολόκληρες φράσεις του έργου θυμίζουν τις σημερινές μαρτυρίες, είναι σαν να τις διάβασες πριν από λίγη ώρα στην εφημερίδα. Oπως όταν ακούμε στην παράσταση διά στόματος δημοσιογράφου: «Ετσι, λοιπόν, ήρθαν στο φως οι παρακρατικές οργανώσεις. Αυτές που ζούσαν με την επιείκεια της Αστυνομίας και με τα χρήματα των άδηλων πόρων του υπουργείου». Οι παράλληλοι κόσμοι των δύο δολοφονιών γίνονται όλο και πιο ανατριχιαστικοί στις ομοιότητές τους, όταν, για παράδειγμα, ακούς τον μονόλογο της γυναίκας η οποία χάνει τον άνδρα που αγαπά στο όνομα μιας ιδέας. Και όπως τονίζει η σκηνοθέτις, «φτάσαμε στο σημείο να δούμε τη σύντροφο του Παύλου Φύσσα πρωτοσέλιδο στην πιο τραγική στιγμή της. Μέχρι πέρυσι διστάζαμε να το ονομάσουμε έτσι, αλλά πλέον μπορούμε να μιλάμε για πολιτικό θέατρο».
Εκτός από το πολιτικό θέατρο, η επιστροφή στο παρελθόν γίνεται στις ημέρες μας και μέσα από πιο εμπορικά θεάματα, με πλήθος γνωστών ηθοποιών, πολυμελείς ορχήστρες, φανταχτερά σκηνικά και κοστούμια. Ο διευθυντής του Θεάτρου Badminton, Μιχάλης Αδάμ, είναι ο ηθικός αυτουργός πολλών εισπρακτικών επιτυχιών της τελευταίας τριετίας που πόνταραν στη νοσταλγία. Η παράσταση «Αναζητώντας τον Αττίκ» παίχτηκε στο χωρητικότητας 2.000 θέσεων θέατρο για 30 παραστάσεις και έκοψε 52.000 εισιτήρια, και για άλλες δέκα στη Θεσσαλονίκη, όπου συγκέντρωσε 12.000 θεατές –μαζί με την περιοδεία έφτασε αισίως περί τους 100.000 θεατές.
«Στη δουλειά μου λειτουργώ πάντα διαισθητικά, δεν καταφεύγω σε εταιρείες που κάνουν έρευνες για να μου πουν τι θέλει ο κόσμος αυτή την εποχή. Από την αρχή, ακόμη και στενοί συνεργάτες μου αμφισβήτησαν την απόφασή μου για τον Αττίκ. Μου έλεγαν “είσαι τρελός, θα μας καταστρέψεις –ποιος θα έρθει να δει τον Αττίκ!”. Και τελικά έγινε χαμός. Μας έκανε τεράστια εντύπωση ότι ήρθαν πολλά νέα παιδιά, ενώ περιμέναμε αποκλειστικά κόσμο μεγαλύτερης ηλικίας. Θυμάμαι έναν πιτσιρικά που βγαίνοντας από την παράσταση μου είπε: “Αυτός ήταν πιο ροκ απ’ όλους”».
Αντίστοιχη επιτυχία σημείωσε πέρυσι η επιθεώρηση «Θα σε πάρω να φύγουμε», με 60.000 εισιτήρια στην Αθήνα (30 παραστάσεις): «Ο κόσμος που πηγαίνει να δει μια επιθεώρηση στην ουσία αναπολεί την εποχή κατά την οποία ανθούσε αυτό το είδος, ενδιαφέρεται να κάνει μια βουτιά στον χρόνο», σχολιάζει ο κ. Αδάμ. Οσο για την παράσταση που βασίστηκε στη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη «Ποιος τη ζωή μου…», με τον ίδιο τον δημιουργό να ενορχηστρώνει από τις πρόβες ως την τελευταία λεπτομέρεια του έργου, οι θεατές στην Αθήνα και στους υπόλοιπους σταθμούς της περιοδείας έφτασαν τους 110.000.
Εχοντας μεγάλη πείρα στον χώρο του θεάματος, ο Μιχάλης Αδάμ τονίζει ότι «η έξαρση της νοσταλγίας σε μια κοινωνία έρχεται όταν η εποχή στην οποία ζεις δεν σε καλύπτει. Για παράδειγμα, στα 60s υπήρχε τέτοιος οργασμός δημιουργίας σε όλα τα επίπεδα, νέα μουσική, νέα κινήματα, που δεν είχες χρόνο να νοσταλγήσεις. Ζούσες στο παρόν, το σήμερα ήταν υπεραρκετό. Σε πιο ζορισμένες εποχές, ψάχνεις διεξόδους στο παρελθόν. Οταν ήμουν 30 ετών, πίστευα ότι μπορώ να τα φέρω όλα τούμπα. Σήμερα δεν πιστεύει κανείς σε τίποτα. Και στα 70s μπορεί να ζούσαμε και με πολύ λιγότερα χρήματα, νιώθαμε, όμως, ότι θα συμβούν πράγματα, υπήρχε τεράστια ενέργεια».
Θεωρεί χαρακτηριστική περίπτωση αυτού του φαινομένου και το ανέβασμα του μιούζικαλ «Cabaret» στο Μέγαρο Μουσικής: «Το νέο, το φρέσκο, το εμπνέεσαι από κάπου, από αυτά που συμβαίνουν γύρω σου. Η αδράνεια σε αναγκάζει να κοιτάξεις προς τα πίσω για έμπνευση. Το “Cabaret” είναι πλέον πολύ κλασικό έργο, είναι σαν να πηγαίνεις να ακούσεις την “Ενάτη” του Μπετόβεν. Είναι, όμως, και πολιτικά επίκαιρο, αφού διαδραματίζεται την εποχή της ανόδου του ναζισμού. Μας θυμίζει κάτι;». Η πρεμιέρα του μιούζικαλ που σκηνοθέτησε ο Κωνσταντίνος Ρήγος συνέπεσε χρονικά με τις συλλήψεις μελών της Χρυσής Αυγής. Οταν εμφανίστηκε επί σκηνής το πρώτο περιβραχιόνιο με σβάστικα, το σάστισμα του κοινού και οι ψίθυροι που ακολούθησαν ήταν εξίσου εκκωφαντικά.
Μελίνα – Αλίκη – Βέμπο
Στο σκεπτικό της αναβίωσης παλιών ειδώλων εντάσσεται, άλλωστε, και η παράσταση για τη ζωή της Σοφίας Βέμπο, με τη Μαρινέλλα –μία ακόμη καλλιτέχνιδα που πλέον συνδέει νεαρούς και γηραιούς φαν –στον ομώνυμο ρόλο. Τόπος φιλοξενίας και πάλι το Badminton, για 30 παραστάσεις, ενώ τον Μάρτιο το εγχείρημα θα μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη. Για ένα τόσο μεγάλο θέατρο, αν όλα πάνε καλά και κάνει επιτυχία, οι 30 παραστάσεις φέρνουν περίπου 60.000 θεατές, οπότε γίνεται απόσβεση. Η τιμή του εισιτηρίου έχει πλέον υποχωρήσει αισθητά και ο ιδιοκτήτης του θεάτρου δεν κρύβει ότι τα μαζικά θεάματα συντηρούνται κυρίως «από κοινό μιας κάποιας ηλικίας, από 55 και πάνω, που δεν αντιμετωπίζουν το άγχος της καθημερινής επιβίωσης». Χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι δεν περνούν το κατώφλι και νεότεροι θεατές.
Ο Τάκης Ζαχαράτος δεν ανακάλυψε χθες τις μιμήσεις εμβληματικών –και όχι μόνο –μορφών της τέχνης. Το κάνει εδώ και αρκετά χρόνια. Και το κάνει πολύ καλά, όπως απέδειξε πέρυσι με την παράσταση «I am what I am» που επανέρχεται για πέντε βραδιές (29/1-2/2) στο Παλλάς. Ο ίδιος έχει μια συγκινητικά ρομαντική προσέγγιση στο φαινόμενο της νοσταλγίας: «Οταν σου κόβουν το λουλούδι, πας αναγκαστικά στη ρίζα. Πολλά ξένα χέρια έπεσαν μαζεμένα στην Ελλάδα, έχουμε υποστεί τόση βία από το εξωτερικό, που ξαφνικά ψάχνουμε ένα ασφαλές μέρος να κοιμηθούμε και –γιατί όχι; –να ονειρευτούμε. Αυτό το μέρος είναι το παρελθόν και άνθρωποι όπως η Μελίνα, η Αλίκη, ο Χορν, η Παξινού, αλλά και η Μαρινέλλα, που σήμερα είναι στα καλύτερά της, φρουρούν τα σύνορα της Ελλάδας, μια και δεν υπάρχει κανείς άλλος να τα φυλάξει. Ολη αυτή η κατάσταση σε κάνει να νιώθεις σαν αριθμός. Τότε, όμως, στις εποχές που αναπολούμε, οι άνθρωποι είχαν ονόματα, ειδικότητες και μεράκι. Αργότερα, στα “ένδοξα” 90s, φάγαμε μια δεκαετία με καλλιτέχνες-φωτοτυπίες. Τότε συντηρούνταν με πατερίτσες, είχαν πίσω τους κανάλια, σπόνσορες, εκδότες. Χωρίς την ψεύτικη λάμψη μπαίνουν τα πράγματα στη θέση τους. Ποτέ δεν κατάφερα να μιμηθώ τις στάρλετ της φωτοτυπίας, ήταν όλες ίδιες, γι’ αυτό και δεν άντεξαν στον χρόνο. Ετσι κι εγώ επιστρέφω ξανά και ξανά στις παλιές».
Πορνογραφία της νοσταλγίας
Δεν είναι, όμως, μόνο το θέατρο στην Ελλάδα που προσπαθεί να πάει μπροστά με την όπισθεν, κοιτώντας προς τα πίσω. Είναι και η μουσική. Ο Γιώργος Μουχταρίδης, διευθυντής του Pepper 96,6, μας εξηγεί το φαινόμενο: «Υπάρχει ένας δημιουργικός κορεσμός αυτού που αποκαλούμε τα τελευταία 50 χρόνια ποπ κουλτούρα στη μουσική, στο σινεμά κτλ., που όσο πάει οξύνεται. Εφέτος είναι μια τραγική χρονιά για τη μουσική! Από τη δημιουργική έξαρση της δεκαετίας του ’60, φτάνουμε στο ναδίρ και στην κόπωση της δεκαετίας του 2010. Από την άλλη, πρέπει να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι η ποπ μουσική τείνει πλέον να γίνει κλασική. Αν ένα έργο του Μότσαρτ γνωρίζει 50, 100 επανεκτελέσεις, γιατί δεν μπορεί να γίνει το ίδιο και με τον Ντίλαν, τους Beatles, τους Stones;». Οσο για τις διασκευές και τα ρεμίξ παλαιότερων κομματιών που εξαπλώνονται σαν επικίνδυνος μύκητας, «υπάρχουν διασκευές και ρεμίξ που είναι άθλια, προκατασκευασμένα και ανέμπνευστα, και άλλα που φωτίζουν ένα κομμάτι από μία πλευρά την οποία ο δημιουργός δεν είχε δει, και έτσι ο διασκευαστής γίνεται συνδημιουργός».
Αλλά και στην ελληνική μουσική σκηνή, οι επιχειρηματίες ποντάρουν στις κλασικές αξίες: η Ελευθερία Αρβανιτάκη ξανασυναντά την Αλκηστη Πρωτοψάλτη, η Χάρις Αλεξίου την Τάνια Τσανακλίδου, ο Σταύρος Ξαρχάκος την Ελένη Βιτάλη και τραγουδούν ρεμπέτικα, ο Νίκος Πορτοκάλογλου επίσης τραγουδά ρεμπέτικα, την ίδια στιγμή που νέες, ενδιαφέρουσες φωνές, όπως η Νατάσσα Μποφίλιου, προτιμούν να κάνουν περιορισμένες εμφανίσεις τα Σάββατα και από εκεί και πέρα να οργώσουν με εμφανίσεις την επαρχία.
Εχει αποδειχτεί ότι η νοσταλγία κυριεύει όλες τις χώρες που καταρρέουν. Είναι το κύριο χαρακτηριστικό της πτώσης, η άλλη όψη της οικονομικής κρίσης. Oπως επισημαίνει ο κοινωνιολόγος Βασίλης Σχοινάς, «ένας λαός υπό χρεοκοπία αναπτύσσει πορνογραφική σχέση με τη νοσταλγία. Του γίνεται εμμονή, την αναζητεί παντού. Στα ακούσματά του, στα ρούχα και στα έπιπλά του, σε όλα. Η νοσταλγία της κοινωνίας είναι ό,τι και ο παλιμπαιδισμός για έναν ενήλικο που αρνείται να μεγαλώσει και να αναμετρηθεί με τις ευθύνες που του αναλογούν. Ξαφνικά, κόσμος στο άνθος της ηλικίας και της δημιουργικότητάς του βλέπει ένα παλιό λογότυπο της Δέλτα σε ένα ξεχασμένο ψιλικατζίδικο και παθαίνει ντελίριο. Γυναίκες που άλλοτε ντύνονταν με την τελευταία λέξη της μόδας τώρα το έχουν γυρίσει στα vintage ρούχα και αξεσουάρ και σου δίνουν την αίσθηση ότι έχουν βγει από βεστιάριο. Αλλά και τα ίδια μας τα σπίτια θυμίζουν παράρτημα της πλατείας Αβησσυνίας: αυτά που πίσω στα 90s αποκαλούσαμε παλιατζούρες, τώρα τα περνάμε ή μας τα περνούν ως άποψη. Είναι κατ’ ουσίαν υλικά καταφύγια από έναν κόσμο και μια εποχή που μας χτυπάει αλύπητα. Και σαν μικρά παιδάκια, θέλουμε τη μαμά μας, ντυνόμαστε όπως η μαμά μας, στολίζουμε το σπίτι όπως η μαμά μας».
Μια χώρα στη μηχανή του χρόνου
Η διαφήμιση ακολουθεί με τη σειρά της αυτή την τάση για νοσταλγία, είτε με ολόκληρα σενάρια που παραπέμπουν στα παιδικά μας χρόνια, είτε σε φιγούρες συμπαθέστατων γερόντων που έρχονται να λανσάρουν κάτι νέο με την πείρα του παλιού, είτε με μια ρετρό αισθητική στη φωτογραφία των σποτ και στα αντικείμενα-κλειδιά που χρησιμοποιούνται, όπως κασέτες, τηλέφωνα με ακουστικό και καλώδιο, ρούχα άλλων δεκαετιών κ.ά. Ο Τάκης Λιαρμακόπουλος, αντιπρόεδρος της εταιρείας Spot JWT Athens, επιμένει, ωστόσο, ότι το να μένουμε προσκολλημένοι στο παρελθόν δεν θα μας βγει σε καλό: «Αν δεν εφεύρεις καινούργιες λύσεις, δεν θα είσαι παρά ένας μιμητής της νοσταλγίας του παρελθόντος. Ωραίο το παλιό ως αρχικό ερέθισμα, αλλά, αν το κάνεις σημαία, σαν να είναι η μόνη σου επιλογή, είναι λάθος. Πρέπει να συνεχίσεις να βρίσκεις νέα πράγματα, ακόμη και αν θεωρηθούν αρχικά τόσο πρωτοποριακά, που κανείς δεν θα σε καταλάβει και ίσως κάνει και πλάκα μαζί σου. Είμαστε, όμως, υποχρεωμένοι να βρούμε τις νέες τάσεις, ένας άνθρωπος που λειτουργεί μέσα από τις ιδέες πρέπει να εξελίσσεται διαρκώς. Πρέπει να κοιτάμε μπροστά λοιπόν. Δεν μπορούμε να μείνουμε μια ζωή στα πατίνια με τα ρουλεμάν που τα φτιάχναμε μόνοι μας όταν ήμασταν μικροί».
Οσο για τον τηλεοπτικό συνάδελφo του Τάκη Λιαρμακόπουλου, τον εμβληματικό Ντον Ντρέιπερ από την αμερικανική σειρά «Mad Μen», όταν καλείται να πουλήσει το κόνσεπτ για διαφήμιση της Kodak σε σκληροπυρηνικούς πελάτες, το κάνει με τον καλύτερο τρόπο. Τα φώτα στην αίθουσα συσκέψεων σβήνουν και ο προτζέκτορας προβάλλει φωτογραφίες από την παιδική ηλικία και τον γάμο του. Με φωνή που σε υπνωτίζει, λέει: «Ο βαθύτερος δεσμός του καταναλωτή με το προϊόν είναι η νοσταλγία. Είναι μια μηχανή του χρόνου, ένας πόνος από μια παλιά πληγή στην καρδιά σου, πιο επώδυνη κι από την ίδια την ανάμνηση. Σε πηγαίνει σε ένα μέρος που λαχταράς να ξαναπάς. Η νοσταλγία δεν είναι ο τροχός που πάει ευθεία. Είναι το καρουσέλ που σε γυρνάει ξανά και ξανά στο ίδιο σημείο. Σε ένα μέρος όπου ξέρεις ότι είσαι μόνος, αλλά δεν σε νοιάζει». Τα φώτα ανάβουν, οι σκληροπυρηνικοί πελάτες έχουν βουρκώσει, ο πολυμήχανος Ντρέιπερ κατάφερε να πάρει τη δουλειά πουλώντας τις αναμνήσεις του. Τόσο απλά.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



