«Χαιρετάμε κάποιον, ενώ δεν μας ενδιαφέρει αν θα ζήσει ή αν θα πεθάνει. (…) Υποσχόμαστε στους γνωστούς μας ότι θα είμαστε πάντα φίλοι τους και δεν βλέπουμε την ώρα να φύγουμε μακριά τους. Οταν κάνουμε δώρα στενοχωριόμαστε για τα λεφτά που δίνουμε. Μιλάμε και γελάμε φιλικά με ανθρώπους τους οποίους πίσω από την πλάτη τους κατηγορούμε και βρίζουμε. Δεν υπάρχει αλήθεια στην κοινωνική ζωή, που είναι το συμπλήρωμα της προσωπικής μας ζωής. Μα όσο και αν ενοχλούμαστε με όλα αυτά, τα επιδιώκουμε εμείς οι ίδιοι».

Στο κλασικό βιβλίο «Τα κατά συνθήκην ψεύδη του πολιτισμού μας» ο Μαξ Νορντάου καταγράφει (το 1883!) τη διαστρέβλωση της αλήθειας ως θεμέλιο της (συν)ύπαρξής μας. Πρώτα αναλύει τις θρησκευτικές κατασκευές, τον γάμο που «θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά ψεύδη», τις απάτες του υλιστικού πολιτισμού μας και το ύψιστο ψέμα στο οποίο βασίζεται ο Τύπος: ότι εκφράζει τη λεγόμενη «κοινή γνώμη», ενώ επί της ουσίας (προσπαθεί να) τη διαμορφώνει. Και στο τέλος αφιερώνεται σε «διάφορα μικρά ψεύδη» που συγκροτούν την ακατάσχετη ψευδολογία (η οποία γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στα αθώα, χιλιοειπωμένα ψέματα ρουτίνας και στην ψυχοπαθολογία της μυθομανίας) που ορίζει και τον δημόσιο βίο και την ιδιωτική σφαίρα. Ας το παραδεχθούμε, δεν μας κατατρώγουν τα ψέματα, εμείς τα αναμασάμε.

Η καταγωγή του ψέματος

Θα πρέπει να καθήσουμε στο ντιβάνι και να γυρίσουμε πολύ πίσω. Οταν θυμάμαι τη μαμά μου να με πρωτορωτάει «πόσο μ’ αγαπάς;» (με αγωνιώδη προσμονή να ακούσει την απάντηση που ενστικτωδώς ήδη γνωρίζει), θυμάμαι και τον εαυτό μου να της απαντά «μέχι τον ουνανό» – διότι ήμουν σε ηλικία που δεν έλεγα καν το «ρ»: «Αυτό το (πολύ ανθρώπινο) ερώτημα (δεν υπάρχει παιδί στο οποίο να μην το έχουν απευθύνει) είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα για να καταλάβουμε ότι το ψέμα είναι συνυφασμένο με τη ζωή μας, το μεγάλωμά μας, την παιδεία μας» λέει η Φωτεινή Τσαλίκογλου, συγγραφέας και καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, και εξηγεί: «Δίχως να το σκεφτεί ή να το εξετάσει ιδιαίτερα, το παιδί παρακινείται να πει «ναι, σ’ αγαπώ πολύ» για να μη δυσαρεστήσει κανέναν».

Και αργότερα, ο τόνος της μητρικής ή πατρικής φωνής αλλάζει, το ένα χέρι μπαίνει στη μέση και το άλλο υψώνεται με τον δείκτη τεντωμένο προς το «πρότυπο» της διπλανής πόρτας: «Είδες τον Γιώργο;», «ξέρεις τι έκανε η κόρη της Μαρίας;», «πάρε παράδειγμα και λίγο από τον τάδε». Ολες αυτές οι γονεϊκές υποδείξεις παροτρύνουν το παιδί να εξελιχθεί σε αρεστό μίμο κάποιου άλλου. «Σιγά σιγά χτίζεται με επιμέλεια αυτό που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως «ψευδή εαυτό» ή «δήθεν προσωπικότητα», δηλαδή μια προσωπικότητα ξένη, αποκομμένη από την πραγματικότητα των συναισθημάτων του ίδιου του ατόμου» επιμένει η Φωτεινή Τσαλίκογλου. Και κάπως έτσι το ψέμα γίνεται το νόμισμα για τις «εμπορικές συναλλαγές» των ανθρώπινων σχέσεων: σου προσφέρω ό,τι έχεις ανάγκη και κερδίζω την αρέσκειά σου.

Γιατί πατάμε την 9η εντολή

«Στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλές ανθρώπινες αξίες και η ειλικρίνεια είναι μόνο μία από αυτές. Πολλές φορές μια αξία έρχεται μάλιστα σε αντίθεση με κάποια άλλη και εμείς καλούμαστε να αποφασίσουμε ποια από τις δύο είναι περισσότερο σημαντική» μας λέει ο ισραηλινής καταγωγής Αμερικανός Νταν Αριέλι, συμπεριφορικός οικονομολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Ντιουκ, ο οποίος μελετά για χρόνια τον «ελαττωματικό ηθικό μας κώδικα», και συμπληρώνει: «Ας υποθέσουμε ότι έχετε έναν πολύ καλό φίλο μαζί με τον οποίο δίνετε κάποιες εξετάσεις και σας ζητάει να δει κάτι από εσάς για να βοηθηθεί. Σε αυτή την περίπτωση η τιμιότητα είναι πιο σημαντική από τη φιλία σας;».

Στο τελευταίο του βιβλίο υπό τον τίτλο «The (Honest) Truth About Dishonesty» (το οποίο κυκλοφόρησε προσφάτως από τις εκδόσεις HarperCollins και αναμένεται να κάνει πάταγο στις ΗΠΑ, όπως και τα προηγούμενα πονήματά του), ο Αριέλι συμπυκνώνει τα συμπεράσματά του για τα κίνητρα που μας ωθούν στην απάτη, όπως αυτά προκύπτουν από σχετικά πειράματα της τελευταίας δεκαετίας: Πολύ συνοπτικά, η πεποίθηση ότι ζυγίζουμε τα πιθανά οφέλη σε σχέση με τις επικείμενες συνέπειες για να αποφασίσουμε αν αξίζει τον κόπο να «κλέψουμε» είναι μάλλον λανθασμένη. Για παράδειγμα, αρκεί να υπάρχει κάποιο χρηματικό κέρδος για να μετατραπούμε σε απατεωνίσκους – τα περισσότερα λεφτά δεν αυξάνουν απαραίτητα τη ροπή μας προς την ψευδολογία. Οπως το ενδεχόμενο να μας πιάσουν στα πράσα δεν λειτουργεί ιδιαίτερα αποτρεπτικά.

Οσο για τα κηρύγματα περί ηθικής και τη διά βίου (θεωρητική) εξάσκηση στην τιμιότητα, αυτά δεν «πιάνουν» παρά μόνο αν τύχει να χτυπήσει κάποιο «καμπανάκι» ακριβώς τη στιγμή που αποφασίζουμε να ξεχάσουμε την καλή ανατροφή μας. «Ξέρετε, η καταδίκη σε θάνατο είναι πολύ σοβαρή ποινή, για την ακρίβεια είναι η χειρότερη που μπορεί να αποδοθεί. Ωστόσο έρευνες δεν αποδεικνύουν ότι η ύπαρξη θανατικής ποινής μειώνει τις εγκληματικές ενέργειες» υπερθεματίζει ο Αριέλι.

Η αίσθηση δύναμης και επιβολής, η (ψευδ)αίσθηση ότι είμαστε αρεστοί, αποδεκτοί και αγαπητοί, η ανάγκη να είμαστε «ευέλικτοι» σε έναν κόσμο που έχει ούτως ή άλλως εντάξει στον επικοινωνιακό του κώδικα το ψέμα, ακόμη και η τήρηση των περιβόητων «κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς» συνεπάγονται αναπόφευκτη υποκριτική δεινότητα εκ μέρους μας. Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη σχετίζεται με «τα ωφέλιμα ή «λειτουργικά» ψέματα τα οποία σχετίζονται με τη φαντασία», διότι, όπως εξηγεί η Φωτεινή Τσαλίκογλου, «υπάρχουν ψέματα τα οποία βοηθούν το παιδί να μεγαλώσει πλουτίζοντας τη φαντασία του και του δίνουν τη δυνατότητα να είναι αργότερα σε θέση να παρέμβει σε μια ενδεχομένως οδυνηρή πραγματικότητα προκειμένου να τη μεταμορφώσει. Για παράδειγμα, πολλά παιδιά που βιώνουν μια αφόρητη οικογενειακή κατάσταση φαντάζονται ότι οι γονείς τους δεν είναι οι πραγματικοί γονείς τους. Φτιάχνουν μια εξιδανικευτική εικόνα γονέων».

Ο φόβος του καθρέφτη

Οπως φοβόμαστε ποια εικόνα θα σχηματίσουν οι άλλοι για εμάς, έτσι φοβόμαστε και το είδωλό μας στον καθρέφτη, όταν αυτό συγκρούεται με μια περσόνα η οποία δεν υπάρχει παρά στα όνειρα θερινής νυκτός που όλοι βλέπουμε για τον εαυτό μας. «Στην ενήλικη ζωή ωθούμαστε στο ψέμα (και) από τον φόβο ότι αν εμφανιστούμε με τον πραγματικό μας εαυτό (τον οποίο καμιά φορά φτάνουμε στο σημείο να μην τον αναγνωρίζουμε ούτε εμείς οι ίδιοι) ο άλλος θα μας απορρίψει. Είναι ο φόβος της απομόνωσης, της απόρριψης, της εγκατάλειψης» λέει η Φωτεινή Τσαλίκογλου και συμπληρώνει: «Στον εαυτό μας λέμε ψέματα για να μπορέσουμε να τον αγαπήσουμε, να τον θαυμάσουμε, να τον εξιδανικεύσουμε. «Οι φανταστικές αλήθειες φθείρονται πολύ πιο δύσκολα» έλεγε ο Ελύτης».

Εν συνεχεία η καθηγήτρια Ψυχολογίας μάς μιλά για τα ψεύδη της ηττοπάθειας, διότι αν η μύτη μας μεγαλώνει από ματαιοδοξία όταν κοιτάζουμε τον καθρέφτη, μεγαλώνει και από ενοχή: «Υπάρχουν ψεύδη (τα οποία συναντάμε και σε άτομα που ταλαιπωρούνται από ψυχικές διαταραχές) που δεν μας στέλνουν πίσω μια καλή εικόνα του εαυτού μας, αλλά μια ενοχική εικόνα του εαυτού μας, ότι είναι ανάξιος, ελλιπής, κακός, άσχημος κ.ο.κ. Σε μια εποχή κρίσης φοβάμαι ότι τέτοιου είδους κατασκευές μπορεί να ταλαιπωρούν πάρα πολύ τους ανθρώπους. Και φυσικά δεν είναι άμοιρη ευθυνών η εξουσία, η οποία μπορεί εντέχνως, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, να καλλιεργεί συστηματικά μια κουλτούρα ενοχοποίησης».

Το απόρθητο της σκέψης

Το ψέμα είναι μεταδοτικό. «Σε πολλές περιπτώσεις στρέφουμε το βλέμμα μας στους άλλους για να καταλήξουμε στο ποια συμπεριφορά είναι κατάλληλη και ποια είναι ακατάλληλη. Οταν βλέπουμε τους ανθρώπους γύρω μας να «κλέβουν», τότε αισθανόμαστε και εμείς πιο άνετα με αυτό» μας λέει ο Νταν Αριέλι. Εναλλακτικά, «η κοινή γνώμη είναι η συνείδηση του ανθρώπου» γράφει ο Νορντάου.

Αλλά πίσω από αυτό που εκφράζεται, πάντοτε ελλοχεύει εκείνο που δεν αρθρώνεται και τρέχει με ταχύτητα φωτός. «Η σκέψη είναι σχεδόν απίστευτα σπάταλη. Η επιδεικτική κατανάλωση στη χειρότερη μορφή της (…) Καμία οικειότητα, καμία αναλυτική δεινότητα δεν μπορεί να εξασφαλίσει ή να επαληθεύσει το «διάβασμα της σκέψης»» σημειώνει κατηγορηματικά ο Τζορτζ Στάινερ στο βιβλίο «Δέκα (πιθανοί) λόγοι για τη μελαγχολία της σκέψης» (εκδ. Scripta). Ερωτήματα όπως το περίφημο «τι σκέφτεσαι;» ή το μάλλον μοιρολατρικό «μου λες την αλήθεια;», που απευθύνουμε στους συντρόφους μας ή σε άλλους οικείους μας, δεν μπορεί παρά να συνεπάγονται απαντήσεις φιλτραρισμένες περισσότερο και από τον γαλλικό καφέ που πίνουμε.

Εμείς όμως τις δεχόμαστε, συχνά βασιζόμαστε σε αυτές και ενίοτε συγχωρούμε το εκ των υστέρων αποδεδειγμένο ψέμα, θεωρώντας μάλιστα ότι αυτή η μεγαλοψυχία μας σημαίνει αυταπόδεικτη αγάπη. «Μια πιο περίπλοκη εξήγηση θα ήταν ότι συγχωρήσαμε κάποιον που μας είπε ψέματα επειδή αγαπάμε εξίσου, ίσως και περισσότερο, τον εαυτό μας: Θέλουμε να έχουμε την ευκαιρία να διαψεύσουμε κάποια στιγμή αυτά τα ψεύδη, να ακυρώσουμε την τραυματική αλήθεια και τελικά να προστατεύσουμε τον εαυτό μας» αντιτείνει η Φωτεινή Τσαλίκογλου.

Και πράγματι, καμιά φορά, το να στείλουμε τον ψεύτη στο πυρ το εξώτερον απαιτεί εκ μέρους μας ψυχικά αποθέματα που δεν διαθέτουμε. Γι’ αυτό συμβιβαζόμαστε, όπως καλό είναι (επιτέλους) να συμβιβαστούμε με αυτό που εύστοχα περιγράφει ο Στάινερ: «Το αγαπημένο πρόσωπο βρίσκεται στην αγκαλιά μας, το αναντικατάστατο παιδί στο στέρνο μας, ο καλύτερός μας φίλος μάς σφίγγει το χέρι. Και όμως, δεν έχουμε καμία αδιαμφισβήτητη απόδειξη για τις σκέψεις που γεννιούνται, που καταγράφονται εσωτερικά τη συγκεκριμένη στιγμή. Πολύ συχνά στην ερωτική ένωση ο σφυγμός της σκέψης, της έντονης φαντασίας, πάλλεται αλλού. Βαθιά μέσα μας, κάνουμε έρωτα μ’ έναν άλλον. Κάτω από το λατρευτικό χαμόγελο του παιδιού, του στενού φίλου, μπορεί να κρύβεται η αλήθεια της πλήξης, της αδιαφορίας, ή ακόμη και της απέχθειας. Η ικανότητα να ψευδόμαστε, να φανταζόμαστε και να ενσαρκώνουμε μύθους είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ανθρωπότητάς μας».