Ο κλάδος της πτηνοτροφίας στη διάρκεια της περασµένης δεκαετίας βίωσε _ στις τηλεοπτικές οθόνες _ δύο κρίσεις που, όπως αποδείχθηκε, ήταν καθοριστικές για την οικονοµική υγεία και τη βιωσιµότητα των πτηνοτροφικών επιχειρήσεων. Εκατοντάδες εκατοµµύρια ευρώ είναι τα συσσωρευµένα χρέη προς τις τράπεζες, οι τιµές των ζωοτροφών σε έναν χρόνο έχουν διπλασιαστεί, οι επισφάλειες _ µε τις λεγόµενες «πέτσινες επιταγές» _ έχουν αυξηθεί και οι τιµές των προϊόντων είναι καθηλωµένες, ενώ µεγάλες εταιρείες πωλούν κάτω του κόστους παραγωγής, µε αποτέλεσµα οι περισσότερες επιχειρήσεις του κλάδου να βρίσκονται υπό κατάρρευση. Ηδη δύο πτηνοτροφικές επιχειρήσεις έχουν κάνει χρήση των διατάξεων του άρθρου 99 (Αφοί Λειβαδίτη ΑΒΕΕ, που λειτουργεί στην Εύβοια, και Υιοί Π. Σαραµούρτση ΑΕ, που λειτουργεί στη Θεσσαλονίκη), που αφορά την προστασία τους από τους πιστωτές, ενώ σε κίνδυνο βρίσκονται οι µεγάλοι πτηνοτροφικοί συνεταιρισµοί της Ηπείρου, αφού, παρά το µέγεθος των πωλήσεών τους, οι συνολικές τραπεζικές οφειλές τους είναι µεγάλες και η στρόφιγγα της ΑΤΕ πλέον έχει κλείσει.

Και όλα αυτά σε µια περίοδο που η κατανάλωση του κοτόπουλου, τουλάχιστον σύµφωνα µε τις υπάρχουσες εκτιµήσεις πηγών της αγοράς που αφορούν το 2010, δεν µειώθηκε. Η πτηνοτροφία είναι ίσως ένας από τους ελάχιστους κλάδους της ελληνικής αγοράς όπου η κατανάλωση των προϊόντων παρέµεινε σταθερή _ µεσούσης της οικονοµικής κρίσης _ και παράλληλα, τονίζουν οι ίδιες πηγές, οι προοπτικές τόσο για το 2011 όσο και για τα επόµενα χρόνια είναι εξαιρετικά ευοίωνες. Υποστηρίζουν ότι το κοτόπουλο, που είναι η φθηνότερη κατηγορία κρέατος και µε τις αυξήσεις τιµών που έχουν παρατηρηθεί στις άλλες κατηγορίες, αναµένεται να παρουσιάσει αύξηση στην κατανάλωσή του. Αξίζει µάλιστα να σηµειωθεί ότι η κατά κεφαλήν κατανάλωση κοτόπουλου στην Ελλάδα – είναι µία από τις χαµηλότερες στην Ευρώπη – δεν υπερβαίνει τα 19 κιλά. Ενώ όµως η κατανάλωση δεν µειώθηκε, αντιθέτως αυξήθηκαν οι επισφάλειες λόγω της κρίσης – κυρίως καταστηµάτων µαζικής εστίασης (ταβέρνες, ψητοπωλεία κτλ.).

Στη διάρκεια του 2009 το σύνολο των υποχρεώσεων 30 πτηνοτροφικών επιχειρήσεων, στις οποίες δεν συµπεριλαµβάνονται οι Συνεταιρισµοί Αρτας και Πίνδου, ήταν 266,8 εκατ. ευρώ, ενώ το 2008 ήταν 261,6 εκατ. ευρώ και οι συνολικές τους πωλήσεις ήταν 373 εκατ. ευρώ έναντι 371 εκατ. ευρώ, σηµείωσαν δηλαδή αύξηση 1%. Αλλά το σύνολο των κερδών τους ήταν µόλις 1,4 εκατ. ευρώ! Στη διάρκεια του 2010 οι υποχρεώσεις των πτηνοτροφικών επιχειρήσεων αυξήθηκαν και τα χρηµατοοικονοµικά τους µεγέθη επιβαρύνθηκαν.

n Η εμπορική πολιτική το μεγάλο πρόβλημα

Μιλώντας προς «Το Βήµα» ο κ. ∆. Λειβαδίτης και ερµηνεύοντας την άσχηµη κατάσταση του κλάδου την αποδίδει, όπως λέει χαρακτηριστικά, «στην “τηλεοπτική” γρίπη του 2006, στον διπλασιασµό των τιµών των δηµητριακών και στις επιταγές». Στις καλές της εποχές η εταιρεία του κ. Λειβαδίτη έφτασε να απασχολεί ως και 200 άτοµα προσωπικό και το 2009 οι πωλήσεις της ήταν περίπου 28,5 εκατ. ευρώ έναντι πωλήσεων 27,1 εκατ. ευρώ το 2008. Αλλά η εταιρεία κατέληξε τελικώς στην προστασία του άρθρου 99 γιατί, όπως λέει ο ίδιος, «πήρα ακάλυπτες επιταγές 1.650.000 ευρώ, µόνο ένας Κρητικός µ’ έβαλε µέσα 850.000 ευρώ». Οι πωλήσεις της πλέον έχουν συρρικνωθεί και οι εργαζόµενοι είναι περίπου οι µισοί – «προσπαθώ να σώσω µια εταιρεία 40 χρόνων» λέει ο κ. Λειβαδίτης.

Το µεγαλύτερο πρόβληµα όµως στον κλάδο της πτηνοτροφίας, σύµφωνα µε πηγές της αγοράς, θεωρείται η εµπορική πολιτική των πτηνοτροφικών Συνεταιρισµών Πίνδου και Αρτας – οι δύο συνεταιριστικές επιχειρήσεις µαζί µε τη Θ. Νιτσιάκος ΑΒΕΕ, που λειτουργεί στον Νοµό Ιωαννίνων, συγκεντρώνουν περίπου το 60% της αγοράς του συσκευασµένου κοτόπουλου. Μάλιστα ο Συνεταιρισµός Πίνδου είναι η µεγαλύτερη πτηνοτροφική επιχείρηση της χώρας – οι πωλήσεις του 2009 ήταν 171 εκατ. ευρώ.

Ωστόσο και οι δύο συνεταιριστικές επιχειρήσεις έχουν µεγάλες δανειακές υποχρεώσεις, κυρίως προς την ΑΤΕ. Τις κατηγορούν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις πως πωλούν µε «σπασµένες τιµές», δηλαδή αρκετά χαµηλότερα από το κόστος παραγωγής – πωλούν στα σουπερµάρκετ µε 3,10 ευρώ το κιλό, ενώ οι άλλες εταιρείες πωλούν σε τιµές αρκετά πάνω από 4 ευρώ το κιλό. Αυτή την πολιτική λένε ότι εφαρµόζουν τα τελευταία χρόνια – χαµηλές τιµές – για να συγκεντρώσουν µερίδια αγοράς και µε βάση την άνοδο των πωλήσεων να µπορούν να δανειοδοτούνται από την τράπεζα. Τα δεδοµένα έχουν αλλάξει και «κάτι πρέπει να γίνει», όπως λέγεται χαρακτηριστικά. Ετσι έχει επανέλθει στο προσκήνιο η συγχώνευσή τους – «ή θα συγχωνευτούν ή θα κλείσουν» υποστηρίζουν πηγές που είναι σε θέση να γνωρίζουν. Και ως εκ τούτου η λειτουργία τους πρέπει να έχει πραγµατική κερδοφορία, χωρίς επιδοτήσεις και παντός είδους ενισχύσεις.

Μια μικρή ομάδα ελέγχει την αγορά

Ο κλάδος της πτηνοτροφίας αν και έχει εµφανή στοιχεία συγκέντρωσης, ωστόσο υπολείπεται σηµαντικά από το να διαθέτει ισχυρές επιχειρήσεις. Στον κλάδο δραστηριοποιούνται περίπου 50 επιχειρήσεις, αλλά µόνο οι 10 – 12 από αυτές είναι µεγάλες. Αυτή η µικρή οµάδα ελέγχει το 80% της αγοράς, ενώ οι άλλες 38 – 40 επιχειρήσεις ελέγχουν µόνο το 20%. Ωστόσο ο συνολικός τζίρος της αγοράς υπολογίζεται σε περίπου 800 εκατ. ευρώ. Τον τόνο όµως στον ανταγωνισµό δίνουν οι δύο µεγάλοι πτηνοτροφικοί συνεταιρισµοί της Ηπείρου, της Αρτας και της Πίνδου. Εχοντας τη δυνατότητα των χαµηλών τιµών, την εποχή της αφειδούς τραπεζικής χρηµατοδότησης, κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν – επί ζηµία – µεγάλα µερίδια αγοράς, αναγκάζοντας ουσιαστικά όλες τις άλλες επιχειρήσεις σε µία πολιτική χαµηλών τιµών, µε προφανείς συνέπειες.

Εκτός από τους δύο προαναφερόµενους συνεταιρισµούς στην κατηγορία των ιδιωτικών επιχειρήσεων την πρώτη θέση κατέχει η επίσης ηπειρωτική πτηνοτροφία Θ. Νιτσιάκος ΑΒΕΕ µε πωλήσεις το 2009 ύψους 115,2 εκατ. ευρώ. Ωστόσο οι υποχρεώσεις της φτάνουν τα 101,8 εκατ. ευρώ και τα κέρδη της είναι σχεδόν ανύπαρκτα, µόλις 240.000 ευρώ.

Μακράν του πρώτου και στις επόµενες τρεις θέσεις βρίσκονται οι εταιρείες Αµβροσιάδης ΑΒΕΕ, Μαζαράκι ΑΒΕΕ και Αφοί Λειβαδίτη ΑΒΕΕ µε πωλήσεις που κυµαίνονται από 28 ως 30 εκατ. ευρώ. Στην επόµενη θέση βρίσκεται η εταιρεία Αγγελάκης ΑΕ, η οποία τα τελευταία χρόνια προσπάθησε να διαφοροποιηθεί στην παραγωγή προϊόντων, προκειµένου να έχει τη δυνατότητα «αυτόνοµης» πολιτικής τιµών καθώς και στα δίκτυα διανοµής επιλέγοντας το δίκτυο των αλυσίδων σουπερµάρκετ για να διαγράψει τον κίνδυνο των επισφαλειών. Οι πωλήσεις της στη διάρκεια του 2009 ήταν 19,3 εκατ. ευρώ. Αξίζει να σηµειωθεί ότι οι δέκα µεγαλύτερες ιδιωτικές εταιρείες το 2009 είχαν πωλήσεις ύψους περίπου 290 εκατ. ευρώ, ενώ οι συνολικές τους υποχρεώσεις ανήλθαν στα 220 εκατ. ευρώ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ