Στα 25 χρόνια από τότε που τα αδέλφια Χάρβεϊ και Μπομπ Γουάινσταϊν «έχτιζαν» μια εταιρεία κινηματογραφικών παραγωγών, η Miramax Films έχει λάβει 60 βραβεία Οσκαρ, περιλαμβανόμενου αυτού της Καλύτερης Ταινίας για τις «Αγγλος ασθενής», «Ερωτευμένος Σαίξπηρ» και «Σικάγο». Τη μεγαλύτερη αίσθηση έκανε όμως ο Χάρβεϊ Γουάινσταϊν με το ντοκυμαντέρ του Μάικλ Μουρ «Φαρενάιτ 9/11». Από τότε το δίδυμο βίωσε ένα άσχημο «διαζύγιο» από τον εταιρικό του συνεργάτη, τη Walt Disney Co., και στη συνέχεια έστησε τη δική του Weinstein Co. με 1,2 δισ. δολάρια από κεφάλαια της Γουόλ Στριτ. Εχουν όμως δρόμο ακόμη για να επαναλάβουν τα παλιά τους κέρδη για μικρές ταινίες, κυρίως γιατί ο Χάρβεϊ ανέπτυξε τη φιλοδοξία να κατακτήσει και άλλους κόσμους εκτός από αυτόν της μεγάλης οθόνης.


Ο Χάρβεϊ Γουάινσταϊν αποφάσισε ότι θέλει να γίνει ένας γίγαντας των μέσων, ο επόμενος Ρούπερτ Μέρντοκ, κατοχυρώνοντας τίτλους εκμετάλλευσης στο Διαδίκτυο, στην καλωδιακή τηλεόραση και στη μόδα. Ενόσω μάλιστα οι εξαγορές άρχισαν να μπαίνουν σε σειρά, με την aSmallworld – μια διαδικτυακή κοινότητα για το τζετ-σετ -, ένα ποσοστό του καλωδιακού δικτύου Ovation και τα «απομεινάρια» του οίκου μόδας Halston, οι επιδόσεις στο κινηματογραφικό Box Office ήταν πολύ χαμηλές. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου μάλιστα ο 55χρονος έχασε βάρος με ασκήσεις cardio-boxing και σταμάτησε το κάπνισμα. Αλλά και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Weinstein Co. άρχισαν να αναζητούν ένα υψηλόβαθμο στέλεχος για να αναλάβει την καθημερινή διαχείριση της εταιρείας.


«Ξέρω να κάνω ταινίες, αλλά τώρα θέλω να κάνω κάτι άλλο» δήλωσε ο Χάρβεϊ Γουάινσταϊν, απαντώντας στις αντιδράσεις για τον πρόσφατο αποπροσανατολισμό του από τις κινηματογραφικές παραγωγές. Πρόσφατα εξάλλου απογοήτευσε για μία ακόμη φορά με την απόδοση των «προϊόντων» της εταιρείας του, αφού η νέα ταινία από τη συνεργασία των Κουέντιν Ταραντίνο και Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ με τίτλο «Grindhouse» είχε έσοδα το πρώτο σαββατοκύριακο της προβολής της μόλις 11,6 εκατομμύρια δολάρια.


Οι αδελφοί Γουάινσταϊν ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’70 από το Μπάφαλο των ΗΠΑ, ψάχνοντας εναγωνίως μουσικές παραστάσεις για να τις προωθήσουν. Στη συνέχεια η εταιρεία τους Miramax εξελίχθηκε σε προγεφύρωμα της Νέας Υόρκης, όπου μια ολόκληρη γενιά ανεξάρτητων κινηματογραφιστών «άνοιξε» πόλεμο στο κατεστημένο του Χόλιγουντ. Το δίδυμο τελικά πούλησε τη Miramax στην Disney το 1993 για 40 εκατομμύρια δολάρια. Για μία δεκαετία ζούσαν με πολύ μεγάλη άνεση. Και όταν η Goldman Sachs το 2005 άρχισε να αναζητεί κεφάλαια για τους δύο αδελφούς, αφού η συνεργασία τους με την Disney έφθανε προς το τέλος, οι τραπεζίτες έκαναν υπολογισμούς για να δουν αν ο μέσος όρος κερδοφορίας των ταινιών της Miramax ξεπερνούσε τον αντίστοιχο στο Χόλιγουντ.


Στο επιχειρηματικό σχέδιο της Weinstein Co. τα αδέλφια παρουσίασαν μια πρόβλεψη για κέρδη ύψους 500 εκατ. δολαρίων το 2006 και 1 δισ. δολαρίων το 2007. Ως το 2010 τα έσοδα υπολογίζονταν σε 1,8 δισ. δολάρια. Οντας σε ιδιωτικό καθεστώς, η εταιρεία τους δεν υποχρεούται να δημοσιεύσει οικονομικά αποτελέσματα, αλλά υπάρχουν πολλοί που ισχυρίζονται ότι τα νούμερά τους θα απέχουν πολύ από τους στόχους που έχουν θέσει.


Πολλοί επενδυτές μάλιστα είναι και αυτοί που κατηγορούν εμμέσως τον Χάρβεϊ ότι κυκλοφορεί με διάφορους κοσμικούς αντί με κινηματογραφιστές, χάνοντας πολύτιμο χρόνο. «Τοποθετήσαμε τα χρήματά μας για να κάνουμε μια εταιρεία παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών» επιχειρηματολογεί ο γαλλο-τυνήσιος επενδυτής Ταράκ Μπεν Αμάρ και μέλος του ΔΣ της Weinstein Co. «Θα πρέπει να κερδίσουμε τα χρήματά μας από αυτό και στη συνέχεια να επεκταθούμε σε άλλες αγορές». Με αυτή τη φράση ο Μπεν Αμάρ εννοεί τις παράπλευρες επενδύσεις του Γουάινσταϊν, την κοινωνικής δικτύωσης ηλεκτρονική διεύθυνση aSmallworld, το μερίδιο στο καλωδιακό κανάλι καλλιτεχνικού περιεχομένου Ovation και τον ιστορικό αμερικανικό οίκο μόδας Halston, μιας και δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο πόσο χρόνο απαιτεί η καθεμία από αυτές για να συνεισφέρει στον ισολογισμό της εταιρείας.


Από την άλλη ο Χάρβεϊ Γουάινσταϊν είναι γνωστός για την ικανότητα που έχει να καταλαβαίνει τον κόσμο και τα επί μέρους κοινά. Αυτό το προσόν του δίνει τη δυνατότητα να δοκιμάζεται και σε άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Φυσικά είναι πιθανό ο Halston να αναστρέψει τη φθίνουσα πορεία του προς τα πάνω. Ο συγκεκριμένος οίκος, αν και τα τελευταία χρόνια έχει σημαντική κάμψη, διαθέτει αξιοσέβαστο όνομα. Η εταιρεία Weinstein Co. δεν χρειάστηκε καν να προκαταβάλει χρήματα, που υπολογίζεται ότι ανήλθαν στα 20 εκατομμύρια δολάρια, μιας και προσέλκυσε κεφάλαια από τη Hilco Consumer Capital και τη Neema Clothing, εταιρεία που δραστηριοποιείται στην κατασκευή ενδυμάτων, με τη συμφωνία να χρησιμοποιούνται τα ρούχα του οίκου στις ταινίες του Γουάινσταϊν. Αμέσως μετά τα δύο αδέλφια έφεραν την ιδιαίτερα επιτυχημένη πρόεδρο της φίρμας υποδημάτων Jimmy Choo Ταμάρα Μέλον να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση. Η Μέλον που ήταν και ο σύνδεσμος του Γουάινσταϊν για τη συμφωνία, είναι ο κατάλληλος άνθρωπος στη δεδομένη κατάσταση αφού μόλις πούλησε τη δική της «αυτοκρατορία» σε ένα επενδυτικό κεφάλαιο για 364 εκατομμύρια δολάρια και τώρα επιθυμεί ξεκάθαρα μια θέση στο διοικητικό συμβούλιο του αμερικανικού οίκου.


Η έμπνευση άλλωστε που είχε ο Χάρβεϊ για τη συγκεκριμένη συναλλαγή τον περασμένο Μάρτιο, είχε αφετηρία την επένδυση του ισραηλινού παραγωγού Αρνον Μίλτσαν στην Puma. Ο τελευταίος ξεκίνησε να αγοράζει μετοχές της εταιρείας αθλητικής ένδυσης το 1996 και όταν τις πούλησε ξανά το 2003 είχε κέρδη εκατοντάδων εκατομμύρια ευρώ. Φυσικά το παράδειγμα της Puma είναι μάλλον άνισο. Η Puma ήταν μια «ζωντανή» φίρμα όταν ο Μίλτσαν αγόρασε μετοχές. Ο Halston αποτελεί εικονικό σήμα για την Αμερική στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, ωστόσο οι πωλήσεις του κρίνονται αμελητέες. Μάλιστα τη συναλλαγή ακολούθησε και ένα «κοινωνικό σχόλιο» ότι ο Γουάινσταϊν απέκτησε τον οίκο για να τον προσφέρει σαν ένα «πολύτιμο δώρο» στη νεαρή και όμορφη αγαπημένη του Τζορτζίνα Τσάπμαν, σχεδιάστρια του βρετανικού οίκου Marchesa. Η Τσάπμαν, στην οποία οφείλονται οι συχνές παρουσίες του πρόσφατα διαζευγμένου Γουάινσταϊν στις πρώτες σειρές των επιδείξεων μόδας, έσπευσε να αντικρούσει τα κουτσομπολιά, λέγοντας: «Θα ήταν ο τελευταίος για τον οποίον θα δούλευα». Ο Γουάινσταϊν όμως ονειρεύεται να μετατρέψει τον Halston στο «πρώτο αμερικανικό πολυτελές σήμα παγκοσμίως. Εναν αμερικανικό LVMH», όπως δήλωσε μόλις τον απέκτησε. Βέβαια δεν οραματίζεται αυτή την εξέλιξη μονομιάς. «Ισως χρειαστούν 30 χρόνια για να τα καταφέρω» συμπληρώνει, τονίζοντας ότι θα αφιερώνει το 75%-80% του χρόνου του στις ταινίες και το υπόλοιπο σε άλλα εγχειρήματα.


Οπαδός της άποψης ότι η αντιπαράθεση αντικαθιστά το μάρκετινγκ, ο Χάρβεϊ Γουάινσταϊν αντιμετωπίζει την πρόκληση να το αποδείξει εκ νέου, έξω από την προστατευτική ομπρέλα των κεφαλαίων της Disney. Εξάλλου μπορεί να χρησιμοποιήσει πολλά παραδείγματα από το παρελθόν. Το 1983 είχε δημιουργήσει αίσθηση όταν η αμερικανική κυβέρνηση αρνήθηκε να χορηγήσει βίζα στο νομπελίστα συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες για να παρακολουθήσει την πρεμιέρα της ταινίας της Miramax που βασίστηκε σε μία από τις ιστορίες του. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι όταν ο Μάικλ Μουρ ταξίδεψε στην Κούβα για τις ανάγκες του ντοκυμαντέρ του «Sicko», που θα προβληθεί το φθινόπωρο στην Ελλάδα, ο Γουάινσταϊν «αξιοποίησε» κατάλληλα τη δήλωση του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ για σχετική έρευνα, δίνοντας συνέντευξη Τύπου στο γραφείο του δικηγόρου του για να ανακοινώσει ότι σκεφτόταν να «σύρει» την κυβέρνηση των ΗΠΑ στα δικαστήρια.


Αλλωστε οι αδελφοί Γουάινσταϊν έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν δυσκολίες και στο παρελθόν. Οπως στις αρχές της δεκαετίας του ’90 όταν ύστερα από μια σειρά εμπορικών αποτυχιών «συνάντησαν» ένα φιλμ που είχε κάνει αίσθηση στη Μεγάλη Βρετανία. Η Miramax αγόρασε τα δικαιώματά του και το μετέτρεψε σε blockbuster 62,5 εκατομμυρίων δολαρίων στη Βόρεια Αμερική. Ηταν το «Παιχνίδι των λυγμών».