Στα σύνθετα επενδυτικά προϊόντα θα επικεντρωθούν οι τράπεζες το 2007 και ιδιαίτερα στο κομμάτι των καταθετικών – αποταμιευτικών προγραμμάτων. Βασικά χαρακτηριστικά τους αναμένεται να είναι, πρώτον, η προκαθορισμένη ελάχιστη διάρκεια ζωής τους και δεύτερον η κατανομή του αρχικού κεφαλαίου μεταξύ μιας ασφαλούς κατάθεσης με υψηλή απόδοση και ενός προϊόντος μικρού, μέσου ή υψηλού κινδύνου, ανάλογα με το προφίλ του καταθέτη. Τα συγκεκριμένα προγράμματα διατίθενται εδώ και περίπου τρία χρόνια από ορισμένες τράπεζες, αποτελώντας μια αξιόπιστη εναλλακτική επιλογή στην εποχή των χαμηλών επιτοκίων του ευρώ για συντηρητικούς επενδυτές. Τα επόμενα χρόνια, μαζί με τις προθεσμιακές καταθέσεις και τα προγράμματα εγγυημένου κεφαλαίου, θα αποτελέσουν τα πιο δημοφιλή προϊόντα που απευθύνονται σε όσους δεν επιθυμούν να εκτεθούν απευθείας στους κινδύνους των αγορών, αλλά επιζητούν ταυτόχρονα αποδόσεις υψηλότερες των παραδοσιακών επενδυτικών λογαριασμών. Τραπεζικά στελέχη επισημαίνουν ότι στην εποχή του ευρώ ο καταθέτης πρέπει να μετεξελιχθεί σε επενδυτή, κατανέμοντας τα κεφάλαιά του σε προϊόντα διαφορετικού κινδύνου, με στάθμιση ανάλογη του προφίλ του. Στο πλαίσιο αυτό τα τμήματα μάρκετινγκ των τραπεζών, σε συνεργασία με διεθνείς επενδυτικούς οίκους, σκοπεύουν να τυποποιήσουν χαρτοφυλάκια διαφορετικών επιπέδων κινδύνου, μέσω των οποίων θα επιτυγχάνεται διαφοροποίηση, απλή ή γεωγραφική, παρέχοντας στον ιδιώτη επενδυτή πρόσβαση στην επαγγελματική διαχείριση και δίνοντάς του τη δυνατότητα να επιλέξει την επένδυση που ταιριάζει καλύτερα στο προφίλ του, με σχετικά χαμηλό κόστος και χωρίς να απαιτείται υψηλό αρχικό κεφάλαιο. Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και τα αμοιβαία κεφάλαια πολλαπλής διαχείρισης, μέσω των οποίων επιτυγχάνεται ο προσδιορισμός του κατάλληλου συνδυασμού επενδύσεων για λογαριασμό των επενδυτών, σε μακροπρόθεσμη βάση. Τα εν λόγω Α/Κ αποτελούν μια εξελιγμένη μορφή των funds of funds, καθώς εκτός από την τοποθέτηση του ενεργητικού τους σε άλλα Α/Κ, επενδύουν σε εναλλακτικά προϊόντα (alternative investments), εμπορικά ακίνητα και εμπορεύματα, ενώ συμμετέχουν και σε ιδιωτικές εταιρείες (private equity).


Τα «καλάθια» των τραπεζών


Στο προσκήνιο αναμένεται να βρεθούν την εφετινή χρονιά τα επενδυτικά προγράμματα προκαθορισμένης διάρκειας και μέσου κινδύνου που προσφέρουν οι εμπορικές τράπεζες σε συνεργασία με μεγάλους διεθνείς επενδυτικούς οίκους. Το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ότι οι αποδόσεις τους για ένα ποσοστό της συνολικής επένδυσης είναι ιδιαίτερα ελκυστικές, ως και τετραπλάσιες σε σχέση με το επιτόκιο του ευρώ, αλλά ταυτόχρονα ενέχουν το ρίσκο απώλειας μέρους του αρχικού κεφαλαίου. Αυτό συμβαίνει διότι τα χρήματα του επενδυτή κατανέμονται μεταξύ μιας προθεσμιακής κατάθεσης μικρής διάρκειας με υψηλό επιτόκιο και αμοιβαίων κεφαλαίων. Ετσι ο επενδυτής έχει μηδενικό ρίσκο και εξασφαλισμένη απόδοση για ένα μέρος του κεφαλαίου του, συνήθως για το μισό, αλλά το υπόλοιπο μισό εκτίθεται στους κινδύνους των αγορών μέσω των μεριδίων Α/Κ που υποχρεωτικά αγοράζει.


Για παράδειγμα ένα τέτοιο πρόγραμμα μπορεί να προσφέρει επιτόκιο 10% για το 50% του αρχικού κεφαλαίου που τοποθετείται σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας τριών μηνών και δυνατότητα εξασφάλισης πρόσθετων αποδόσεων από την επένδυση σε αμοιβαία κεφάλαια διαφόρων στρατηγικών. Το πλεονέκτημα των σύνθετων προϊόντων είναι ότι ο επενδυτής έχει τη δυνατότητα επιλογής του είδους του αμοιβαίου κεφαλαίου (ομολογιακό, μεικτό, μετοχικό) στο οποίο θα επενδυθεί ένα μέρος του κεφαλαίου του, ώστε η επένδυση να ταιριάζει όσο το δυνατόν περισσότερο στο προφίλ του. Μάλιστα ορισμένες τράπεζες προσφέρουν υψηλότερα επιτόκια στην προθεσμιακή κατάθεση, ανάλογα με το ρίσκο που αναλαμβάνεται μέσω των Α/Κ ή με το ποσοστό του αρχικού κεφαλαίου που επενδύεται σε αυτά. Δηλαδή όσο πιο επικίνδυνο είναι το Α/Κ ή όσο πιο μεγάλο το ποσοστό της επένδυσης σε αυτό, τόσο υψηλότερη είναι και η απόδοση της προθεσμιακής κατάθεσης. Θετικό είναι και το ότι το ελάχιστο αρχικό κεφάλαιο σε αυτά τα προγράμματα είναι σχετικά μικρό και μπορεί να ξεκινάει ακόμη και από 5.000 ευρώ.


Από την άλλη, μειονέκτημα των προϊόντων αυτών θεωρείται από ορισμένους το γεγονός ότι συνδυάζουν μια βραχυπρόθεσμη επένδυση (προθεσμιακές καταθέσεις) με μια μακροπρόθεσμη (Α/Κ). Ο επενδυτής κατά συνέπεια, μετά τη λήξη της προθεσμιακής κατάθεσης, θα πρέπει είτε να αναζητήσει ένα άλλο προϊόν για τα κεφάλαια που είχαν δεσμευτεί σε αυτήν, είτε να ρευστοποιήσει τα μερίδια των αμοιβαίων κεφαλαίων, με κέρδος ή ζημιά, και να τοποθετήσει το σύνολο του κεφαλαίου του σε ένα άλλο επενδυτικό προϊόν.


Η αύξηση του επιτοκίου του ευρώ οδηγεί τις τράπεζες στη βελτίωση των όρων των προϊόντων εγγυημένου κεφαλαίου Τα στοιχήματα για συντηρητικούς επενδυτές


Οι τελευταίες αυξήσεις του επιτοκίου του ευρώ οδήγησαν τις εμπορικές τράπεζες στη σημαντική βελτίωση των όρων των προϊόντων εγγυημένου κεφαλαίου που προσφέρουν στην ελληνική αγορά, αλλά και στην ανανέωση βασικών χαρακτηριστικών τους προκειμένου να τα καταστήσουν ελκυστικότερα. Τα συγκεκριμένα προγράμματα απευθύνονται σε συντηρητικούς επενδυτές, και ως εκ τούτου η ζήτηση για αυτά μειώνεται όταν αυξάνονται οι αποδόσεις των προθεσμιακών καταθέσεων και γενικότερα των λογαριασμών με εξασφαλισμένη την τελική απόδοση. Για τον λόγο αυτόν τα πιστωτικά ιδρύματα βελτίωσαν τους όρους των επενδυτικών προϊόντων μηδενικού κινδύνου και διεύρυναν τις επιλογές των πελατών τους.


* Η άνοδος και η πτώση του δείκτη


Οταν πρωτοεμφανίστηκαν πριν από περίπου οκτώ χρόνια στην ελληνικά αγορά προγράμματα με 100% προστασία του αρχικού κεφαλαίου, οι επενδυτές μπορούσαν να στοιχηματίσουν στην άνοδο, στην πτώση ενός δείκτη ή στη διατήρησή του εντός δύο συγκεκριμένων ορίων. Η απόδοση ήταν είτε προκαθορισμένη, εφόσον η πρόβλεψη επαληθευόταν, είτε ανάλογη της απόδοσης του δείκτη αναφοράς. Χρόνο με τον χρόνο οι τράπεζες, με πρωταγωνίστριες τις ξένες, άρχισαν να αντλούν έτοιμα προϊόντα από το εξωτερικό, εμπλουτίζοντας με αυτόν τον τρόπο τα προγράμματά τους με νέα στοιχήματα. Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, την εφετινή χρονιά θα δούμε νέα προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου, τα οποία αναμένεται να είναι πιο ελκυστικά από ποτέ.


Τα νέα χαρακτηριστικά που προστέθηκαν στην εν λόγω μορφή επένδυσης αφορούν τόσο τις αξίες αναφοράς, από την πορεία των οποίων εξαρτάται η επιτυχία του στοιχήματος, όσο και τους τρόπους υπολογισμού της απόδοσης. Σύμφωνα με τις τράπεζες, πάντως, το πιο σημαντικό από όλα είναι ότι μέσα από ορισμένα προϊόντα μπορεί να επιτευχθεί σημαντική γεωγραφική διασπορά του επενδυόμενου κεφαλαίου, καθώς η τελική απόδοση της επένδυσης μπορεί να εξαρτάται από την πορεία όχι ενός αλλά πολλών δεικτών ή μετοχών από διαφορετικές χώρες. Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερα ελκυστικά είναι τα προγράμματα η απόδοση των οποίων είναι συνδεδεμένη με την πορεία πολλών αμοιβαίων κεφαλαίων (fund of funds) ή με την πορεία ενός hedge fund. Με αυτόν τον τρόπο οι Ελληνες μπορούν να ποντάρουν με ασφάλεια στα ξένα χρηματιστήρια με πολύ χαμηλό αρχικό κεφάλαιο, το οποίο μπορεί να ξεκινά από τις 3.000 ευρώ.


* Ο υπολογισμός της απόδοσης


Μία ακόμη καινοτομία των προγραμμάτων που έχουν διατεθεί πρόσφατα αφορά τον τρόπο υπολογισμού της απόδοσης. Ως πριν από λίγο καιρό οι τόκοι στη λήξη ενός προϊόντος υπολογίζονταν μόνο με δύο τρόπους. Συγκεκριμένα:


1. Απόδοση ανάλογη της μεταβολής ενός δείκτη: ο επενδυτής συμμετέχει ως και 100% στην άνοδο ή στην πτώση του δείκτη αναφοράς. Π.χ., αν ο επενδυτής συμμετέχει σε ποσοστό 50% στην άνοδο ενός δείκτη και ο τελευταίος αυξηθεί κατά 10%, θα λάβει απόδοση 5%. Η σύγκριση για τον υπολογισμό των τόκων μπορεί να γίνει είτε μεταξύ της αρχικής και της τελικής τιμής είτε μεταξύ της αρχικής και της μέσης τιμής του δείκτη αναφοράς κατά τη διάρκεια ζωής του προϊόντος. Τα νέα προϊόντα της κατηγορίας αυτής δίνουν τη δυνατότητα στον επενδυτή να κλειδώσει την απόδοσή του πολλούς μήνες πριν από τη λήξη του προϊόντος. Συγκεκριμένα, προσφέρουν τη δυνατότητα εξασφάλισης του υψηλότερου σημείου κλεισίματος ενός δείκτη κατά τη διάρκεια ισχύος του προϊόντος. Με αυτόν τον τρόπο ο επενδυτής μεγιστοποιεί τα κέρδη του, αφού αυτά είναι άμεσα συνδεδεμένα με την ανώτατη τιμή του δείκτη αναφοράς, σε ένα βάθος χρόνου που μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τα πέντε έτη.


2. Μέθοδος μέγιστης απόδοσης: πρόκειται στην ουσία για ένα στοίχημα. Ο επενδυτής λαμβάνει μια προκαθορισμένη απόδοση αν προβλέψει σωστά τη μεταβολή ενός δείκτη. Η ποικιλία στα προϊόντα της συγκεκριμένης κατηγορίας είναι ιδιαίτερα μεγάλη, ενώ η διάρκειά τους στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν ξεπερνά τους 12 μήνες. Το χαρακτηριστικό των νέων εκδόσεων είναι ότι υπάρχει κλίμακα αποδόσεων όταν το στοίχημα «παίζεται» στη διατήρηση της τιμής του δείκτη αναφοράς εντός δύο προκαθορισμένων ορίων. Για παράδειγμα, όσο πιο μικρό είναι το εύρος διακύμανσης μιας ισοτιμίας για ένα εξάμηνο τόσο πιο μεγάλη θα είναι η τελική απόδοση του προϊόντος. Εξάλλου, υψηλότερες είναι οι αποδόσεις όταν δεν υπάρχει 100% ασφάλεια για το αρχικό κεφάλαιο αλλά μικρότερη, π.χ. 90%. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο επενδυτής ανταμείβεται με μία επιπλέον απόδοση για τον κίνδυνο απώλειας μέρους του αρχικού κεφαλαίου που αναλαμβάνει.


* Μεγάλη διάρκεια


Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι τους τελευταίους μήνες το κύριο χαρακτηριστικό των προϊόντων εγγυημένου κεφαλαίου που προσφέρουν οι τράπεζες είναι η μεγάλη διάρκειά τους, η οποία μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τα τέσσερα έτη. Η ανταμοιβή των επενδυτών που θα κλείσουν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα τα χρήματά τους είναι ο ευνοϊκότερος για αυτούς τρόπος υπολογισμού της απόδοσης (π.χ., υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής στα κέρδη ενός δείκτη), η καταβολή ελάχιστης εγγυημένης απόδοσης ανεξάρτητα από την πορεία του προϊόντος, καθώς και η ετήσια καταβολή των τόκων. Εξάλλου, σε αρκετά από τα νέα προϊόντα το νόμισμα κατάθεσης δεν είναι μόνο το ευρώ, όπως συνέβαινε παλαιότερα, αλλά μπορεί να είναι δολάρια ΗΠΑ ή στερλίνες. Δίνεται έτσι η δυνατότητα σε όσους το επιθυμούν να αναλάβουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο, με στόχο να αποκομίσουν επιπλέον υπεραξίες από την κίνηση των ισοτιμιών.


Εμπλουτίζονται με νέα χαρακτηριστικά και δυνατότητες διαχείρισης Στο προσκήνιο τα εξελιγμένα funds of funds


Στα καλάθια αμοιβαίων κεφαλαίων, τα αποκαλούμενα «funds of funds», στρέφεται το ενδιαφέρον στην αγορά των συλλογικών μορφών επένδυσης. Τα συγκεκριμένα αμοιβαία κεφάλαια δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα στη χώρα μας, ωστόσο σταδιακά οι τράπεζες και οι ΑΕΔΑΚ τα καθιστούν όλο και πιο ελκυστικά, εμπλουτίζοντάς τα με νέα χαρακτηριστικά και δυνατότητες διαχείρισης, με στόχο την προσέλκυση των ιδιωτών επενδυτών. Το βασικό χαρακτηριστικό των funds of funds είναι ότι οι επενδυτές με την αγορά μεριδίων ενός αμοιβαίου κεφαλαίου τοποθετούνται σε ένα χαρτοφυλάκιο πολλών αμοιβαίων κεφαλαίων, τα οποία με τη σειρά τους επενδύουν σε διαφορετικές κατηγορίες αξιογράφων και σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές. Ετσι εξασφαλίζεται η βέλτιστη διασπορά των κεφαλαίων, ανάλογα με το επενδυτικό προφίλ του καθενός, αλλά και ο προσδιορισμός του κατάλληλου συνδυασμού επενδύσεων για λογαριασμό των επενδυτών, σε μακροπρόθεσμη βάση. Το 2006 τα πέντε μετοχικά funds of funds που δραστηριοποιούνταν καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς στην ελληνική αγορά, όπως φαίνεται και στον σχετικό πίνακα, πέτυχαν μέση απόδοση της τάξης του 11%. Στις 31.12.2006 το συνολικό ενεργητικό της κατηγορίας ανερχόταν μόλις στα 228,2 εκατ. ευρώ.


Η νέα μόδα στη συγκεκριμένη κατηγορία επένδυσης είναι τα Α/Κ πολλαπλής διαχείρισης, τα οποία εκτός από την τοποθέτηση του ενεργητικού τους σε άλλα Α/Κ, επενδύουν σε εναλλακτικά προϊόντα (alternative investments), εμπορικά ακίνητα και εμπορεύματα, ενώ συμμετέχουν και σε ιδιωτικές εταιρείες (private equity). Ετσι ένας επενδυτής ακόμη και με ένα ποσό της τάξης των 3.000 ευρώ, μπορεί να έχει μέσω μιας μόνο επένδυσης πρόσβαση στις παγκόσμιες χρηματοοικονομικές αγορές και σε κορυφαίους επενδυτές κάθε τομέα. Με αυτόν τον τρόπο οι λεγόμενες «εναλλακτικές επενδύσεις» και οι εταιρείες εξειδικευμένων αμοιβαίων κεφαλαίων, οι οποίες ανέκαθεν αποτελούσαν απρόσιτες λύσεις για τον μεμονωμένο επενδυτή, περιλαμβάνονται πλέον στις επενδυτικές επιλογές του.


Με τα προϊόντα πολλαπλής διαχείρισης είναι δυνατή η επιλογή και η δημιουργία ενός χαρτοφυλακίου που να ανταποκρίνεται αποκλειστικά και όσο το δυνατόν περισσότερο στις ανάγκες ενός επενδυτή. Το βασικότερο πλεονέκτημα της ταυτόχρονης επένδυσης σε εναλλακτικές και παραδοσιακές κατηγορίες επένδυσης (μετοχές, ομόλογα και μετρητά), είναι η βελτιωμένη δυνατότητα αντιστάθμισης κινδύνου – απόδοσης, μέσω της διασποράς σε ένα ευρύτερο φάσμα κατηγοριών επένδυσης. Αυτό συμβαίνει διότι οι εναλλακτικές επενδύσεις συνήθως συμπεριφέρονται διαφορετικά σε σύγκριση με τις παραδοσιακές στις μεταβολές των οικονομικών συνθηκών. Για παράδειγμα αν επενδύει κάποιος σε ακίνητα, ενδεχομένως να καταγράψει ικανοποιητική πορεία, όταν δεν ισχύει το ίδιο για άλλες μορφές επένδυσης.


Μετά τις αυξήσεις του επιτοκίου του ευρώ Ελκυστικές οι προθεσμιακές καταθέσεις


Ικανοποιητικές αποδόσεις προσφέρουν οι προθεσμιακές καταθέσεις στην Ελλάδα μετά τις τελευταίες αυξήσεις του επιτοκίου του ευρώ. Σε αντίθεση με τα επιτόκια των παραδοσιακών λογαριασμών ταμιευτηρίου, τα οποία παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, τα επιτόκια των αποκαλούμενων «κλειστών» καταθέσεων ακολούθησαν την πορεία του κόστους δανεισμού στην ευρωζώνη. Οι ετησιοποιημένες προ φόρων αποδόσεις των προθεσμιακών λογαριασμών για ποσά ως και 20.000 ευρώ, όπως φαίνεται και στον παρατιθέμενο πίνακα, κινούνται σε ορισμένες περιπτώσεις σε επίπεδα ακόμη και πάνω από το 3,50%. Στην ελληνική τραπεζική αγορά, με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει η Τράπεζα της Ελλάδος, το μέσο επιτόκιο για προθεσμιακή κατάθεση ποσού από 5.000 ως 20.000 ευρώ ανέρχεται σε 2,80% για διάστημα ενός μήνα, σε 2,94% για τρεις μήνες, σε 3,13% για έξι μήνες, σε 3,22% για εννέα μήνες, σε 3,35% για 12 μήνες και σε 3,58% για 24 μήνες.


Εκτός από τις κλασικές προθεσμιακές καταθέσεις, τα τμήματα μάρκετινγκ των τραπεζών έχουν δημιουργήσει και άλλα παρεμφερή προγράμματα. Πρόκειται για καταθετικούς λογαριασμούς, οι αποδόσεις των οποίων είναι συνδεδεμένες με το επιτόκιο της ΕΚΤ ή με το διατραπεζικό επιτόκιο Euribor. Με τα προϊόντα αυτά ο καταθέτης εξασφαλίζει ότι το επιτόκιό του θα αυξηθεί κατά το ποσοστό αναπροσαρμογής των επιτοκίων στην ευρωζώνη. Ετσι μια αύξηση του επιτοκίου της ΕΚΤ κατά 25 μονάδες βάσης θα αυξήσει την απόδοση της κατάθεσής του κατά 0,25%.