«Η δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς από τον δειλό Ρόμπερτ Φορντ» («Τhe assassination of Jesse James by the coward Robert Ford») κερδίζει με το σπαθί της μια θέση ανάμεσα στα πιο ανορθόδοξα γουέστερν που έχουν γυριστεί ποτέ. Στην πρώτη δουλειά του μετά το ωμό δράμα φυλακών «Chopper» ο αυστραλός σκηνοθέτης Αντριου Ντόμινικ αποπειράθηκε τη δημιουργία ενός υπαρξιακού- ψυχολογικού γουέστερν που αντιστέκεται στους κώδικες του είδους και «μουντζουρώνει» τη θρυλική εικόνα του Τζέσε Τζέιμς, γνωστού και ως «Ο Ρομπέν των Δασών της Αγριας Δύσης». Με οδηγό του τη βιογραφία του Ρόμπερτ Χάνσεν (εκδόθηκε το 1983) ο σκηνοθέτης απογυμνώνει την ταινία από το στοιχείο της περιπέτειας «σκάβοντας» στο εσωτερικό των ηρώων. Το φιλμ θυμίζει σχόλιο για τη νόσο που προκαλεί η μέθη της εξουσίας και ο Τζέιμς ( Μπραντ Πιτ ) αποκτά τη χροιά σκοτεινού σαιξπηρικού ήρωα: ένας δικτάτορας χωρίς στρατό που απομυθοποιείται πλήρως πυροβολώντας πισώπλατα τους συντρόφους του. Εξίσου ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι η ταινία παρακολουθεί τον Τζέιμς μέσα από το βλέμμα του Ρόμπερτ Φορντ ( Κέισι Αφλεκ ), ενός από τους συμμορίτες του πρώτου ο οποίος δολοφόνησε τελικά το ίνδαλμά του. Το δέος του Φορντ απέναντι στον Τζέιμς είναι τέτοιο που νομίζεις ότι είναι κρυφά ερωτευμένος με το ίνδαλμά του. Γι΄ αυτό όμως τον μισεί θανάσιμα. Το πρόβλημα της ταινίας είναι ότι προσπαθεί να αντλήσει την καλλιτεχνική αξία μέσα από την καλλιγραφική φλυαρία. Παρακολουθώντας την εντυπωσιάζεσαι από την ειδυλλιακή ομορφιά της χιονισμένης αμερικανικής υπαίθρου, θαυμάζεις τους φωτισμούς και τα κάδρα του σπουδαίου διευθυντή φωτογραφίας Ρότζερ Ντίκινς και εκτιμάς περισσότερο τον Πιτ που υποδύεται τον θρυλικό πιστολέρο Τζέσε Τζέιμς με βασικό όπλο του τη σιωπή (κέρδισε το βραβείο Volpi ανδρικής ερμηνείας στο περασμένο Φεστιβάλ Βενετίας). Αν όμως αποπειραθείς να αναζητήσεις τα τμήματα που θα μπορούσαν να λείπουν από ένα σύνολο 150 λεπτών, καταλήγεις σε περίπου μία ώρα «καθαρής» ταινίας. Δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά αφού κατά ένα σημαντικό μέρος της ταινίας βλέπουμε τον Πιτ να σκέπτεται και τον Αφλεκ να τον κοιτάζει. Κάπου νιώθεις τα όρια υπομονής να εξαντλούνται μέσα από σκηνές που δεν προσθέτουν τίποτε στη δραματουργία της ταινίας.
Οταν δε αργότερα η συμμορία διαλύεται και τα μέλη της χωρίζουν, ο Ντόμινικ ξεχνά τελείως τον Τζέσε Τζέιμς και φορτώνει το σενάριο με επί μέρους ιστορίες που αφορούν τα υπόλοιπα μέλη ( Σαμ Ρόκγουελ,Πολ Σνάιντερ,Γκάρετ Ντίλαχαντ ).
Ο χρόνος κυλά βαριά μέσα στα χιονισμένα τοπία. Το ίδιο και η ταινία. «Περπατά» με δυσκολία παρόμοια με εκείνη των ηθοποιών που περπατούν στο χιόνι.
«Παιχνίδια εξουσίας» («Charlie Wilson΄s war»)
του Μάικ Νίκολς
Ε μπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα η τελευταία ταινία του βετεράνου Μάικ Νίκολς αναφέρεται στην ξεχασμένη περίπτωση του αμερικανού γερουσιαστή Τσάρλι Γουίλσον ( Τομ Χανκς ), ο οποίος τη δεκαετία του ΄80 έπαιξε παρασκηνιακό ρόλο στον πόλεμο των Αφγανών με τους Σοβιετικούς. Με τη βοήθεια ενός ελληνικής καταγωγής «παροπλισμένου» πράκτορα της CΙΑ ονόματι Γκας Αβράκωτος ( Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν ) και μιας βαθύπλουτης Τεξανής ( Τζούλια Ρόμπερτς – στη φωτογραφία), ο Γουίλσον τροφοδότησε με όπλα τους Αφγανούς, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Νίκολς, νικώντας τους Ρώσους συνέδραμαν στην πτώση του κομμουνισμού. Αν όλα αυτά ακούγονται ήδη ολίγον τι αφελή, πού να δείτε την ταινία. Το ανάλαφρο χιούμορ του Νίκολς δεν μπορεί να λειτουργήσει σατιρικά. Οσο για την πασαρέλα των οσκαρικών αστέρων, η Ρόμπερτς είναι η καλύτερη στον απρόβλεπτο ρόλο μιας «σκύλας». Από την άλλη πλευρά, ο Χανκς είναι σαφώς εκτός ρόλου παίζοντας τον πλέιμποϊ με τα μπόλικα περιττά κιλά, την προφορά από το Τέξας και το ποτήρι με το ουίσκι μονίμως στο χέρι.
«Η αποξένωση» («Τhe banishment»)
του Αντρέι Ζβανγκίντζεφ
Μ ε τις ρίζες της σε ένα άγνωστο διήγημα του Γουίλιαμ Σάρογιαν, η «Αποξένωση», δεύτερη ταινία του σπουδαίου ρώσου σκηνοθέτη της αριστουργηματικής «Επιστροφής», δεν φτάνει την αξία της αλλά επιβεβαιώνει το μέγεθος του ταλέντου του δημιουργού της. Μια διασπασμένη οικογένεια είναι και πάλι ο πυρήνας του σεναρίου. Μια οικογένεια σε κρίση, αποξενωμένη σε κάποια ύπαιθρο. Ο σκηνοθέτης αρνείται να μιλήσει με σαφήνεια για το πρόβλημα. Αφήνει την ταινία να ξεδιπλωθεί και τον θεατή να σκεφθεί παρέχοντάς του σιγά σιγά τις πληροφορίες για τα φαντάσματα του παρελθόντος που στοιχειώνουν το παντρεμένο ζευγάρι των κεντρικών ηρώων ( Κονσταντίν Λαβρονένκο,Μαρία Μπονεβί – στη φωτογραφία). Την ίδια ώρα ο φακός ελέγχει τα πάντα. Κάπου αναγνωρίζεις έναν ικανό μαθητή του Αντρέι Ταρκόφσκι και του Μικελάντζελο Αντονιόνι, είτε στις σιωπές είτε στη χρήση του σκηνικού χώρου στην ύπαιθρο, που από μόνος του είναι ένα πολύ μεγάλο ατού της ταινίας.
«ΥΓ.: Σ΄ αγαπώ» («Ρ.S.: Ι love you»)
του Ρίτσαρντ Λα Γκραβενέζε
Πιο όμορφη από ποτέ, η Χίλαρι Σουόνκ (φωτογραφία) είναι η ψυχή και η καρδιά αυτής της δραματικής κομεντί που έγραψε και σκηνοθέτησε ο διακεκριμένος σεναριογράφος Ρίτσαρντ Λα Γκραβενέζε βασισμένος στο μυθιστόρημα της Σεσίλια Αχερν. Η ιστορία αναφέρεται στην περίπτωση μιας νεαρής χήρας (Σουόνκ) η οποία δεν μπορεί να ξεφύγει από το «φάντασμα» του μακαρίτη (ο Λεωνίδας των «300» Τζέραρντ Μπάτλερ σε κάτι εντελώς διαφορετικό). Δικό του το φταίξιμο, αφού την πολιορκεί και μετά… θάνατον με γράμματα που έγραψε για αυτήν προτού πεθάνει από την επάρατη νόσο. Παρά τη μόνιμη «θανατίλα» του θέματος, η ταινία προκαλεί γνήσια συγκίνηση και παρακολουθείται ευχάριστα. Θα μπορούσε βέβαια να είναι μια ιδέα μικρότερη. Προσέξτε το πέρασμα της Κάθι Μπέιτς στον ρόλο της μητέρας της Σουόνκ. Εστω και για λίγα λεπτά, είναι υπέροχη.



