Γιατί έπεσε η Πόλη, γιατί καταλύθηκε το βυζαντινό κράτος και ποιος ήταν ο ρόλος της Εκκλησίας, των αρχόντων και του αυτοκράτορα στο μείζον αυτό γεγονός; Η βυζαντινολόγος Τόνια Κιουσοπούλου στο βιβλίο της Βασιλεύς ή Οικονόμος δημιουργεί την τοιχογραφία του βυζαντινού 15ου αιώνα και δίνει όλα τα στοιχεία που οδηγούν στην Αλωση. Η Αλωση της Κωνσταντινούπολης εγγράφεται για πολλούς από μας στη μεγάλη συναισθηματική σφαίρα και πολλά πράγματα που ξέρουμε για αυτήν είναι αποκυήματα ιδεολογημάτων. Σε μια εποχή επικαιρότητας για την αναθεώρηση της Ιστορίας, η Κιουσοπούλου μας υποδεικνύει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας ότι «το Βυζάντιο του 15ου αιώνα ως αυτοκρατορία, έστω παρηκμασμένη, ήταν μία εκ των υστέρων κατασκευή αυτών που εξήλθαν νικητές από τις πολιτικές συγκρούσεις της εποχής, δηλαδή όσων βρίσκονταν γύρω από το Πατριαρχείο και συμμερίζονταν τις απόψεις του».


Τα τελευταία χρόνια της αυτοκρατορίας οι άρχοντες, με επικεφαλής τους Παλαιολόγους, υιοθέτησαν δύο πολιτικά σχέδια: την απομάκρυνση του αυτοκράτορα από την Εκκλησία και τη διακήρυξη ενός εδαφικά ορισμένου και «εθνικά» ομοιογενούς κράτους. Αυτά τα σχέδια έφερναν σε σύγκρουση τους άρχοντες με το Πατριαρχείο. Η σύγκρουση εξελίχθηκε σε πόλεμο, με αφορμή τη σχεδιαζόμενη ένωση των Εκκλησιών. Η ένωση των Εκκλησιών δεν ήταν μόνο μια διέξοδος ανάγκης για τη σωτηρία της αυτοκρατορίας. Οι Παλαιολόγοι είχαν αντιληφθεί ότι η επιβίωση της αρχής του μπορούσε να επιτευχθεί σε μια ενοποιημένη όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτικά Μεσόγειο. Ο κίνδυνος των Τούρκων επιτάχυνε τον «εκμοντερνισμό» της αυτοκρατορίας, που λόγω της Αλωσης δεν ολοκληρώθηκε. Η απροθυμία ή η αδυναμία της Δύσης να βοηθήσει την Κωνσταντινούπολη έστρεψε ορισμένους από τους άρχοντες στην καινούργια εξουσία, των κατακτητών Οθωμανών. Αυτοί οι ίδιοι άρχοντες όμως υπερασπίστηκαν πάνω στα τείχη την πόλη τους. Υπερασπίστηκαν, όπως μας λέει η συγγραφέας, την πατρίδα που οι ίδιοι χρειάζονταν, όχι την πατρίδα που οι μεταγενέστεροι έφτιαξαν για αυτούς.


Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε γιατί έγινε η Αλωση και πώς, είναι αναγκαίο να γνωρίζουμε ποιος είναι ο 15ος «βυζαντινός αιώνας».


Η Κωνσταντινούπολη


Πριν απ’ όλα η ίδια η Κωνσταντινούπολη. Σίγουρα δεν έχει το μέγεθος και την επιβλητικότητα της εποχής της ακμής της αυτοκρατορίας. Εξακολουθεί να έχει όμως τον μύθο. Ο πληθυσμός της ανερχόταν σε 40.000 και οι κάτοικοί της ζούσαν, ψυχολογικά, με τον φόβο των Τούρκων. Ο πολεοδομικός της ιστός παρέμενε αναλλοίωτος αλλά η παρακμή του χτισμένου περιβάλλοντος ήταν εμφανής. Ο Ιππόδρομος καλυπτόταν από δέντρα. Πάνω στη μνημειακή κινστέρνα του Φιλόξενου, καθώς και σε άλλες κινστέρνες, καλλιεργούνταν αμπέλια, με σημαντική παραγωγή κρασιού. Μη ξεχνάμε ότι η αυτοκρατορία είναι πλέον πόλη-κράτος κι έχει απολέσει το μεγαλύτερο μέρος της αγροτικής ενδοχώρας της. Ακόμη και το Μέγα Παλάτιον ήταν εγκαταλελειμμένο και ερειπωνόταν. Τα δημόσια έργα είχαν εγκαταλειφθεί. Μόνο η επισκευή των λιμανιών και των τειχών ήταν «οι μόνες μαρτυρούμενες ευκαιρίες που είχε η πολιτική εξουσία για να διαχειρισθεί το δημόσιο χώρο της πόλης». Τελικά, σύμφωνα με τη συγγραφέα «η παλαιά βασιλεύουσα ήταν μια πόλη-λιμάνι που στεκόταν αμήχανη απέναντι στο παρελθόν της και δεν είχε εφεύρει ακόμη καινούργια στοιχεία για να ορίσει τη φυσιογνωμία της. Ο,τι αποτύπωνε τη δύναμή της ήταν η αγορά και τα σπίτια των πλουσίων».


Οι πλουτήσαντες


Σ’ αυτόν τον αιώνα, δίπλα στους παλιούς άρχοντες που στήριζαν τη δύναμή τους στη γη και οι οποίοι, φυσικά, την είχαν στερηθεί, στέκουν οι επιχειρηματίες, κυρίως έμποροι, που στήριζαν τη δύναμή τους στο χρήμα, στον χρυσό, και οι οποίοι στις πηγές αναφέρονται ως νεωστί πλουτήσαντες (νεόπλουτοι). Αυτοί οι άνθρωποι θα πωλούσαν ακόμη και την ψυχή τους για τον χρυσό. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη «βυζαντινή» ορολογία, πλούσιος είναι ο οικονομικά και κοινωνικά ισχυρός ενώ πένης είναι κυρίως ο κοινωνικά, και όχι τόσο ο οικονομικά, αδύναμος.


Ενας απ’ αυτούς τους νέους πλούσιους ήταν ο Λουκάς Νοταράς. Η οικογένεια είχε έρθει στην Πόλη από τη Μονεμβασιά, τον προηγούμενο αιώνα, ως έμποροι παστών ψαριών. Ο ίδιος ήταν έμπορος, εφοπλιστής, με λογαριασμούς σε τράπεζες της Βενετίας και της Γένοβας, δηλαδή είχε ένα προφίλ που κάθε άλλο παρά θα τον τοποθετούσε στην πλευρά των ανθενωτικών. Φαίνεται όμως ότι η περίφημη φράση του «καλύτερα τουρκικό φακιόλι παρά καλύπτρα λατινική» δεν ειπώθηκε από τον Νοταρά για θρησκευτικούς λόγους. Ηταν αποτέλεσμα μιας καθαρά πολιτικής συμπεριφοράς, όταν συνειδητοποίησε την απροθυμία των Δυτικών να βοηθήσουν την Κωνσταντινούπολη και διαπίστωσε ότι το να ακολουθηθεί η βέβαιη φορά των πραγμάτων ήταν αναπόφευκτο.


Τα αξιώματα


Αυτοί οι νέοι πλούσιοι, φυσικά μαζί με την παλιά αριστοκρατία, ενδιαφέρονταν να συμμετέχουν στην άσκηση της εξουσίας και επομένως να συμμαχούν με τον αυτοκράτορα. Το παράδοξο είναι γιατί, ενώ ο κίνδυνος των Τούρκων ήταν πλέον σίγουρος, οι άρχοντες επιζητούσαν συνεχώς κρατικά αξιώματα. Ισως γιατί, όπως μας λέει η συγγραφέας, επένδυαν με την προοπτική της μετά την Αλωση εποχής. «Τα αξιώματα που κατείχαν στην αυτοκρατορική αυλή θα ήταν η εγγύηση που χρειάζονταν για την πολιτική επιβίωσή τους όταν οι Τούρκοι θα κυριαρχούσαν». Αυτοί οι άρχοντες υπερασπίστηκαν βέβαια την πόλη. Χαρακτηριστικό του κλίματος των αντιφάσεων και της ρευστότητας των τελευταίων χρόνων της αυτοκρατορίας.


Το Πατριαρχείο


Συμμετοχή στην κοινωνική ιεραρχία διεκδικούσαν και οι αξιωματούχοι του Πατριαρχείου, που αποτελούσαν έναν κλειστό κύκλο. Οταν οι Παλαιολόγοι άρχιζαν να προωθούν την ενωτική τους πολιτική, με σκοπό να σώσουν την αυτοκρατορία, οι αξιωματούχοι του Πατριαρχείου αποσταθεροποιήθηκαν. Ζούσαν σε κατάσταση αβεβαιότητας και στο θέμα της Ενωσης άλλαζαν συνεχώς στρατόπεδο. Σύμφωνα με τη συγγραφέα «ο κύκλος του Πατριαρχείου βρισκόταν σε άμυνα, γιατί φαίνεται ότι είχε χάσει την ισχύ του στην Κωνσταντινούπολη». Και είχε χάσει την ισχύ του όχι μόνο σε σχέση με το Παλάτι αλλά και σε σχέση με τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας, που ήταν οι παραδοσιακοί σύμμαχοί του.


Η σύγκρουση


Η πολιτική ζωή του 15ου αιώνα σφραγίζεται από μια βασική σύγκρουση μεταξύ των δύο κυρίαρχων ομάδων της βυζαντινής κοινωνίας: των κοσμικών αρχόντων και των αξιωματούχων του Πατριαρχείου.


Αυτή η σύγκρουση που εγγραφόταν στο φόντο της διαμάχης για την ένωση των Εκκλησιών, υπέκρυπτε, κατά τη συγγραφέα, την πολιτική σύγκρουση με διακύβευμα το ίδιο το παρόν και το μέλλον του Βυζαντίου.


Η τολμηρή υπόθεση της συγγραφέως είναι ότι αυτή την περίοδο οι άρχοντες, και φυσικά ο αυτοκράτορας, προωθούσαν την ιδέα ενός «εθνικού» κράτους, κάτι που, όπως αντιλαμβάνεται κανείς, δεν άρεσε στην Εκκλησία, αφού την άφηνε απ’ έξω. Η σύγκρουση ανάμεσα στην Πολιτεία και στην Εκκλησία συνέβαλε ώστε η θέση του αυτοκράτορα να αποκτήσει περισσότερο κοσμικό χαρακτήρα. Δεν είναι τυχαίο, ως προς αυτό, ότι η τελετουργία της στέψης έχασε τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της.


Σύμφωνα με τη συγγραφέα, παρά τις κατά καιρούς διατυπωμένες αντίθετες υποθέσεις, από τους τρεις τελευταίους αυτοκράτορες ο Κωνσταντίνος τελικά δεν στέφθηκε. Η συγγραφέας προβαίνει σε μία ακόμη τολμηρή υπόθεση: ότι η διαμάχη για ένα κοσμικό κράτος ή αυτοκρατορία, που άρχισε στο τέλος του 14ου αιώνα, εξακολούθησε να υφίσταται και μετά το 1453.


Η «ορθόδοξη ουτοπία» του Πατριαρχείου δεν είχε ανάγκη από την πολιτική οντότητα του βυζαντινού κράτους. Ηταν μια ουτοπία με θρησκευτικά οικουμενικά χαρακτηριστικά.


Η αφήγηση


Τέλος, κάτι που πρέπει να επισημανθεί γιατί δεν είναι αυτονόητο. Η συγγραφέας ξέρει να αφηγείται. Το αφηγηματικό της χάρισμα, συνδυασμένο με την επιστημονική ακρίβεια ως προς τη χρήση των πηγών, δίνει στο βιβλίο Βασιλεύς ή Οικονόμος μια διπλή διάσταση: επιστημονική έρευνα και ταυτόχρονα αφήγημα για μεγάλο αναγνωστικό κοινό.