Στον δημόσιο τομέα οι μισθοί θα αυξηθούν σε ποσοστό 2%. Η αύξηση αυτή θα δοθεί από την 1η του έτους. Σε πολλές περιπτώσεις λόγω της ωρίμανσης η αύξηση των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων θα διαμορφωθεί σε ποσοστό 3,7%. Σε ποσοστό 2,8% θα αυξηθούν από 1ης Ιανουαρίου 1999 και οι συντάξεις του Δημοσίου.


Στον ιδιωτικό τομέα πιλότο στη διαμόρφωση της εισοδηματικής πολιτικής θα αποτελέσει η Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που υπεγράφη εφέτος και έχει διετή διάρκεια. Ετσι, αν ο πληθωρισμός, όπως εκτιμάται, διαμορφωθεί στο τέλος του έτους σε ποσοστό 4,2%, από 1ης Ιανουαρίου του 1999 θα δοθεί διορθωτική αύξηση 0,7% και ακόμη αύξηση 1,4%. Το ίδιο ποσοστό αύξησης θα δοθεί και από 1ης Ιουλίου 1999, έτσι ώστε το μέσο ποσοστό αύξησης να διαμορφωθεί σε 3% περίπου. Στο ποσοστό αυτό με μικρές προς τα πάνω αποκλίσεις θα διαμορφωθούν και οι αυξήσεις που θα δοθούν με την υπογραφή και των κλαδικών συμβάσεων εργασίας. Με βάση τα παραπάνω ανακύπτει το ερώτημα: Από τον συνδυασμό της εισοδηματικής και της φορολογικής πολιτικής, έτσι όπως διαγράφονται, οι εργαζόμενοι θα βγουν χαμένοι ή κερδισμένοι το 1999; Θα έχουν δηλαδή αύξηση ή μείωση του διαθέσιμου εισοδήματός τους, με πρόβλεψη ότι ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο τέλος του 1999 στο επιθυμητό από την κυβέρνηση ποσοστό 2%;


Ας δούμε με παραδείγματα τι μέλλει γενέσθαι: 1ο ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ


Εστω μισθωτός του Δημοσίου πτυχιούχος ανωτάτης σχολής με 11 χρόνια υπηρεσίας στο Δημόσιο και μισθολογικό κλιμάκιο 12. Ο υπάλληλος είναι έγγαμος και έχει δύο ανήλικα παιδιά. Το 1999 δεν παίρνει αύξηση λόγω ωρίμανσης διότι δεν τη δικαιούται. Η ωρίμανση θα του δοθεί το 2000.


Οι ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές του έχουν διαμορφωθεί εφέτος ως εξής:


Βασικός μισθός 182.000


Χρονοεπίδομα 24% 43.680


Επίδομα εξομάλυνσης 27.000


Οικογενειακή παροχή 24.000


Κίνητρο απόδοσης 53.000


Σύνολο 329.680


Οι κρατήσεις υπέρ των Ταμείων είναι οι ακόλουθες:


* Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων. 4% επί του βασικού μισθού και του χρονοεπιδόματος


1% επί των λοιπών επιδομάτων


Δηλαδή συνολική κράτηση 10.067 δρχ.


* Ταμείο Αρωγής 5% επί του βασικού και του χρονοεπιδόματος, δηλαδή κράτηση 11.250 δρχ.


* Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων 4% επί του βασικού μισθού και του χρονοεπιδόματος, δηλαδή κράτηση 9.027.


* Κράτηση για κύρια σύνταξη 6,67% στο βασικό και στο χρονοεπίδομα, δηλαδή κράτηση 15.053 δρχ.


* Υγειονομική περίθαλψη, κράτηση, 2,55% επί του συνόλου των αποδοχών, δηλαδή 8.406 δρχ.


Ετσι οι συνολικές κρατήσεις ανέρχονται σε 53.803 δρχ. και οι καθαρές προ φόρου αποδοχές σε 275.877 δρχ. Δηλαδή το ετήσιο καθαρό προ φόρου εισόδημά του θα ανέλθει το 1998 σε (275.877 Χ 12) + (176.030 Χ 2) = 3.662.584.


Το καθαρό αυτό εισόδημα θα υπαχθεί σε φόρο με βάση τη φορολογική κλίμακα. Από 1.1.1998 ο παρακρατούμενος μηνιαίος φόρος υπολογίζεται με την ίδια κλίμακα, κατά συνέπεια με κάποια ανοχή θα υποτεθεί ότι ο φόρος που παρακρατήθηκε από τον υπάλληλο το 1998 είναι αυτός που θα προκύψει με την εκκαθάριση της φορολογικής του δήλωσης που θα υποβληθεί το 1999. Ετσι με βάση την κλίμακα φόρου στο εισόδημα των 3.662.584 δρχ. αναλογεί φόρος 217.887, ο οποίος μειώνεται κατά 50.000 δρχ. για τα δύο παιδιά και περαιτέρω σε ποσοστό 2,5% λόγω προείσπραξης, δηλαδή ο συνολικά οφειλόμενος φόρος θα ανέλθει το 1998 σε 163.690 δρχ. Κατά συνέπεια το διαθέσιμο εισόδημα του παραπάνω μισθωτού θα ανέλθει το 1998 σε 3.662.584 ­ 163.690 = 3.498.894.


Ας δούμε όμως στη συνέχεια πώς θα διαμορφωθεί το διαθέσιμο πραγματικό εισόδημά του το 1999 με βάση την εισοδηματική και φορολογική πολιτική που εξαγγέλθηκε.


Με το ποσοστό αύξησης που εξαγγέλθηκε οι μηνιαίες ακαθάριστες αποδοχές του θα διαμορφωθούν από 1.1.99 ως εξής:


Αποδοχές


Βασικός μισθός 185.640


Χρονοεπίδομα 24% 44.554


Επίδομα εξομάλυνσης 27.000


Οικογενειακή παροχή 24.000


Κίνητρο απόδοσης 53.000


Σύνολο 334.194


Κρατήσεις


ΜΤΠΥ 10.340


Ταμείο Αρωγής 11.510


Ταμείο Πρόνοιας 9.207


Σύνταξη 15.354


Υγειονομική περίθαλψη 8.522


Σύνολο 54.933


Ετσι οι καθαρές μηνιαίες προ φόρου αποδοχές του υπαλλήλου θα διαμορφωθούν από 1.1.99 σε 279.261 δρχ. και το ετήσιο προ φόρου εισόδημά του σε (279.261 Χ 12) + (179.552 Χ 2) = 3.710.236 δρχ. Στο εισόδημα αυτό αναλογεί φόρος με βάση την κλίμακα 225.035 δρχ. ο οποίος, μετά τις μειώσεις για τα προστατευόμενα παιδιά και για την προείσπραξη, διαμορφώνεται σε 170.660, οπότε το διαθέσιμο εισόδημα του υπαλλήλου θα διαμορφωθεί το 1999 σε 3.710.236 ­ 170.660 = 3.539.576 δρχ. και αν το διαθέσιμο αποπληθωριστεί με το επιθυμητό ποσοστό μεταβολής του τιμαρίθμου, 2%, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα θα διαμορφωθεί σε 3.470.172, ενώ αν αποπληθωριστεί με το ποσοστό μεταβολής του τιμαρίθμου 2,5% που θεωρείται πιθανολογούμενο, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα θα διαμορφωθεί σε 3.453.244 δρχ. Και στις δύο περιπτώσεις θα έχουμε το 1999 μείωση του πραγματικού διαθεσίμου εισοδήματος σε ποσοστό που θα κυμανθεί από 0,8% ως 1,3%. 2ο ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ


Ας δούμε όμως τι θα προκύψει το 1999 για ένα μέσο συνταξιούχο του Δημοσίου, ο οποίος από 1.1.99 θα πάρει αύξηση στην κύρια σύνταξη 2,8%. Τα μερίσματα από το ΜΤΠΥ και το Ταμείο Αρωγής εκτός από την τιμαριθμική αναπροσαρμογή θα αναπροσαρμοστούν περαιτέρω με βάση την προσαρμογή που έγινε εφέτος στην κύρια σύνταξη προς το νέο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων.


Σε ποιο ύψος θα ανέλθει η αναπροσαρμογή των μερισμάτων δεν είναι γνωστό, έτσι ώστε με ακρίβεια να προσδιοριστεί αν οι συνταξιούχοι του Δημοσίου θα υποστούν και αυτοί το 1999 μείωση του πραγματικού διαθεσίμου εισοδήματός τους. Ακόμη θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι συνταξιούχοι του Δημοσίου πήραν εφέτος αναδρομικά σημαντικά ποσά λόγω ακριβώς της προσαρμογής που έγινε στις συντάξεις με το μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων. Αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος για τον οποίο η μέτρηση με ακρίβεια της μεταβολής στο διαθέσιμο εισόδημα είναι σχετικά δύσκολη. Ετσι η μεταβολή στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα θα υπολογιστεί με βάση την τιμαριθμική αύξηση που θα δοθεί στην κύρια σύνταξη ως ένα ενδεικτικό παράδειγμα.


Αν υποτεθεί πως η κύρια καθαρή προ φόρου μηνιαία σύνταξη ενός συνταξιούχου του Δημοσίου ανήλθε το 1998 κατά μέσο όρο σε 250.000 δρχ. και το ετήσιο καθαρό προ φόρου εισόδημά του σε 3.500.000 δρχ. και ο συνταξιούχος αυτός είναι έγγαμος χωρίς προστατευόμενα μέλη και χωρίς εισόδημα από άλλες πηγές, τότε το διαθέσιμο εισόδημά του μετά την αφαίρεση του οφειλόμενου φόρου θα ανέλθει εφέτος σε: (3.500.000 ­ 188.663) = 3.311.337.


Από 1.1.1999 η καθαρή προ φόρου μηνιαία σύνταξη θα διαμορφωθεί σε 256.800 και το ετήσιο προ φόρου καθαρό εισόδημά του σε 3.595.200 δρχ., το οποίο μετά την αφαίρεση του οφειλόμενου φόρου θα διαμορφωθεί σε: (3.595.200 – 202.585) = 3.392.615. Αν αυτό το εισόδημα αποπληθωριστεί με το επιθυμητό ποσοστό πληθωρισμού 2% θα διαμορφωθεί σε 3.326.093, το οποίο είναι κατά τι υψηλότερο από το διαθέσιμο εισόδημα του 1998 γιατί η ποσοστιαία ονομαστική αύξηση της σύνταξης είναι υψηλότερη από το επιθυμητό επίπεδο πληθωρισμού. Αν το ίδιο εισόδημα αποπληθωριστεί με το ποσοστό του πληθωρισμού το οποίο πιθανολογείται, 2,5%, τότε το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα του 1999 θα διαμορφωθεί σε 3.309.868, δηλαδή κατά τι μικρότερο του εισοδήματος του 1998.


Συμπερασματικά το 1999 θα είναι μια πολύ δύσκολη χρονιά για τους μισθοσυντήρητους. Τι θα γίνει στα Ταμεία


Θετικές είναι οι προοπτικές των οικονομικών στοιχείων των ασφαλιστικών ταμείων και των οργανισμών κοινωνικής πρόνοιας για το 1999. Στις εκτιμήσεις του προϋπολογισμού για το επόμενο έτος περιλαμβάνεται η σαφής βελτίωση τόσο των εσόδων των Ταμείων όσο και των οργανικών ελλειμμάτων τους. Τα έσοδα εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 11,28% έναντι ονομαστικής αύξησης του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος κατά 8,5%.


Το γεγονός αυτό αναμένεται να οδηγήσει σε μείωση του ελλείμματος ενώ επίσης προβλέπεται να μειωθεί στο ήμισυ και ο καθαρός δανεισμός των οργανισμών, δηλαδή από 0,76% του ΑΕΠ το 1998 σε 0,35% το 1999.


Τα θετικά αυτά αποτελέσματα, σύμφωνα με την ανάλυση του προϋπολογισμού, οφείλονται τόσο στη συγκράτηση των λειτουργικών δαπανών των Ταμείων όσο και στον εκσυγχρονισμό των ασφαλιστικών οργανισμών.


Από τους ισολογισμούς και απολογισμούς που υποχρεούνται πλέον να συντάσσουν τα ασφαλιστικά ταμεία γίνεται φανερό ότι την περίοδο 1992-1997 τα έσοδα των ασφαλιστικών οργανισμών αυξήθηκαν συνολικά κατά 114,5%, ποσοστό που αντιστοιχεί σε μέση ετήσια αύξηση ύψους 22,9%. Η αύξηση των εσόδων προήλθε από την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών την περίοδο αυτή, την αύξηση των πιστώσεων του τακτικού προϋπολογισμού προς τα Ταμεία, την αύξηση του αριθμού των ασφαλισμένων, τη μείωση της εισφοροδιαφυγής και τη βελτίωση των εισφοροεισπρακτικών μηχανισμών τους. Το ίδιο χρονικό διάστημα οι δαπάνες των Ταμείων για συντάξεις αυξήθηκαν κατά 99,7%, δηλαδή μέση ετήσια αύξηση 19,9%. Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στην αύξηση των συντάξεων και σε μικρότερο βαθμό στην αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων.


Αύξηση κατά 121,5% (μέση ετήσια αύξηση 24,3%) παρουσίασαν και οι δαπάνες για τη φαρμακευτική περίθαλψη των ασφαλισμένων ενώ οι δαπάνες νοσηλείας αυξήθηκαν κατά 262,5% (ετήσια αύξηση 21%).


Τέλος, η σχέση ασφαλισμένων προς συνταξιούχους ­ που αποτελεί και δείκτη βιωσιμότητας των Ταμείων ­ είναι θετική μόνο στα ταμεία εμπόρων και ΤΕΒΕ. Πιο τυχεροί οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα


Υψηλότερες αυξήσεις ­ έστω και κατ’ ελάχιστο όριο ­ από τους δημοσίους υπαλλήλους θα λάβουν το 1999 οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, σύμφωνα με τη διετή γενική συλλογική σύμβαση εργασίας που υπέγραψαν τον προηγούμενο Μάιο η ΓΣΕΕ και οι εργοδοτικές οργανώσεις.


Η σύμβαση προβλέπει για το επόμενο έτος αυξήσεις 1,4% από την 1.1.1999 και 1,4% από την 1.7.1999, ενώ ταυτοχρόνως περιέχεται ρήτρα για τη χορήγηση διορθωτικού ποσού στις 31.12.1998, ίσου με την απόκλιση του πληθωρισμού πέραν του 3,5% και κατ£ ανώτατο όριο ως το 4,5%.


Δηλαδή, αν επαληθευθούν οι προβλέψεις της κυβέρνησης και ο πληθωρισμός στο τέλος του έτους κινηθεί γύρω στο 4,2%, το διορθωτικό ποσό που θα πάρουν οι εργαζόμενοι θα είναι 0,7%.


Συνεπώς το ερχόμενο έτος όλες οι προσπάθειες της κυβέρνησης θα στραφούν στην εφαρμογή της εισοδηματικής πολιτικής στις ΔΕΚΟ και στις τράπεζες.


Οι μεγάλες και ισχυρές συνδικαλιστικές οργανώσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα έχουν «ανοιχτές» τις συμβάσεις για το 1990 και αναμένεται να επιδιώξουν αυξήσεις υψηλότερες από αυτές που περιλαμβάνονται στη σύμβαση της ΓΣΕΕ. Ωστόσο η κατεύθυνση του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας προς τους διοικητές των ΔΕΚΟ είναι σαφής και προβλέπει την πιστή τήρηση της εισοδηματικής πολιτικής, ιδιαίτερα το ερχόμενο κρίσιμο για το μέλλον της χώρας έτος.


Ετσι η «μάχη των μισθών» σε ΔΕΚΟ και τράπεζες αναμένεται να αρχίσει τον Ιανουάριο, όταν θα έχει ολοκληρωθεί η ισχύς των προηγούμενων συμβάσεων και θα έχουν διαφανεί τα όρια στα οποία θα κινηθεί ο πληθωρισμός το 1999.