«Κάθε ζωντανή και υγιής θρησκεία έχει μια συγκεκριμένη ιδιοσυγκρασία. Η δύναμή της συνίσταται στο ιδιότυπο και εκπληκτικό μήνυμά της και στην ροπή την οποία αυτή η αποκάλυψη δίνει στη ζωή. Οι οπτικές που ανοίγει και τα μυστήρια που διδάσκει είναι ένας άλλος κόσμος για να ζήσει κανείς. Και ένας άλλος κόσμος για να ζήσει κανείς – είτε περιμένουμε να περάσουμε κάποτε ολοκληρωτικά σε αυτόν είτε όχι – είναι αυτό που εννοούμε λέγοντας ότι έχουμε θρησκεία».
ΣΑΝΤΑΓΙΑΝΑ, Η λογική στη θρησκεία
Η Σταύρωση είναι η πιο γνώριμη εικόνα στον δυτικό πολιτισμό. Σύμβολο επιγραμματικό των Παθών, η Σταύρωση είναι μια εικόνα που εμπεριέχει την ουσία της χριστιανικής ηθικής και, κατά τούτο, την ηθική αντίληψη του δυτικού κόσμου. Η απεικόνιση του Θεανθρώπου ο οποίος επωμίζεται τις αμαρτίες μας και υποφέρει για τη λύτρωσή μας είναι κάτι το οποίο – για τη Δύση – αποτελεί πλέον καταβολή, αρχετυπική μνήμη, απόσταγμα της υπαρξιακής ανάγκης του ανθρώπου να ζει σε έναν ηθικό κόσμο.
Τι εικόνα όμως! Είναι τουλάχιστον παράδοξο το ότι το σύμβολο των ευγενέστερων συναισθημάτων που έχει καταφέρει να ορίσει ο δυτικός άνθρωπος είναι μια εικόνα τόσο βίαιη, τόσο απαίσια, γεμάτη αδιάλυτο, συμπαγή, επίγειο, ανθρώπινο πόνο. Γεννημένοι στη Δύση, σφυρηλατούμε την ηθική μας υπόσταση με σύμβολο την απεικόνιση της ανείπωτης φρίκης, ενός θανάτου αργού και αιματηρού· αγκάθια τρυπούν το δέρμα, η λόγχη πληγώνει το πλευρό, το βάρος του σώματος κάνει τη σάρκα να σκίζεται γύρω από τα καρφιά, τα μπράτσα στρεβλώνονται και τεντώνονται ώσπου να σπάσουν και μοναδική παρηγοριά στην κολασμένη δίψα είναι ένα σφουγγάρι ποτισμένο με ξίδι. Κοιτάξτε τα βασανισμένα κορμιά στη «Σταύρωση» του Αντονέλο ντα Μεσίνα, πώς στρίβουν, πώς αγκαλιάζουν τον σταυρό· πώς παραδίδονται σε μαρτύρια ανήκουστα, τα οποία ωστόσο εξακολουθούν να μνημονεύονται με κατάνυξη και βαθύ αίσθημα ευθύνης κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες.
Η απορία μου δεν έχει να κάνει τόσο με την πίστη όσο με την ιεροτελεστία. Η εικονογραφία έχει παραμείνει απαράλλαχτη μέσα στους αιώνες. Δεν είναι μόνο οι ιερείς ή οι καρδινάλιοι που, με την ίδια περίπου «χορογραφία» και φορώντας λίγο ως πολύ την ίδια «στολή», απαγγέλλουν τα ίδια λόγια όπως και πριν από τρεις, έξι ή δέκα αιώνες. Είναι η ίδια η εικονογραφία των Παθών, της Σταύρωσης και της Ανάστασης που επιμένει – στη φαντασία, στο χαρτί ή στον μουσαμά – αναλλοίωτη μέσα στη λαίλαπα του ρασιοναλισμού και της επιστημοκρατίας. Αλήθεια, πώς γίνεται αυτό; Πώς γίνεται ένας πολιτισμός τόσο ανθρωποκεντρικός, με τέτοια ευρεία αντίληψη του περιβάλλοντός του, με τέτοια πεποίθηση στην ικανότητά του να περιγράφει τους μηχανισμούς του Σύμπαντος, να εμμένει σε μια μυθολογία η οποία αν κάποτε (πριν από χίλια χρόνια) περιέγραφε με επιτυχία την ανθρώπινη αγωνία, στη σύγχρονη εποχή των κώνων φωτός, του ορίζοντα γεγονότων και της αρχής της απροσδιοριστίας πρέπει να είναι ξεπερασμένη; Γιατί δεν ξεπεράστηκε; Γιατί η ιεροτελεστία που δοξάζει το μαρτύριο του Ιησού, καθώς και ο ίδιος ο μύθος που τη γέννησε, παραμένουν ζωντανά;
«Το να προσπαθείς να εξετάσεις τη θρησκεία χωρίς να εξετάσεις μια συγκεκριμένη θρησκεία είναι σαν να προσπαθείς να μιλήσεις χωρίς να χρησιμοποιήσεις μια συγκεκριμένη γλώσσα» λέει ο Σανταγιάνα. Και όμως η κοινωνική ανθρωπολογία πέτυχε να κάνει ακριβώς αυτό, ειδικά με τη «δομική» προσέγγιση του Κλίφορντ Γκίερτς. Ο Γκίερτς, καθηγητής των Κοινωνικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, στο δοκίμιό του «Η θρησκεία ως πολιτιστικό σύστημα» («Religion As a Cultural System», 1966), χωρίς να παραγνωρίζει το χρέος του στους προκατόχους του, Φρέιζερ, Ντυρκέμ, Βέμπερ και Μαλινόφσκι, δίνει έναν εξαιρετικά πειστικό «δομικό» ορισμό της θρησκείας: «Θρησκεία είναι ένα σύστημα συμβόλων το οποίο δρα για να εγκαταστήσει δυνατές, καθολικές και μακροπρόθεσμες διαθέσεις και κίνητρα στους ανθρώπους, σχηματίζοντας αντιλήψεις για τη γενική δομή της ύπαρξης και ντύνοντας αυτές τις αντιλήψεις με ένα φωτοστέφανο αντικειμενικότητας, ώστε οι διαθέσεις και τα κίνητρα να μοιάζουν με μοναδικό τρόπο ρεαλιστικά». Και η φιλόσοφος Σουζάν Λάνγκερ εξηγεί γιατί ο άνθρωπος έχει τόση ανάγκη ένα τέτοιο σύστημα συμβόλων: «Ο άνθρωπος μπορεί με κάποιον τρόπο να προσαρμοστεί σε οτιδήποτε μπορεί να αντιμετωπίσει με τη φαντασία του· αλλά δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το χάος. Επειδή η πιο χαρακτηριστική λειτουργία του είναι η αντίληψη, ο μεγαλύτερος φόβος του είναι να συναντήσει κάτι που δεν μπορεί να συλλάβει – το “υπερφυσικό”, όπως λέγεται συχνά. Δεν χρειάζεται να είναι κάτι καινούργιο· συναντούμε καινούργια πράγματα και τα “καταλαβαίνουμε” αμέσως, αν και με επιφυλακτικότητα, με την πιο κοντινή τους αναλογία, αν το μυαλό μας λειτουργεί ανεμπόδιστα. Αλλά υπό διανοητική πίεση ακόμη και εντελώς οικεία πράγματα μπορεί ξαφνικά να αποδιοργανωθούν και να μας προκαλέσουν φρίκη. Γι’ αυτό τα πιο σημαντικά αγαθά μας είναι πάντοτε τα σύμβολα του γενικού προσανατολισμού μας στη φύση, στη γη, στην κοινωνία και σε αυτό που κάνουμε».
Το «υπερφυσικό» δεν είναι ο Θεός. Δεν ξεκινάμε από τον Θεό. (Αλλωστε πέραν των μεγάλων – των «εκλογικευμένων», κατά τον Βέμπερ – θρησκειών, υπάρχουν θρησκείες οι οποίες λίγα έχουν να κάνουν με μια αντίληψη του «θείου» όπως η δική μας.) Το «υπερφυσικό», αυτό που δεν μπορούμε να συλλάβουμε, αυτό που μας φέρνει απεγνωσμένους στο χείλος του χάους, είναι, όπως το ονομάζει η ανθρωπολογία, το Κακό. (Ο Διάβολος της χριστιανικής θρησκείας, αν θέλετε, ή η Ράνγκντα της ινδονησιακής. Ο Διάβολος, πολύ φοβάμαι, ήταν εδώ πριν από τον Θεό.) Κακό ονομάζουμε τη διαρκή απειλή να αποσυντεθεί μια βιώσιμη αντίληψη του κόσμου σε ένα σωρό ακατανόητες και επίπονες καταστάσεις (συνήθως σε ξαφνικό και «ανήθικο», δηλαδή χωρίς προφανές αίτιο, πόνο, όπως η αρρώστια, ο θάνατος, η οποιαδήποτε αναπάντεχη αναστροφή μιας προδιαγεγραμμένης πορείας). Εξ ου και η γνωστή ρήση του Μαλινόφσκι ότι η θρησκεία μάς βοηθά να «υπομείνουμε καταστάσεις συναισθηματικής έντασης, ανοίγοντας οδούς διαφυγής από τέτοιες καταστάσεις που αποκλείουν οποιαδήποτε διαφυγή μέσω της εμπειρίας». Αυτή βέβαια είναι μια πολύ στενή θεώρηση της λειτουργίας της θρησκείας. Η θρησκεία δεν μας προσφέρει απλώς τρόπο να υπομένουμε το Κακό, δεν μας διδάσκει μόνο πώς να υποφέρουμε. Κάνει κάτι πολύ πιο σημαντικό: μας ασκεί σε ένα είδος οργουελικού «doublethink», μας επιτρέπει να δεχόμαστε ότι υπάρχουν πράγματα (όπως πρωτίστως το Κακό) τα οποία δεν μπορούμε να εξηγήσουμε και ταυτόχρονα να πιστεύουμε ότι είναι ολωσδιόλου εξηγήσιμα – απλώς όχι από εμάς. «Πρόκειται», κατά τον Κλίφορντ Γκίερτς και πάλι, «για την επιβεβαίωση, ή τουλάχιστον για την αναγνώριση, της αδυναμίας να διαφύγει κανείς από την άγνοια, τον πόνο και την αδικία στο ανθρώπινο πεδίο και ταυτόχρονα για την άρνηση να δεχτεί κανείς ότι αυτοί οι παραλογισμοί είναι χαρακτηριστικά του κόσμου εν γένει». Ετσι η θρησκεία (σε αντίθεση με την επιστήμη ή τη φιλοσοφία που σε κάποιο σημείο παραδίδονται μπροστά στην παντοδυναμία του ανεξήγητου) εξορίζει το χάος από την ανθρώπινη ζωή και επιτυγχάνει να αποτελεί την πιο καθολική, βιώσιμη αντίληψη του κόσμου.
Η χριστιανική εξακολουθεί να είναι μια πολύ λειτουργική θρησκεία. Και η εικονογραφία που μοιάζει να μας καταδιώκει εδώ και τόσους αιώνες, όπως και οι θρησκευτικές ιεροτελεστίες, όπως αυτή που τηρούμε όλοι ετούτες τις ημέρες, εξακολουθούν να είναι ανακουφιστικές. (Οι ιεροτελεστίες είναι ίσως κατάλοιπα της μαγείας στη θρησκεία. Η μαγεία, όπως γράφει ο Μαλινόφσκι, η οποία βασίζεται στην πεποίθηση του ανθρώπου ότι μπορεί να εξουσιάσει απευθείας τη φύση, αν μόνο γνωρίζει τους νόμους που την κυβερνούν, είναι μάλλον πιο κοντά στη σημερινή επιστήμη παρά στη θρησκεία. Η θρησκεία, η ομολογία της ανθρώπινης ανεπάρκειας τουλάχιστον σε κάποια πράγματα, ανυψώνει τον άνθρωπο πέρα από τη σφαίρα της μαγείας και έτσι καταφέρνει να συγκατοικεί στην ανθρώπινη δραστηριότητα με την επιστήμη, στην οποία η μαγεία κατέθεσε τα όπλα. Εν τούτοις στον βαθμό που η μαγεία προσπαθεί να επιτύχει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα επιμένοντας σε μια περιγεγραμμένη διαδικασία, έχει κοινά σημεία με τη θρησκευτική ιεροτελεστία ή την προσευχή. Ισως ο χριστιανός ιερέας με τα κομματάκια ψωμί και το ποτήρι κρασί δεν είναι τόσο μακριά από τον σαμάνο με τα βότανά του ή τον μάντη με τα κοκαλάκια του.) Ο μύθος της Σταύρωσης και της Ανάστασης καθιστά εξηγήσιμο (αν και όχι από εμάς) το σκοτεινότερο σημείο της ανθρώπινης ζωής, το σημείο όπου η λογική παγώνει: τον θάνατο· μας προσφέρει την αίσθηση ότι μετέχουμε στη διαδικασία του, ότι στην πραγματικότητα ό,τι συμβαίνει συμβαίνει προς όφελός μας. Δεν υπομένουμε απλώς με σχετική επιτυχία την απώλεια ενός κοντινού μας ανθρώπου ή τη φρικιαστική προοπτική του τέλους της δικής μας ζωής. Κατανοούμε από πού ερχόμαστε, πού θα πάμε μετά, ποιος τα αποφασίζει όλα αυτά, ότι τα αποφασίζει θέλοντας να μας ωφελήσει και όχι να μας βλάψει, και συνεπώς ζούμε σε έναν κόσμο λειτουργικό, βιώσιμο, χτισμένο – μολονότι με τα μέτρα κάποιου άλλου – στα μέτρα τα δικά μας. zenakos@dolnet.gr



