” Ο αθλητισμός και η μουσική είναι παγκόσμια υπόθεση ”
Δεν είναι βεβαίως η πρώτη φορά που ο σπουδαίος αμερικανός συνθέτης βρίσκεται στη χώρα μας για να παρουσιάσει μία από τις τόσο γνωστές και αγαπημένες δουλειές. Νωπές είναι ακόμη οι μνήμες από τη σόλο εμφάνισή του στο Παλλάς στο μέσον της δεκαετίας του 1990 ή και από την πιο πρόσφατη εμφάνισή του στον Λυκαβηττό, όπου παρουσίασε παράλληλα με την προβολή της ταινίας «Koyaanisqatsi» τη μουσική της με το μουσικό σύνολο Philip Glass Ensemble. Αν και ο ίδιος αρνείται την ταμπέλα του μινιμαλιστή, στο ευρύτερο κοινό έγινε γνωστός με αυτόν τον τρόπο γραφής, με αυτά τα μαγικά επαναλαμβανόμενα μοτίβα και μέσα από εξαιρετικά έργα όπως οι όπερες του «Satyagraha» και «Akhnaten», τα τραγούδια του «Songs from liquid days», την εξαιρετική συνεργασία του με τον Ραβί Σανκάρ στο «Passages», το συμφωνικό έργο του «Κοντσέρτο για βιολί» και τα υπέροχα σάουντρακ, μεταξύ πολλών άλλων. Στο Ηρώδειο στις 3 και 4 Ιουνίου και στο Θέατρο Δάσους στις 7 και 8 Ιουνίου, θα έχουμε την τύχη να παρακολουθήσουμε το έργο «Ωρίων», ειδική παραγγελία της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας. Στο έργο αυτό ο Φίλιπ Γκλας συνεργάστηκε με επτά καλλιτέχνες από ισάριθμες χώρες προκειμένου, όπως υποστηρίζει, να δοθεί όσο καλύτερα γίνεται μέσω της μουσικής το παγκόσμιο πνεύμα των Ολυμπιακών Αγώνων. Ετσι θα εμφανιστούν ο καναδός βιρτουόζος του ντιτζέριντου Μαρκ Ατκινς, η Κινέζα Γου Μαν στην πίπα, ο Φοντέι Μούσα Σούσο από την Γκάμπια στην κόρα, ο Ινδός Γκουαράβ Μαζουμντάρ, μαθητής του Ραβί Σανκάρ, ο Καναδός Ασλεϊ Μακιζάακ στο βιολί, το συγκρότημα κρουστών από τη Βραζιλία Uakti και η Ελευθερία Αρβανιτάκη από την Ελλάδα. Συναντήσαμε τον Φίλιπ Γκλας στις πρόβες και επιβεβαίωσε τον κανόνα ο οποίος θέλει κάθε μεγάλο καλλιτέχνη να είναι απλός. Με τη διάθεση που τον χαρακτηρίζει να διηγείται ιστορίες, μας μίλησε για το νέο έργο του.
– Είναι εύκολη υπόθεση να ενώσετε τον κόσμο σε μια περίοδο που μοιάζει πιο χωρισμένος από ποτέ, όπως κάνετε στο έργο σας«Ωρίων»;
«Καθόλου, θα έλεγα. Είχα όμως την τύχη να δουλέψω με όλους αυτούς τους καλλιτέχνες, με πρώτο τον Ραβί Σανκάρ, από την αρχή της καριέρας μου τη δεκαετία του 1960 – εκτός βεβαίως από την Ελευθερία – και έτσι οι προσκλήσεις τις οποίες απηύθυνα δεν ήταν τυχαίες».
– Οι συνεργασίες αυτού του τύπου ήταν πάντα εύκολες;
«Από την αρχή ακόμη αποτελούσε μεγάλη πρόκληση για μένα η συνεργασία μου με μουσικούς από άλλες χώρες. Επρεπε να μάθω να ακούω με νέους τρόπους, να περάσω ένα σύνορο, έπρεπε να διασχίσω ένα πολιτιστικό σύνορο, να ανοίξω μια νέα πόρτα».
– Δεν είχατε ποτέ τον φόβο ότι δεν θα μπορούσατε να ξεχωρίσετε το καλό από το φθηνό παρασυρμένος από τους εξωτικούς ήχους μιας νεοανακαλυφθείσας μουσικής;
«Πολύ καλή ερώτηση, αλλά η αλήθεια είναι ότι όποια γλώσσα και αν μιλάς καταλαβαίνεις τη μουσική γλώσσα του άλλου σχεδόν από την αρχή. Οταν γνώρισα τον Φοντέι Σούσο και τον ήχο της κόρα, το πρώτο πράγμα που ζήτησα να μάθω ήταν πώς λειτουργεί το τονικό σύστημα στο οποίο βασίζεται. Πιστεύω όμως ότι ένας καλός ακροατής – και αυτό είναι κάτι που το εξελίσσεις καθημερινώς – μπορεί να ξεχωρίσει την ποιότητα στη μουσική».
– Την Ελευθερία Αρβανιτάκη πώς την ξεχωρίσατε;
«Ζήτησα να ακούσω χαρακτηριστικά τραγούδια της ελληνικής μουσικής και η Ελευθερία προκάλεσε από την αρχή το ένστικτό μου. Ρώτησα αν ήθελε να συνεργαστούμε και συμφώνησε».
– Φαίνεται ότι τα αστέρια ασκούν ιδιαίτερη έλξη επάνω σας αφού το 1977 είχατε ονομάσει άλλη μία δουλειά σας με όνομα αστεριού… (Πρόκειται για το άλμπουμ «North Star».)
«Από παιδί ακόμη ανήκα στους ανθρώπους που παρακολουθούσαν τον ουρανό. Μελετούσα τα αστέρια. Ο Ωρίων όμως ασκεί επάνω μου ιδιαίτερη γοητεία αφού σε όποιο ημισφαίριο και αν βρίσκεσαι, σε όποια χώρα, πάντα στέκεται εκεί μεγαλόπρεπος. Μίλησα σε όλους τους μουσικούς και όλοι, απ’ όπου και αν προέρχονταν, είχαν μια ιστορία να μου πουν για τον Ωρίωνα».
– Δεν είναι η πρώτη φορά που σας ζητούν έργο σας για μια Ολυμπιάδα – το 1984 ήσασταν από τους βασικούς συνθέτες στην τελετή έναρξης στο Λος Αντζελες.
«Σωστά. Από τότε είχα την ιδέα ότι αθλητισμός και μουσική έχουν πολλά κοινά: την εκπαίδευση, την πειθαρχία, την αποφασιστικότητα, την αφοσίωση… Επίσης, όπως και ο αθλητισμός, έτσι και η μουσική είναι παγκόσμια υπόθεση. Σκέφτομαι αυτό που είπατε πριν, ότι ο κόσμος είναι χωρισμένος περισσότερο από ποτέ, και έχετε δίκιο. Και δεν βρίσκω πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να πλησιάσουμε ο ένας τον άλλον, παρά μόνο μέσα από στοιχεία που είναι κοινά, όπως ο αθλητισμός ή η μουσική. Ο,τι και να λέμε, οι πολιτικοί θα ακολουθούν τη δική τους παράλογη λογική».
– Πιστεύετε ότι η μουσική σας έχει τη δύναμη να αλλάξει τον κόσμο;
«Δεν ξέρω αν μπορεί να αλλάξει πράγματα, σίγουρα όμως μέσω αυτής μπορούμε να μοιραστούμε πράγματα, μία στιγμή ίσως. Ο πολύ καλός φίλος μου Αλεν Γκίνσμπεργκ έλεγε ότι ο σκοπός της τέχνης είναι να απαλύνει τον πόνο του κόσμου και νομίζω ότι είναι πολύ σωστή σκέψη αυτή».
– Είναι φυσιολογικό να παράγετε τόσο πολλές και διαφορετικές δουλειές το ίδιο διάστημα; Πάντα έχετε μια έτοιμη όπερα, κάνετε περιοδείες με παλιά σας έργα και την ίδια στιγμή ετοιμάζετε άλλα έργα που σας ζητούν από όλες τις γωνιές του πλανήτη.
«H αλήθεια είναι ότι έχω λίγο ελεύθερο χρόνο. Συνήθως κάθομαι τις ημέρες των παραστάσεων και ίσως κάποιες Κυριακές. Αυτόν τον καιρό τελειώνω ένα κοντσέρτο για πιάνο και ανυπομονώ να δω πώς θα το εξελίξω. Αυτός είναι μάλλον ο τρόπος με τον οποίο εργάζομαι».
– Αρνείστε συστηματικά τον όρο «μινιμαλισμός» όταν αναφέρεστε στη δουλειά σας, αν και είστε αυτός που τον καθιέρωσε στη σύγχρονη μουσική.
«Παίζω πολύ συχνά τις παλιές συνθέσεις μου από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν όμως ακούω τη μουσική που γράφω σήμερα καταλαβαίνω απολύτως ότι κινείται σε διαφορετικά μονοπάτια».
– Ακούγοντας τον «Ωρίωνα» είναι σαν να επιστρέφετε όμως κατά κάποιον τρόπο στο παρελθόν, ιδιαιτέρως μετά την πολυσυλλεκτικότητα έργων όπως οι «Ωρες» και το «Naqoykatsi»;
«Οταν άρχισα να γράφω μουσική όλα ήταν αρκετά πρωτόγνωρα σε σχέση με το σήμερα, όπου απλώνεται μπροστά μου μια πείρα τόσων ετών η οποία μου δίνει τη δυνατότητα να διαλέξω ό,τι θέλω. H διαφορά όμως είναι ότι δεν θα μπορέσω ποτέ ξανά να ακουστώ ο ίδιος, γιατί πολύ απλά πλέον κουβαλάω διαφορετικές αποσκευές μαζί μου. Μου αρέσει όμως πολύ να ακούω την παλαιότερη μουσική από νέους μουσικούς οι οποίοι πολλές φορές την ερμηνεύουν καλύτερα και, αν θέλετε, πολύ πιο σύγχρονα».
– Οταν ξεκινήσατε τη δεκαετία του 1960 είχατε κάποιο όραμα να δημιουργήσετε κάτι εντελώς νέο ή σας προέκυψε στην πορεία;
«Ναι, απολύτως. Στο μέσον της δεκαετίας του 1960 ήταν απαραίτητο για τη γενιά των μουσικών στην οποία ανήκα να καθορίσει μια νέα γλώσσα ώστε να διαφοροποιηθεί από την κεντροευρωπαϊκή δωδεκάφθογγη τεχνική. Είχαμε τον Μπέριο, τον Μπουλέζ, τον Ελιοτ Κάρτερ στην Αμερική, τον Λιγκέτι, που έγραψαν αληθινά υπέροχη μουσική. Το θέμα ήταν ότι επρόκειτο για εξπέρ του είδους, οπότε για ποιον λόγο να γίνεις ένας δεύτερος Μπέριο ή ένας δεύτερος Μπουλέζ; Μερικοί αυτό έγιναν και αυτό είναι ως σήμερα. Οι υπόλοιποι ανοίξαμε τα δικά μας φτερά. Το άλλο μεγάλο ζήτημα εκείνων των ημερών ήταν ότι η μουσική του δωδεκατονικού συστήματος ποτέ δεν ακούστηκε από το μεγάλο κοινό και ούτε πρόκειται ποτέ να γίνει κάτι τέτοιο. Ανθρωποι της διανόησης εκείνο το διάστημα, ζωγράφοι, ποιητές, που εκτιμούσαν αυτή τη μουσική, στρέφονταν σε άλλα είδη όπως η τζαζ και το ροκ όταν επρόκειτο για την προσωπική τους απόλαυση».
– Είναι τόσο σημαντική υπόθεση το μεγάλο ακροατήριο;
«Για εμάς ήταν, δεν θέλαμε να γίνουμε μέλη ενός μουσικού γκέτο αλλά να ακουγόμαστε από το μεγάλο κοινό, όπως συνέβαινε με τον Ραχμάνινοφ ή τον Στραβίνσκι, ακόμη και αν στην αρχή τον γιουχάιζαν. Και σε εμάς συνέβη στην αρχή, μας πέταγαν διάφορα στη σκηνή. Δεν μπορούν άλλωστε όλοι να σε αγαπήσουν. (γέλια) Σε μια περίοδο όπου στο Παρίσι έβλεπαν όλοι τις ταινίες του Γκοντάρ η μουσική είχε τους λιγότερους θαυμαστές. Δεν ήταν μουσική που θα μπορούσε να έλθει ο αδελφός σου, η μητέρα σου ή ο πατέρας σου να την ακούσει, παρά μόνο άνθρωποι που γνώριζαν τις αρχές του ιδιώματος. Με αυτή τη σκέψη γράφω αυτές τις ημέρες το κοντσέρτο για πιάνο. Είναι ένα έργο το οποίο θα ήθελα να το ακούσει ο πατέρας μου, αν ζούσε».
– Τι απαντάτε σε όσους θεωρούν λάθος τα κατά παραγγελίαν έργα;
«Κοιτάξτε, η μόνη δουλειά που μπορώ να κάνω είναι να παίζω μουσική. Οι γονείς μου ήταν πολύ καλοί άνθρωποι, με μόρφωσαν αλλά δεν μου άφησαν χρήματα ώστε να έχω την πολυτέλεια να αρνούμαι. Το ίδιο έκαναν ο Μότσαρτ και ο Στραβίνσκι, και τι έχουν εν τέλει να πουν γι’ αυτούς; Λειτουργώ άλλωστε με τους όρους μου: έχω μια ιδέα για μια όπερα, έρχεται μια παραγγελία και το έργο γίνεται πραγματικότητα. Τι καλύτερο; Σπανίως θα κάνω κάτι που δεν θα είναι δική μου ιδέα, αλλά και τότε θα αργήσω να παραδώσω το έργο προκειμένου να αποκτήσει τη δική μου ταυτότητα».
– Αλήθεια, γιατί άνθρωποι με τόσο διαφορετικά γούστα λατρεύουν τη μουσική σας;
«Γιατί και εγώ ο ίδιος δεν βολεύομαι κάτω από ένα συγκεκριμένο μουσικό είδος. Τα γούστα μου ποικίλλουν ανάλογα με τη διάθεσή μου. Αν μετά τη συζήτηση που κάνουμε κοιτάξω στη δισκοθήκη σου είμαι σίγουρος ότι δεν θα βρω μόνο ένα είδος μουσικής. Ετσι λειτουργώ και εγώ. Μεγάλωσα ακούγοντας διαφορετικά είδη μουσικής στο κατάστημα του πατέρα μου. Από τον Μπένι Γκούντμαν στον Ελβις Πρίσλεϊ και πίσω στις κλασικές σπουδές μου ήταν ένα κύκλος που μου άνοιξε τους ορίζοντες. Αργότερα, όταν άρχισα να συνεργάζομαι με μουσικούς όπως ο Πολ Σάιμον ή Λίντα Ρόσταντ όλα γίνονταν πολύ φυσιολογικά, γιατί το έργο τους δεν με ξένιζε, ήταν αρκετά οικείο και μάλιστα απολύτως του γούστου μου».
– Φαντάζομαι ότι το αποδείξατε εμπράκτως μετατρέποντας σε συμφωνίες δύο έργα του Ντέιβιντ Μπάουι;
«Ακριβώς. Εντυπωσιάστηκα τόσο πολύ όταν άκουσα αυτά τα έργα στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Είπα: “Θεέ μου, αυτός ο άνθρωπος δεν έχει σπουδάσει μουσική και γνωρίζει τόσο τέλεια τους κώδικες της μελωδίας”. Αληθινά απίστευτο. Ηταν βεβαίως φίλος μου από το 1972 και έτσι μπόρεσα να μάθω περισσότερα για τη δομή των έργων αυτών. Αυτόν τον καιρό ζει στη Νέα Υόρκη, βγάζουμε παρέα βόλτα τα παιδιά μας στο πάρκο και δουλεύουμε στο ίδιο στούντιο, οπότε θα ολοκληρώσουμε την τριλογία με το “Lodger”».
– Είπατε πριν από μερικούς μήνες στο BBC ότι δεν σας ζητούν να γράψετε μουσική για τις εμπορικές ταινίες του Χόλιγουντ γιατί θεωρούν ότι είστε ψηλομύτης. Το έχετε τόσο ανάγκη;
«Δεν πρόκειται μόνο περί αυτού, απλώς δεν μου το ζήτησαν. Θεωρώ ότι μπορώ να γράψω πολύ πιο ενδιαφέρουσα μουσική από τους περισσότερους συνθέτες του Χόλιγουντ, γιατί πολύ απλά αυτοί δεν παίρνουν ρίσκο. Βολεύονται στα κλισέ και στα αναμενόμενα μουσικά θέματα».
Το έργο του Φίλιπ Γκλας «Ωρίων» παρουσιάζεται στις 3 και 4 Ιουνίου στο Ηρώδειο (εισιτήρια στα ταμεία του Ελληνικού Φεστιβάλ, Πανεπιστημίου 39, τηλ. 210 7234.567 και στην ιστοσελίδα www.ticketservices.gr. H παράσταση θα μεταφερθεί στο Θέατρο Δάσους της Θεσσαλονίκης στις 7 και 8 Ιουνίου.
Τι λέει η Ελευθερία Αρβανιτάκη
«Είχα την πρόταση αυτή και δεν μπορούσα να σκεφτώ καλύτερη ευκαιρία για να γνωρίσω αυτόν τον σημαντικό συνθέτη. Διαλέξαμε μαζί το “Τζιβαέρι” και πράγματι έδωσε μια διάσταση στο αγαπημένο τραγούδι μέσα σε αυτό το μεγαλεπήβολο έργο που ετοίμασε. Είναι το τελευταίο τραγούδι της παράστασης και σε εκείνο το σημείο εμφανίζονται όλοι οι μουσικοί επί σκηνής για το φινάλε του έργου. Τον Φίλιπ Γκλας τον παρακολουθούσα και μάλιστα με την πρόσφατη δουλειά του για την ταινία “Ωρες” θα έλεγα ότι τον τοποθέτησα στους αγαπημένους μου. Στη μουσική μπορούν να συμβούν βεβαίως τα πιο απίθανα πράγματα – αναφέρομαι στη συνεργασία μας. Πετάω τη σκούφια μου που γίνεται αυτό, όπως επίσης και για το ταξίδι το οποίο ακολουθεί αυτή την πρεμιέρα σε τρεις ευρωπαϊκές πόλεις. Είμαι πανευτυχής. Δίχως αμφιβολίες, αυτές οι συνεργασίες βοηθούν στο ταξίδι της τέχνης, στη γνωριμία με διαφορετικές κουλτούρες και ανθρώπους, που σου ανοίγουν το μυαλό και την ψυχή και σε πλουτίζουν ως άνθρωπο».


![Πορεία Γρηγορόπουλου στην Αθήνα – Ποιοι δρόμοι είναι κλειστοί [εικόνες]](https://www.tovima.gr/wp-content/uploads/2025/12/06/PER_5426-90x90.jpg)
