«ΜΕ ΤΗΝ υπογραφή των συμφωνιών της Διακυβερνητικής Διάσκεψης Κορυφής στο Αμστερνταμ, το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου, κάνει το τελευταίο βήμα στον σχεδιασμό που έγινε πριν από έξι χρόνια στην κωμόπολη της ίδιας χώρας το Μάαστριχτ και επιχειρεί να περάσει σε μια νέα εποχή.


Αρκεί μια χρονολογική ιστορική σύμπτωση για να φανεί το μέγεθος του προτεινόμενου στόχου. Στις 8 Μαΐου πριν από 52 χρόνια δόθηκε τέλος στον τελευταίο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις 9 Μαΐου πριν από 47 χρόνια ο Ρομπέρ Σουμάν, εκ των πατέρων της ευρωπαϊκής ιδέας, έλεγε τα εξής: «Για να υπάρξει πραγματική δυνατότητα ειρήνης πρέπει να υπάρχει μια Ενωμένη Ευρώπη». Παρά ταύτα, όπως χαρακτηριστικά σημείωσε ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης μιλώντας στον εορτασμό που έγινε εφέτος στην Αθήνα, «η πορεία δεν έχει ολοκληρωθεί. Εχει ακόμη σημαντικές ελλείψεις. Κινδυνεύει να τρωθεί από την αμφισβήτηση μιας μερίδας των λαών της Ευρώπης ως προς την ορθότητα των ιεραρχήσεων και των στόχων της».


«Μπαίνουμε τώρα στην τελευταία παρτίδα του παιχνιδιού, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουμε ποιες είναι οι πραγματικές φιλοδοξίες των ευρωπαίων ηγετών», σημειώνει υψηλόβαθμος ολλανδός διπλωμάτης. Η συμφωνία του Μάαστριχτ, παρά τις τεχνικές «λύσεις» που έδωσε στη διαδικασία της νομισματικής ενοποίησης, είναι εμποτισμένη από τον δύσκολο συμβιβασμό ανάμεσα σε εκείνους που υπερασπίζονται την έννοια του «εθνικού κράτους», όπως η Γαλλία και η Βρετανία, και στους άλλους που προτιμούν μια βαθύτερη πολιτική ένωση, όπως είναι η Γερμανία και οι Κάτω Χώρες.


«Θέλουμε να χτίσουμε την Ευρώπη, αλλά χωρίς να διαλύσουμε τη Γαλλία», αναφέρει το πρόγραμμα του γαλλικού Σοσιαλιστικού κόμματος, ενώ ο ηγέτης του Λιονέλ Ζοσπέν εξηγεί πως «το κόμμα του Μιτεράν και του Ντελόρ» παραμένει «κόμμα της Ευρώπης, όχι όμως μιας οποιασδήποτε Ευρώπης». Η οπτική των γάλλων και των βρετανών αριστερών ευρωπαϊστών είναι κοινή όταν εξηγούν ότι επιδιώκουν μια «πολιτική και όχι τεχνοκρατική, δυναμική και όχι λογιστική προσέγγιση».


Την ώρα όπου η νέα κυβέρνηση του Τόνι Μπλερ δήλωνε έτοιμη να αποδεχθεί την Κοινωνική Χάρτα της νομισματικής Ευρώπης και με μια ιστορική κίνησή της έδινε στη «γηραιά κυρία», όπως αποκαλούν πέραν της Μάγχης την κεντρική τράπεζά τους, τη δυνατότητα να ασκεί με ανεξάρτητο τρόπο μια πολιτική επιτοκίων με στόχο την προσαρμογή της Βρετανίας στις προϋποθέσεις του ευρωνομίσματος, οι γάλλοι σοσιαλιστές απαντούσαν με τέσσερις όρους στο ερώτημα «ναι στο εύρο, αλλά για να κάνουμε τι;»:


* Να μην εξαιρεθούν από τη δημιουργία του ευρωνομίσματος οι χώρες που ίδρυσαν την Κοινότητα, καθώς και οι χώρες που αποτελούν σήμερα τους θεμέλιους λίθους της Ενωσης, αναφερόμενοι στην Ιταλία, στην Ισπανία και στη Βρετανία.


* Η επιτυχία του κοινού νομίσματος χρειάζεται μια Ευρώπη που θα είναι ταυτοχρόνως κοινωνική και πολιτική. Οι σχέσεις μεταξύ των χωρών του ευρωνομίσματος πρέπει να θεμελιωθούν όχι μόνο στη βάση ενός συμφώνου λιτότητας, αλλά και σε ένα σύμφωνο αλληλεγγύης και ανάπτυξης που θα στηρίζει μια πολιτική για την απασχόληση και την κοινωνική πρόοδο.


* Χρειάζεται, δίπλα στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που θα διαχειρίζεται την κοινή νομισματική και συναλλαγματική πολιτική, μια «ευρωπαϊκή οικονομική κυβέρνηση», που θα αναλάβει τον συντονισμό της οικονομικής πολιτικής των κρατών της Ενωσης.


* Η απαραίτητη νομισματική σταθερότητα θα πρέπει να στηριχθεί σε ρεαλιστικές ισοτιμίες μεταξύ των μεγάλων νομισμάτων, αποφεύγοντας τις ανταγωνιστικές υποτιμήσεις και την υπερτίμηση του ευρωνομίσματος έναντι του δολαρίου και του γεν.


Ας μη βιαστούν ορισμένοι να αντιτείνουν ότι οι παραπάνω παρατηρήσεις δεν είναι παρά εκλογικές «ακρότητες» των γάλλων σοσιαλιστών. Μόλις στις αρχές της εβδομάδας που πέρασε η άλλη πλευρά, που διατηρεί την κυβερνητική εξουσία στην ίδια χώρα, ζητούσε με έμφαση να τεθούν περιορισμοί στο εύρος των εξουσιών που θα αποκτήσει από 1ης Ιανουαρίου 1999 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Με πιο χαρακτηριστική τη διατήρηση της αρμοδιότητας παρεμβάσεων στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος στις εθνικές κεντρικές τράπεζες, που θα είναι μέλη της ΕΚΤ, κάτι που οι Γερμανοί και άλλες χώρες θεωρούν ότι θα αποδυνάμωνε την παρουσία του ευρωνομίσματος έναντι του δολαρίου και του ιαπωνικού γεν.