«Το να θέλετε να γνωρίσετε έναν συγγραφέα επειδή σας αρέσουν τα βιβλία του ισοδυναμεί με το να σας αρέσει το pate de foie και να επιδιώξετε να γνωρίσετε τη χήνα». Ο κυνικός τούτος αφορισμός ανήκει σε μια άλλη εποχή. Οταν οι άνθρωποι των γραμμάτων δεν εγκατέλειπαν εύκολα το μισοσκόταδο του γραφείου ή την ησυχία της βιβλιοθήκης τους. Οταν τα βιβλία αποκτούσαν αναγνώστες «στόμα με στόμα» ή, έστω, χάρη στην ετυμηγορία της λογοτεχνικής κριτικής που απευθυνόταν εξ ορισμού στους ολίγους.
Το modus vivendi αυτό ήταν, ως ενός σημείου, εύλογο. Οι άνθρωποι, λένε, που επιλέγουν ως τρόπο έκφρασης το γράψιμο, δεν αγαπούν την αγορά αντιθέτως, φαίνεται να νιώθουν μια ισχυρή έλξη προς τη μόνωση. Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος αναφέρει σε κάποιο από τα βιβλία του την επιθυμία του να γίνει φαροφύλακας. Ο Οδυσσέας Ελύτης επικαλείται συχνά στα πεζά του κείμενα τη δυσχέρεια κοινωνικής ένταξης ως ένα από τα ειδοποιά χαρακτηριστικά του ποιητή. Η απαρίθμηση περιπτώσεων δεν μπορεί παρά να είναι ενδεικτική.
Δεν είναι όμως μόνο η κοινωνική συμπεριφορά των λογοτεχνών που τους καθιστά αποσυνάγωγους. Ακόμη και η ίδια η λογοτεχνική παρόρμηση δεν «βλέπει» πάντα τον αναγνώστη. Σε ένα διάσημο δοκίμιό του, την «Αέναη κατήχηση του όχλου», ο Εζρα Πάουντ ορίζει τον λογοτέχνη ως άνθρωπο της μοναξιάς και το γράψιμο ως ραγισματιά στη σιωπή.
Πρόκειται, ωστόσο, για μια παράδοση που φαίνεται ότι θα μείνει χωρίς συνέχεια. Η παντοκρατορία των media υπήγαγε τελικά και τη λογοτεχνία στους όρους της μαζικής κουλτούρας. Αν δεν θέλουν να δουν τις φωνές και τα κείμενά τους να πνίγονται στον «ωκεανό» του Τύπου και των ραδιοτηλεοπτικών μέσων, οι άνθρωποι των γραμμάτων είναι υποχρεωμένοι να συμμορφωθούν στις υποδείξεις των καιρών. Δημόσιες εμφανίσεις, συνεντεύξεις, talk shows, αναγνώσεις αναγράφονται πλέον στην ημερησία διάταξη της ζωής όποιου λογοτέχνη σέβεται το έργο του.
Η κατάσταση αυτή ενέχει αρκετά παράδοξα. Οι «άνθρωποι της μοναξιάς και της σιωπής», οι «δύσκολοι» λογοτέχνες που έμεναν σε απόσταση από το κοινό, βρέθηκαν στο επίκεντρο της δημοσιότητας. Το θέαμα ήταν άλλοτε τραγικό, άλλοτε κωμικό ενίοτε αξιοπρεπές, με την απαραίτητη παύση για ένα ποτήρι νερό. Η νέα όμως αυτή τάξη πραγμάτων είχε και μια πρόσθετη συνέπεια. Εφερε στον αφρό εκείνους τους ολίγους (γιατί οι περισσότεροι λογοτέχνες δεν έχουν αυτό το ταλέντο) που είχαν το χάρισμα να προκαλούν και να συντηρούν τη δημοσιότητα. Τα media αγαπούν τους αστεϊσμούς, τις εξυπνάδες και τις κοινοτοπίες που μπορούν να τροφοδοτήσουν μια συνέντευξη και όχι, βεβαίως, τις συζητήσεις για τη φόρμα.
Ετσι, η persona του λογοτέχνη άλλαξε και μαζί, βεβαίως, οι ιεραρχίες. Στη θέση του «σκοτεινού» συγγραφέα ξεπήδησε ένας αυθάδης λογοτεχνικός αστέρας, του οποίου η νομιμοποίηση ήταν συχνά εξωτερική: ένα καλό όνομα, ένα «πιασάρικο» θέμα, ανεπτυγμένη αίσθηση της δημοσιότητας. Οι εποχές, παραφράζοντας τον Πάουντ, αναζητούν το είδωλό τους και ο καιρός μας φαίνεται ότι βλέπει τον συγγραφέα ως κομπέρ…