Scolopax Rusticola είναι το «επίσημο» όνομά της – το «λαϊκό» της ίσως την αδικεί. H μπεκάτσα είναι ένα εξαιρετικά γοητευτικό μονήρες νυχτόβιο πουλί. Πέπλος μυστηρίου καλύπτει τη ζωή και δράση του τόσο τη νύχτα όσο και την ημέρα, αφού η παρατήρησή της είναι από εξαιρετικά δύσκολη ως αδύνατη.


Από τα 35-45 εκατοστά του συνολικού μήκους της, 6-7 εκ. καταλαμβάνει η μύτη της που δεν αποτελεί μια απλή κεράτινη και εύκαμπτη προεξοχή αλλά ένα πολύπλοκο όργανο αποτελούμενο από μυς, τένοντες και αισθητήρια νεύρα που λειτουργούν σαν ραντάρ εντοπισμού της αγαπημένης της τροφής: των σκουληκιών.


Το βάρος της είναι συνήθως 300-350 γραμμάρια. Παρουσιάζονται βεβαίως σημαντικές διακυμάνσεις, ανάλογα με την ηλικία της και την αφθονία της τροφής που προσφέρει ο βιότοπός της.


Το χρώμα της; Μόνο ένας ζωγράφος μπορεί να το αποδώσει εμπνεόμενος από όλα τα χρώματα του δάσους.


Τα φτερά της είναι μάλλον μεγάλα για το σώμα της, ενώ τα πόδια της καταλήγουν σε τρία δάκτυλα μπροστά και ένα μικρό πίσω.


Πώς δίνει το στίγμα της; Οι τρύπες από το ράμφος της στο υγρό έδαφος, τα ίχνη από τις πατημασιές της αλλά και η χαρακτηριστική κουτσουλιά της αποτελούν ενδείξεις που αξιολογούνται από τον έμπειρο μπεκατσοκυνηγό. Ανάλογα με το πόσο πρόσφατα είναι όλα αυτά τα ίχνη, προδίδεται ή όχι και η παρουσία της στην περιοχή.


H μπεκάτσα μεταναστεύει ωθούμενη όχι μόνο από τον καιρό αλλά και από το αποδημητικό της ένστικτο. Ετσι λοιπόν, ακόμη και αν οι θερμοκρασίες είναι υψηλές, από το δεύτερο δεκαήμερο του Οκτωβρίου και μετά, ας μη διστάσει ο κυνηγός να την αναζητήσει σε μεγάλα υψόμετρα – άνω των 1.000-1.200 μέτρων – ανάμεσα στα έλατα και στις οξιές. Με την πτώση της θερμοκρασίας το παγωμένο και αδιαπέραστο για τη μύτη της σκληρό έδαφος θα την ωθήσει χαμηλότερα στα ντούσκα, στα ρουμάνια, στα πουρνάρια και στις ρεματιές με τα φυλλοβόλα δέντρα. Τα φύλλα όταν πέφτουν δημιουργούν ένα υγρό και μαλακό στρώμα, απαραίτητο για αναζήτηση τροφής της μπεκάτσας.


Αξίζει να σημειωθεί ότι η μπεκάτσα επιστρέφει συχνά στη φιλόξενη «γειτονιά» που θα εντοπίσει. Αν το μέρος που θα επισκεφθεί μια μπεκάτσα παραμείνει και την επόμενη χρονιά ποιοτικά ίδιο ως προς τη βλάστηση και τον βαθμό υγρασίας, το πιθανότερο είναι να τη φιλοξενήσει και πάλι. Δεν είναι λίγες οι φορές κατά τις οποίες, αν το πουλί θηρευθεί, κάποιο άλλο άτομο θα την αντικαταστήσει κατά τη διάρκεια της ίδιας κυνηγετικής περιόδου.


H δυσκολία στο κυνήγι της εντοπίζεται κυρίως στο ότι συχνάζει σε δύσβατα μέρη με πυκνή βλάστηση. Το ξαφνικό πέταγμα, οι απότομοι ελιγμοί και η ικανότητά της να βάζει πάντα κατά τη διάρκεια της φυγής της κάποιο εμπόδιο ανάμεσα σε αυτήν και στον κυνηγό συνθέτουν μια εξαιρετικά δύσκολη τουφεκιά με συνήθως αμφίβολα αποτελέσματα. Αλλες φορές πάλι, κυρίως όταν αισθάνεται μπλοκαρισμένη ανάμεσα σε κυνηγό και σκύλο, το πιθανότερο είναι να απογειωθεί κάθετα και να πετάξει κατακόρυφα. Μετά θα οριζοντιώσει το πέταγμά της παράλληλα με το έδαφος.


Είναι φανερό ότι τέτοιες συνθήκες σκόπευσης απαιτούν όπλο με ανοικτά τσοκ ώστε η μεγάλη δέσμη των σκαγιών να καλύπτει τα αναπόφευκτα σκοπευτικά λάθη του αστραπιαίου και ανακλαστικού επωμίσματος.


Τα ειδικά φυσίγγια για μπεκάτσα που κυκλοφορούν ευρέως πλέον στην αγορά με νούμερο σκαγιών 8 ή 9 θεωρούνται από τα πιο κατάλληλα για τα κυνηγοτόπια με αραιή βλάστηση, ενώ αρκετοί είναι αυτοί που προτιμούν και το Νο 7 για τα πλέον πυκνά μέρη.


Το γεγονός ότι το όνομά της αποτελεί πρώτο συνθετικό σε ό,τι σχετίζεται με το κυνήγι της (π.χ. μπεκατσόσκυλο, μπεκατσοτούφεκο, μπεκατσοφύσιγγο, μπεκατσοπαντέλονο κ.ά.) καταδεικνύει το πάθος και την αφοσίωση χιλιάδων κυνηγών για τη βελουδομάτα. Αναπόφευκτα λοιπόν η αγορά έρχεται να καλύψει και τις πιο εξειδικευμένες απαιτήσεις για το εν λόγω θήραμα. Πάντως καλό είναι ο κυνηγός να φοράει ρουχισμό με έντονα χρώματα προκειμένου να είναι ορατός σε άλλους κυνηγούς και να μην υπάρξουν ατυχήματα.


Σκύλος ο απαραίτητος σύντροφος στο κυνήγι της μπεκάτσας



Το άλφα και το ωμέγα στο κυνήγι της μπεκάτσας είναι ο σκύλος. Στην πραγματικότητα ο αληθινός μπεκατσοκυνηγός δεν είναι παρά θεατής ενός αγωνιώδους έργου που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια του με πρωταγωνιστές το άξιο σκυλί του και την «πανούργα» μπεκάτσα, που με τα ατελείωτα τεχνάσματά της προσπαθεί να τον παραπλανήσει και να απαλλαγεί από τον διώκτη της. Ο ρόλος του κυνηγού περιορίζεται στη στιγμή της θήρευσης. Ο θρίαμβος όμως δικαιωματικά ανήκει κυρίως στον σκύλο. Ο επίλογος που γράφεται με την επαναφορά του θηράματος από τον σκύλο στον κυνηγό δεν πρέπει να θεωρείται αγγαρεία αλλά αμοιβή, όταν έχεις να κάνεις με ένα ολοκληρωμένο μπεκατσόσκυλο. Το χρήμα, ο κόπος και ο χρόνος – εκατοντάδες ώρες για την εκπαίδευση του σκύλου, την καθημερινή του περιποίηση, την κτηνιατρική του παρακολούθηση κτλ. – που δαπανά ο κυνηγός αποσβέννυνται τη στιγμή που θα πιάσει το θήραμα.


Πώς λοιπόν να μην αγανακτεί ο πραγματικός μπεκατσοκυνηγός με ορισμένους «συναδέλφους» οι οποίοι περιμένουν τη βασίλισσα του δάσους τα επίμαχα δεκαπεντάλεπτα του ξημερώματος και του σούρουπου οπότε διαρκεί το παράνομο καρτέρι της;


Ο αληθινός μπεκατσοκυνηγός αγαπάει το φθινόπωρο, τα χρώματα του δάσους, τις μυρωδιές που αναδίδονται από τα σαπισμένα φύλλα και τους μουχλιασμένους κορμούς των δέντρων, τον θόρυβο από τα ξερόκλαδα που σπάνε υπό το βάρος των αρβύλων του, το κουδουνάκι του σκύλου που σιγεί προδίδοντας την ποθητή συνάντησή του με τη βελουδομάτα, περιφρονώντας επιδεικτικά το παράνομο καρτέρι στο σκοτάδι.


Οσο πιο πολλές τόσο πιο καλά; Οχι. H κυνηγετική δεοντολογία θα μπορούσε να είναι ανεκτική στην πολυάριθμη κάρπωση στο κυνήγι της τσίχλας, της φάσσας, ακόμη και του ορτυκιού. Είναι κυνήγια που η επιτυχία τους σχετίζεται με τον αριθμό των θηραμάτων, ο οποίος λόγω του μεγάλου πληθυσμού είναι αναλόγως μεγάλος. Τόσο όμως στην πέρδικα όσο και στην μπεκάτσα ο αριθμός μπορεί και πρέπει να έρχεται σε δεύτερη – αν όχι σε τρίτη – μοίρα. Δύο, μία ή και καμία δεν έχει σημασία. Αρκεί ο κυνηγός να απολαύσει μερικές θεαματικές φέρμες από τα άξια σκυλιά του.