Ο κ. Φασουλής είναι πολύ καλός σκηνοθέτης, μέτριος ηθοποιός και κακός άνθρωπος
Στο τηλέφωνο που χτύπησε την περασμένη Τρίτη ακούστηκε η φωνή του θεατρικού επιχειρηματία Γιώργου Λεμπέση. Η συνέντευξη του Σταμάτη Φασουλή που φιλοξένησε «Το Βήμα της Κυριακής» (14.11.1999) ήταν η αιτία. «Θέλω να πω ορισμένες αλήθειες γύρω από τα θέματα που έθιξε ο κύριος Φασουλής» μου είπε. Την επομένη το μεσημέρι βρισκόμουν στο γραφείο του, στο θέατρο «Λαμπέτη», με το κασετόφωνο ανοιχτό. Η συνέντευξη-ποταμός που παραχώρησε προς «Το Βήμα» θα δημοσιευθεί σε δύο μέρη (σήμερα και αύριο).
Φανερά οργισμένος και πικραμένος, ο Γιώργος Λεμπέσης θέλησε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Οπως εκείνος πιστεύει. Να μιλήσει για την πολυετή συνεργασία του με τον σκηνοθέτη και ηθοποιό. Για τη στενή φιλική σχέση που διατηρεί ο Σταμάτης Φασουλής με τη γυναίκα του, Νινέττα Λεμπέση. Για την υπόθεση του θεάτρου «Διονύσια», που ανήκει στον Πανάγιο Τάφο, μια υπόθεση που ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια. Για τις έρευνες που κάνει, καθώς θεωρεί αυτή την ιστορία στόχο ζωής για τον ίδιο. Για τις «απρέπειες» και τις «μικρότητες» του «κυρίου Φασουλή». Για μια συνεργασία που ξεκίνησε ως καθαρά επαγγελματική του 1982 στο θέατρο «Μινώα» με την επιθεώρηση «Ραντεβού με την υστερία», στον δρόμο έγινε και φιλική, για να καταλήξει σήμερα ο Γιώργος Λεμπέσης να λέει: «Δεν μιλιόμαστε και ούτε πρόκειται να μιλήσουμε».
Κύριε Λεμπέση, πώς και αποφασίσατε να μιλήσετε για όλα αυτά;
«Δεν έχω ασχοληθεί καθόλου με τον κύριο Φασουλή, γιατί το είχα υποσχεθεί στη γυναίκα μου. Και αυτό γιατί, πέρα από τη συνεργασία τους, ήταν πολύ φίλοι. Επεσε βέβαια από τα σύννεφα όταν συνέβησαν όλα αυτά τον τελευταίο καιρό, αλλά εξακολούθησε να παραμένει φίλη του. Γιατί η Νινέττα είναι ένας άνθρωπος που χαρακτηρίζεται από ευπρέπεια και ευγένεια. Μιλάνε ακόμα, την παίρνει δύο και τρεις φορές τη μέρα στο τηλέφωνο…».
Μίλησαν με την κυρία Νινέττα Λεμπέση και μετά τη συνέντευξή της περασμένης Κυριακής;
«Οχι, μετά την Κυριακή δεν πήρε τηλέφωνο, δεν τόλμησε υποθέτω. Αλλά για να επανέλθω στην πρώτη σας ερώτηση, ο κύριος Φασουλής μου έδωσε την ευκαιρία να αποδεσμευτώ από την υπόσχεση που είχα δώσει στη γυναίκα μου με τη συνέντευξη που σας έδωσε. Δεν έπρεπε να αναφερθεί σε μένα, δεν έπρεπε να συζητήσει καθόλου αυτή την ιστορία, που δεν τον τιμά, δεν έπρεπε να πει του κόσμου τα ψέματα, ως συνήθως».
Θέλετε να γίνετε πιο σαφής;
«Ξεκινώντας, θέλω να πω ότι ο Σταμάτης Φασουλής είναι ένας θεατράνθρωπος, ένας πάρα πολύ καλός σκηνοθέτης, ένας μέτριος ηθοποιός και ένας κακός άνθρωπος. Και μεγάλος ψεύτης. Λέει ότι δεν υπήρξε ποτέ συνεργάτης του Λεμπέση ούτε και ενδιάμεσος του Λεμπέση, όσον αφορά το θέατρο «Διονύσια» και τον Πανάγιο Τάφο. Και αυτό είναι το πρώτο ψέμα. Ολα τα χρόνια συνεργαζόταν μαζί μου. Και είναι πολλά. Από το 1982 που ξεκινήσαμε στο θέατρο «Μινώα» με την επιθεώρηση «Ραντεβού με την υστερία», ως πέρυσι. Μόνον όταν ξεκίνησε στο «Βεάκη» συνεργάστηκε με τη Νινέττα. Γιατί η Νινέττα δεν ανακατευόταν με το θέατρο ούτε το ’82 στο «Μινώα» ούτε μετά στο «Αλίκη», στο «Λαμπέτη» ή αλλού. Η συνεργασία μας ήταν σχεδόν αδιάκοπη. Εθελοτυφλεί και κοροϊδεύει τον εαυτό του. Μαζί του γελάει το ελληνικό θέατρο. Και, για όνομα του Θεού, με τη γυναίκα μου δεν τα έχουμε ξεχωριστά τα θέατρα. Μαζί τα έχουμε, μαζί συναποφασίζουμε και συμφωνούμε. Απλώς εκείνη έχει τον τελευταίο λόγο στο «Βεάκη» και εγώ στο «Λαμπέτη». Οποτε διαφωνήσαμε, διαφωνήσαμε σε πρόσωπα και όχι σε έργα».
Τι ακριβώς συνέβη με το θέατρο «Διονύσια»;
«Για το θέατρο «Διονύσια» εγώ είχα κάνει προσφορά, χωρίς να το ξέρει ο κύριος Φασουλής. Το έμαθε από κάπου και ρώτησε τη Νινέττα αν αληθεύει. Εκείνη του απάντησε θετικά. «Και δεν μου το είπατε; » της είπε και προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει την κατάσταση, λέγοντας ότι η δικηγόρος του Πανάγιου Τάφου, η κυρία Καντεράκη, που κάνει τις συμφωνίες με τα θέατρα, είναι φίλη του. Ετσι και έγινε, έχοντας την πλήρη εμπιστοσύνη της γυναίκας μου (όχι τη δική μου, γιατί εγώ δεν του είχα ποτέ εμπιστοσύνη), η οποία ήταν φίλη του και τον αγαπούσε πολύ. Τρόμαξα να τη συνεφέρω όταν, με ακράδαντα πλέον στοιχεία, πείστηκε για το τι είχε συμβεί. Δέκα μέρες και δέκα νύχτες έκλαιγε».
Αρα ο Σταμάτης Φασουλής πήγε ως ενδιάμεσος να διαπραγματευθεί το θέατρο;
«Πήγαιναν λοιπόν και ερχόντουσαν μαζί με τη Νινέττα στην κυρία Καντεράκη, ενεργώντας ακριβώς για λογαριασμό μου. Μια φορά πήγε και ο δικηγόρος μου μαζί. Η κυρία Καντεράκη άφησε να εννοηθεί ότι έχουμε συμφωνήσει. Οταν συναντήθηκαν τυχαία η γυναίκα μου με την κυρία Καντεράκη, στα εγκαίνια του θεάτρου της «Οδου Πειραιώς 131», εκείνη της έδωσε το χέρι λέγοντάς της: «Καλορίζικο, το πήρατε το θέατρο, πες το και στον κύριο Λεμπέση»».
Πράγμα που τελικά δεν συνέβη.
«Μετά από όλα αυτά, περιμένω να με φωνάξουν για το συμβόλαιο. Περνούν οι μέρες και τίποτα δεν γίνεται. Βάζω τον δικηγόρο μου, τον κύριο Μπότουλα, να αναζητήσει την κυρία Καντεράκη, αλλά από εκείνη τη στιγμή ούτε στα τηλέφωνα πια δεν τη βρίσκουμε. Μου μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά και άρχισα να λέω στη γυναίκα μου ότι δεν έχω εμπιστοσύνη και περιμένω πλέον τα άσχημα πράγματα. Η Νινέττα επέμενε στην εμπιστοσύνη της στον Φασουλή και ότι ίσως η δικηγόρος να έλειπε σε διακοπές. Φαίνεται λοιπόν ότι τότε ο κύριος Φασουλής έπαιζε διπλό παιχνίδι. Πήγαινε δηλαδή στην κυρία Καντεράκη και έλεγε τις δικές μας σκέψεις, τις αποφάσεις, την προσφορά μας. Επειτα ερχόταν σε εμάς και μετέφερε ό,τι του έλεγε εκείνη ή όσα ήθελε από αυτά».
Ποιες κινήσεις κάνατε όταν αντιληφθήκατε ότι «το πράγμα στραβώνει»;
«Μόλις κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά με το «Διονύσια», αποφάσισα να ενεργήσω μόνος μου.
Ηταν την εποχή που παίζαμε για δεύτερο καλοκαίρι τον «Βιολιστή στη στέγη». Ζήτησα να συναντήσω τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, Διόδωρο. Μέσω μιας κοινής φίλης έκλεισα ραντεβού μαζί του. Πήγα λοιπόν στον Διόδωρο, ο οποίος αγνοούσε το θέμα και με παρέπεμψε στην κυρία Καντεράκη. Του εξήγησα ότι δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στη συγκεκριμένη κυρία και ότι δεν θέλω να συζητήσω μαζί της για τίποτα. Τότε λοιπόν με παρέπεμψε στον κύριο Ειρηναίο. Μιλήσαμε, μου ενέπνευσε εμπιστοσύνη και αφού του ανέπτυξα το θέμα, μου απήντησε και εκείνος ότι αρμοδία είναι η κυρία Καντεράκη. Μου πρότεινε να κάνω μια προσφορά για το θέατρο και να της την παραδώσω. Του επανέλαβα ότι δεν σκόπευα να την συναντήσω. Μου είπε τότε να παραδώσω την προσφορά μου σε εκείνον. Κανονίζουμε ραντεβού, πηγαίνω στην ώρα μου μαζί με τη γυναίκα μου, και μαθαίνω ότι ο κύριος Ειρηναίος έχει ήδη φύγει. Φυσικά δεν μου άρεσε αυτό. Ηρθε τότε ένας κληρικός, του την παρέδωσα εις διπλούν, την υπέγραψε και έφυγα. Ο Ειρηναίος μου είχε πει ότι μέσα σε έναν μήνα θα ληφθεί η απόφαση για το θέατρο από το συμβούλιο του Παναγίου Τάφου. Εγώ όμως πλέον ήμουν βέβαιος για το τι θα συμβεί. Και αυτό γιατί δεν είχα εμπιστοσύνη ούτε στον κύριο Φασουλή ούτε στην κυρία Καντεράκη. Και αυτό παρά το γεγονός ότι ποτέ ως τότε ο κύριος Φασουλής δεν είχε εκδηλώσει την επιθυμία να πάρει θέατρο. Ωστόσο κάτι δεν μου πήγαινε».
Ποιες άλλες ενέργειες κάνατε;
«Δεν σταμάτησα λοιπόν εκεί. Εβαλα δύο δικούς μου ανθρώπους να κάνουν προσφορές για το «Διονύσια» για λογιαριασμό μου, προσφορές που ξεπερνούσαν η μία την άλλη. Ετσι ώστε να μην αφήσω παράθυρο διαφυγής και να μπορέσω να τους ξεμπροστιάσω. Ετσι που οι όροι να γίνονται ασύμφοροι. Εβαλα λοιπόν τον Γιάννη Κανελλόπουλο, έναν δικό μου άνθρωπο από το χωριό, τον οποίο και έχουμε διευθυντή στο θέατρο «Βεάκη», να κάνει μια προσφορά ισχυρότερη από τη δική μου. Εβαλα και τον κύριο Βουγιουκλάκη θείο της Αλίκης που είναι ο φοροτεχνικός μου, να κάνει και εκείνος μια δεύτερη προσφορά, ακόμη πιο πάνω από του Κανελλόπουλου. Αυτή η τρίτη προσφορά περιείχε 30% επί των εισπράξεων και 33 εκατομμύρια μίνιμουμ γκαραντί. Τον περασμένο χρόνο το είχαν δώσει στη Ελένη Ράντου με 30 εκατομμύρια μίνιμουμ γκαραντί και νομίζω το ίδιο ποσοστό.
Ηξερα πια τι συνέβαινε εκεί, έστω και αν η γυναίκα μου αρνιόταν να το πιστέψει. Και αφού αφήνω την ιστορία αυτή να τρέχει, αρχίζω τις έρευνες. Εδωσα εντολή σε δικηγορικό γραφείο, όσο και αν κοστίσει αυτή η ιστορία, και να τη φέρουν εις πέρας. Να έχω τα στοιχεία για το πού και πώς έγιναν όλα αυτά, και πώς γίνεται να υπέγραψε η κυρία Καντεράκη για λογαριασμό και του Παναγίου Τάφου και της εταιρείας «Χρυσοφόρος». Πώς γίνεται να είναι δισυπόστατη αυτή η κυρία».
Ποια είναι η εταιρεία «Χρυσοφόρος»;
«Οι έρευνες που άρχισα, όπως σας ανέφερα, με οδήγησαν στην Κύπρο. Εκεί δύο κυρίες, με δύο διαφορετικές εταιρείες η κάθε μία εδώ είναι τα συμβόλαια , η Μαρία Ευαγγέλου και η Μελίνα Κλείτου, με 99 και 1 μετοχές αντιστοίχως, ίδρυσαν από κοινού την εταιρεία «Χρυσοφόρος». Τη συγγένειά τους με την κυρία Καντεράκη και τους εδώ κυρίους δεν την ξέρω ακόμη. Μέσω λοιπόν της «Χρυσοφόρου» απέκτησαν τα δικαιώματα να υπογράφουν και να κλείνουν συμφωνίες για τα θέατρα με την κυρία Καντεράκη. Βέβαια για να τα κάνει όλα αυτά η «Χρυσοφόρος» σημαίνει ότι θα πρέπει να έχει κάποια σύμβαση από κάποιον με τον Πανάγιο Τάφο. Και εγώ τώρα πρέπει να βρω ποιος έδωσε το δικαίωμα, με ποιους όρους, πότε, πού, πώς και γιατί στη «Χρυσοφόρο», ώστε να εκμεταλλεύεται τα θέατρα».
Πόσα είναι τα θέατρα στα οποία αναφέρεστε;
«Κοιτάξτε, η δική μου προσφορά αφορούσε, εκτός από το «Διονύσια», και το θέατρο «Διάνα», καθώς επίσης και προσφορές για να τα αγοράσω. Τα θέατρα που ανήκουν στον Πανάγιο Τάφο είναι τέσσερα. Εκτός από τα δύο που προανέφερα, είναι και τα «Αμιράλ» και «Χατζηχρήστου». Η «Χρυσοφόρος» είχε δικαίωμα υπογραφής και στα τέσσερα».
Εν τω μεταξύ εσείς δουλεύατε με τον Σταμάτη Φασουλή; Πώς σας συμπεριφερόταν;
«Εκανε τον ανήξερο, μας έλεγε ότι δεν μπορεί πια να συνεννοηθεί με αυτή την κυρία, ότι ήταν «τρελή». Εγώ μεν καταλάβαινα τι συνέβαινε, η γυναίκα μου επέμενε ακόμα να μην το πιστεύει. Μου έλεγε ότι ήταν αδύνατον, ότι κάτι άλλο θα συμβαίνει».
Πιστεύετε δηλαδή ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στον Σταμάτη Φασουλή και στη «Χρυσοφόρο»; Γιατί να μην προτίμησαν τη δική του προσφορά;
«Ο Φασουλής, ούτε λίγο ούτε πολύ, τα μαγείρεψε με την κυρία Καντεράκη και πήρε το θέατρο. Το μάθαμε αργότερα, πολύ αργότερα».
Με προσφορά κάτω από τη δική σας;
«Σίγουρα. Δεν το ξέρω βέβαια, αλλά είμαι σίγουρος. Αλλωστε και στην ερώτηση που του κάνατε στη συνέντευξη της περασμένης Κυριακής δεν απήντησε. Το απέφυγε. Γιατί δεν είπε το ποσό;».
Αυτή την εποχή σε ποια φάση βρίσκονται οι έρευνές σας;
«Τώρα οι έρευνές μου βρίσκονται στα Ιεροσόλυμα. Πιστεύω ότι θα μπορέσω να ανακαλύψω την αλήθεια. Γιατί αυτός ήταν ο σκοπός μου και αυτό έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου να κάνω. Αν δεν μπορέσω πια, χαλάλι τους. Πιστεύω όμως πως θα τα καταφέρω.
Αλλά ο Φασουλής έκανε και άλλα χειρότερα. Εκανε κι άλλες ασχημοσύνες. Νόμιζε ότι θα διευθύνει και θα κατευθύνει το ελληνικό θέατρο. Βγήκε στην πιάτσα και μοίραζε θέατρα. Για να φανταστείτε σε τι σημεία ανεπίτρεπτα έφθασε και πόσο θεωρούσε τον εαυτό του βασιλέα και τους άλλους υπηκόους που θα τον προσκυνούν, ώστε πήγε να πιάσει και δικό μου άνθρωπο».
Τι εννοείτε;
«Πήγε και βρήκε τον Γιάννη Κανελλόπουλο, που σας ανέφερα και πριν, και του πρότεινε να πάρει εκείνος το θέατρο «Διάνα». «Γιατί να το πάρει ο Λεμπέσης και όχι εσύ; » του είπε. Και δεν σκεφτόταν ούτε για μια στιγμή ότι ο Κανελλόπουλος είναι δικός μου άνθρωπος, συγγενής μου από το χωριό. Είχε όμως τόση έπαρση, θεωρούσε τόσο σπουδαίο τον εαυτό του, που δεν αμφισβήτησε ούτε μια στιγμή τη δύναμή του. Και ήρθε σε μένα ο Κανελλόπουλος, κατακόκκινος, και μου μετέφερε ό,τι συνέβαινε. Εγώ τότε του είπα να την προχωρήσει την ιστορία μέχρι συμβολαίου, αφού εγώ θα του έδινα τα λεφτά. Και πράγματι προχώρησαν οι συζητήσεις. Οταν έφθασαν στην προκαταβολή, τους ξεσκέπασε μια εφημερίδα από το συγκρότημά σας και τα μάζεψαν. Λούφαξαν. Ετσι η ιστορία δεν προχώρησε. Μετά τελείωσαν οι παραστάσεις, και πήγε κάθε κατεργάρης στον πάγκο του».
Πώς αντιμετωπίσατε εσείς αυτό το τελευταίο περιστατικό; Το συζητήσατε καθόλου μαζί του;
«Σιωπηρά συνεχίζαμε τις παραστάσεις, πήγαμε στη Θεσσαλονίκη με τους «Μπαμπάδες με ρούμι» και με το «Στοίχημα» και, μετά το πέρας όλων αυτών, τελειώσαμε μεταξύ μας. Εκτοτε δεν του έχω μιλήσει και δεν σκοπεύω να του μιλήσω. Οταν έμαθε αυτό το τελευταίο η γυναίκα μου, ήταν η χαριστική βολή. Επεσε άρρωστη δέκα μέρες και στο τέλος χρειάστηκε να πάει ένα ταξίδι στην κόρη μας, στο Λονδίνο. Πρώτα όμως με έβαλε να της υποσχεθώ ότι δεν θα κάνω ούτε θα πω τίποτα. Ετσι και έκανα. Ηρθε όμως ο κύριος Φασουλής να μου πει, ούτε λίγο ούτε πολύ, κλαίγοντας μάλιστα με κροκοδείλια δάκρυα, ότι το θέατρο το πήρε για μένα. Του είπα λοιπόν τότε ότι αν δεν είχα δώσει τον λόγο μου στη γυναίκα μου, θα φώναζα όλο το προσωπικό εδώ και θα τον έφτυνα μπροστά τους. Δεν το έκανα όμως. Εφυγε και έκτοτε δεν ξαναείπαμε τίποτα».
Οπως μου λέτε, συνεχίζει να μιλάει με την κυρία Λεμπέση. Δεν έθιξαν αργότερα αυτό το θέμα;
«Αφού πήρε το θέατρο, έκανε και μια τελευταία απρέπεια. Φώναξε τη Νινέττα να της προτείνει να συνεργασθούν στο θέατρο «Διονύσια». Να ρίξει δηλαδή εκείνη λεφτά για να του το φτιάξει, να έχει εκείνη την ευθύνη της επιχείρησης, με μεσάζοντα τον κύριο Φασουλή. Προτού δηλαδή μιλήσει με τον θεατρικό επιχειρηματία Τάσο Παπανδρέου με τον οποίο και τελικά συνεργάζεται συζήτησε μαζί της. Πολύ ευγενικά εκείνη του είπε «όχι». Δηλαδή ο κύριος Φασουλής έγινε επιχειρηματίας, θεατρώνης, και θα νοίκιαζε, θα υπομίσθωνε το θέατρο, για συμφεροντολογικούς λόγους, στη γυναίκα που τόσα χρόνια τον είχε και υπέφερε τα πάνδεινα… Για να μην πω τίποτα παραπάνω σε πρώτη φάση. Επιφυλάσσομαι όμως, σε δεύτερη φάση, αν μου δώσει την ευκαιρία, να τον κάνω να φύγει από την Αθήνα. Γιατί είπε και άλλα ψέματα στη συνέντευξη της περασμένης Κυριακής».
Σε ποια αναφέρεστε;
«Στις θεατρικές επιτυχίες με τα ελληνικά έργα, για τις οποίες μιλάει ο κύριος Φασουλής. Γιατί πρέπει να μάθει και ο κόσμος ότι δεν οφείλονται σε αυτόν αλλά στα πολύ μεγαλύτερα του Μεταξά «ΟΧΙ» τα δικά μας. Γιατί, αν ακούγαμε τις προτάσεις του κυρίου Φασουλή, θα έπρεπε να είχαμε πουληθεί και να πουλήσουμε ό,τι έχουμε και δεν έχουμε. Ακούστε λοιπόν τις προτάσεις του για το «Βεάκη», μετά τους «Γαμπρούς της Ευτυχίας», ένα έργο που οφείλω να πω ότι εκείνος πρότεινε. Για να μην κομπάζει όμως ο κύριος Φασουλής. Ξεκίνησε με την ιδέα των «Γαμπρών» αλλά μετά άλλαξε. Για τη συνέχεια ήθελε όχι μόνο να σκηνοθετήσει αλλά και να παίξει στα έργα «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» του Αλμπι, «Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία» του Ροζέ Βιτράκ, «Πέερ Γκυντ» του Ιψεν και «Οθέλλο» του Σαίξπηρ. Δηλαδή σήμερα θα είχαμε χρεοκοπήσει. Τα «ΟΧΙ» τα δικά μας ήταν εκείνα που τον πήγαιναν παρακάτω, ώσπου να βρεθεί το έργο που θα ανεβάζαμε. Σαφώς και μιλούσε περισσότερο με τη Νινέττα».
Με την οποία άλλωστε μπορεί να ξανασυνεργασθεί στο θέατρο «Βεάκη», όπως δήλωσε.
«Αυτό το είπε για να ρίξει στάχτη στα μάτια του κόσμου, επειδή η γυναίκα μου είναι ευγενική και του μιλάει και θεωρεί ότι έτσι διατηρεί τη φιλία τους. Και έχει τον λόγο του ο κύριος Φασουλής που το λέει αυτό για τη συνεργασία στο «Βεάκη». Πήρε δηλαδή το «Διονύσια» και θα έρθει στο «Βεάκη» να σκηνοθετήσει ή να παίξει; Σε ό,τι με αφορά πάντως, από το «Βεάκη» ούτε απ’ έξω δεν θα περάσει. Στο «Βεάκη» είναι και θα είναι ο Θύμιος Καρακατσάνης. Και αν αυτό το λέει για να θολώσει τα νερά, τότε είναι μακριά νυχτωμένος».
Τελικά, κύριε Λεμπέση, θέλετε να μου πείτε ότι κάτι κρύβεται από πίσω; Διότι παραμένουν ορισμένα κενά σε όσα λέτε.
«Ναι, έχω καταλάβει τι έχει συμβεί. Θέλω όμως από τις έρευνες που κάνω να έχω τα στοιχεία στα χέρια μου και τότε να βγω να κάνω αποκαλύψεις. Αν βέβαια έχω δίκιο και αν είναι τα πράγματα έτσι όπως υποπτεύομαι. Νομίζουν ότι τόσο καιρό κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια; Οχι βέβαια. Και ο κύριος Φασουλής θα έπρεπε να κάθεται ήσυχος και να μη μιλάει. Διότι, στο κάτω κάτω, δεν τις είχε ανάγκη αυτές τις ίντριγκες. Δεν έχει τίποτα ανάγκη. Είναι πολύ καλός σκηνοθέτης, περιζήτητος στο θέατρο. Για εξουσία τα κάνει όλα αυτά; Ναι, για εξουσία. Θεωρεί τον εαυτό του βασιλέα. Ξέρετε ότι έχει μισθώσει τον άνθρωπο του Χορν, τον Θεοδόση, και τον έχει ακόλουθο; Αισθάνεται βασιλιάς; Αισθάνεται Χορν;»
Σιγά σιγά θα μου πείτε ότι το βάφτισε και «Δημήτρης Χορν» για να εκμεταλλευθεί τη μνήμη του;
«Οχι, δεν νομίζω. Ο άνθρωπος αυτός, που έκανε τόσες απρέπειες, έχει και κάποιες ευαισθησίες, που είναι αληθινές. Μπορεί από μια τέτοια ευαισθησία κινούμενος να βάφτισε και το θέατρο «Δημήτρης Χορν». Οχι για κάποιον άλλον λόγο. Αξιος άνθρωπος είναι, αξιόλογος θεατρίνος είναι. Δεν χρειάζεται τέτοιες μικρότητες ούτε για να επιβιώσει ούτε για να φανεί ποιος είναι».