Ο ιταλός πολιτικός Ενρίκο Μπερλινγκουέρ γεννήθηκε στο Σάσαρι της Σαρδηνίας και ανήκε σε αριστοκρατική και εύπορη οικογένεια (ο ίδιος έφερε τον τίτλο του μαρκησίου), καλλιεργημένη και πολιτικοποιημένη, με προοδευτικές και αντιφασιστικές ιδέες και δράση. Τις ιδέες αυτές ο Μπερλινγκουέρ τις εγκολπώθηκε από νεαρότατη ηλικία, και το 1943 έγινε μέλος του παράνομου τότε Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος για να αναδειχθεί γρήγορα γραμματέας της οργάνωσης της κομμουνιστικής νεολαίας της ιδιαίτερης πατρίδας του.



Ο B’ Παγκόσμιος Πόλεμος έμπαινε τότε στην αποφασιστική φάση του. Ο Μουσολίνι είχε ανατραπεί, η Ιταλία είχε συνθηκολογήσει τον Σεπτέμβριο του 1943, και στις διαδηλώσεις του επόμενου χρόνου κατά της νέας κυβέρνησης του στρατάρχη Πιέτρο Μπαντόλιο ο Μπερλινγκουέρ συνελήφθη και φυλακίστηκε για τρεις μήνες. Παρά τη νεαρή ηλικία του, στη διάρκεια της κράτησής του ο Μπερλινγκουέρ ωρίμασε ιδεολογικά και πολιτικά και αποφάσισε να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην κομμουνιστική δράση εγκαταλείποντας τις νομικές σπουδές του.


Το 1944 ο Μπερλινγκουέρ γνωρίστηκε με τον γενικό γραμματέα του IKK Παλμίρο Τολιάτι και άρχισε να ανεβαίνει γρήγορα τις βαθμίδες της κομματικής ιεραρχίας, πορεία που τη συνέχισε και μετά το τέλος του πολέμου το 1945, για να γίνει, τον ίδιο χρόνο, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του IKK. Το 1948 ο Μπερλινγκουέρ ανήκε πλέον στην ηγετική ομάδα του κόμματος.


Γενικός Γραμματέας του IKK


Τα χρόνια που ακολούθησαν ο Μπερλινγκουέρ ανέλαβε διάφορες ανώτερες και υπεύθυνες θέσεις εδραιώνοντας τη δική του όχι μόνο στο ιταλικό αλλά και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Το 1968 εκλέχθηκε πρώτη φορά βουλευτής.


Το 1969, όταν γενικός γραμματέας του IKK ήταν ο Λουίτζι Λόνγκο, ο Μπερλινγκουέρ εκλέχθηκε βοηθός γραμματέας του κόμματος. Με αυτή την ιδιότητά του έλαβε μέρος, τον ίδιο χρόνο, στη διάσκεψη των κομμουνιστικών κομμάτων στη Μόσχα, όπου η ιταλική αντιπροσωπεία διαφώνησε με την επίσημη πολιτική γραμμή που χαράχθηκε και αρνήθηκε να ψηφίσει το τελικό έγγραφο της διάσκεψης.


Ο Μπερλινγκουέρ αρνήθηκε επίσης να συναινέσει στην καταδίκη των κινέζων κομμουνιστών την οποία επεδίωκε η Μόσχα λόγω των διαφορών της μαζί τους, και επέκρινε απερίφραστα τον σοβιετικό ηγέτη Λεονίντ Μπρέζνιεφ για την επέμβαση των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία το 1968.


Το 1972, λόγω των προβλημάτων του με την υγεία του, ο Λόνγκο περιορίστηκε στον τιμητικό τίτλο του προέδρου του IKK, και ο Μπερλινγκουέρ ανέλαβε την ουσιαστική αρχηγία του εκλεγόμενος γενικός γραμματέας. Τα επόμενα δώδεκα χρόνια, όσο έζησε ο Μπερλινγκουέρ, το IKK γνώρισε ριζική μεταμόρφωση υιοθετώντας υψηλές φιλοδοξίες και διακεκριμένους στόχους και πετυχαίνοντας τεράστια ανταπόκριση στις λαϊκές μάζες. Το IKK αναδείχθηκε το ισχυρότερο κομμουνιστικό κόμμα της Δυτικής Ευρώπης κερδίζοντας στις εκλογές του 1972 το 27,2% των ψήφων και στις εκλογές του 1976 το 34,4%. Οι επιτυχίες του στην τοπική αυτοδιοίκηση υπήρξαν σαρωτικές. Σε ορισμένες περιπτώσεις έφτασε να ελέγχει περισσότερη από τη μισή χώρα επιδεικνύοντας εξαίρετες διοικητικές ικανότητες.


Ο ιστορικός συμβιβασμός


Ως ηγέτης αυτού του ουσιαστικά νέου κόμματος, ο Μπερλινγκουέρ πρότεινε την περίφημη πολιτική γραμμή του που έγινε γνωστή ως «ιστορικός συμβιβασμός» και που εξασφάλισε στον εισηγητή της παγκόσμια φήμη.


H πρόταση του Μπερλινγκουέρ, πρωτοφανής για την κομμουνιστική θεωρία και πρακτική, υιοθετούσε τη διεξαγωγή της πολιτικής πάλης με δημοκρατικές και συναινετικές μεθόδους όπου περιλαμβάνονταν όχι μόνο η λειτουργία του κόμματος στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού συστήματος με απόλυτο σεβασμό στους θεσμούς του αλλά και η συνεργασία του με τα αστικά κόμματα. Στις δεδομένες ιστορικές συνθήκες, πίστευε ο Μπερλινγκουέρ, η γραμμή αυτή ήταν η μόνη που μπορούσε να ακολουθήσει το κομμουνιστικό κόμμα για την κατάκτηση της εξουσίας ή τουλάχιστον για την αποφασιστική συμμετοχή του στον έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων σε κυβερνητικό επίπεδο.


Ο «ιστορικός συμβιβασμός» προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, σφοδρές αντιδράσεις στις τάξεις του κομμουνιστικού κινήματος, του ιταλικού αλλά και του διεθνούς, που τελούσε υπό την κηδεμονία του σοβιετικού KK. Ο Μπερλινγκουέρ κατηγορήθηκε ότι εγκαταλείπει την επαναστατική μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία.


Ο Μπερλινγκουέρ όμως ήταν αποφασισμένος να επιτύχει την αυτονόμηση του IKK από τη σοβιετική δεσποτεία και να μην επιτρέψει ξένες επεμβάσεις στα εσωτερικά του. H πρόταση του Μπερλινγκουέρ ήταν η εμβάθυνση στο ένα σκέλος της διττής κληρονομιάς του Τολιάτι, ο οποίος από τη μια έμενε πιστός στο σοβιετικό πρότυπο, από την άλλη όμως πρώτος έκανε λόγο για τον «ιταλικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό».


Το κίνημα του ευρωκομμουνισμού


Το 1976, στη Μόσχα, ο Μπερλινγκουέρ επιβεβαίωσε την αυτόνομη στάση του IKK. Ενώπιον 5.000 αντιπροσώπων κομμουνιστικών κομμάτων, ο Μπερλινγκουέρ μίλησε για ένα «πλουραλιστικό σύστημα» (στα ρωσικά μεταφράστηκε «πολυμορφικό») και αναφέρθηκε στην πρόθεση του IKK να οικοδομήσει «έναν σοσιαλισμό που είναι απαραίτητος και κατορθωτός μόνο στην Ιταλία».


Παρά τις αντιδράσεις του σοβιετικού KK και των ελεγχόμενων από αυτό κομμάτων, οι απόψεις του Μπερλινγκουέρ βρήκαν ανταπόκριση σε άλλα κομμουνιστικά κόμματα που τα απασχολούσαν παρόμοιες αναζητήσεις. Καρπός των σχετικών ζυμώσεων υπήρξε το κίνημα που έγινε γνωστό ως «ευρωκομμουνισμός» και που πρέσβευε την ελευθεριότερη εσωτερική λειτουργία των κομμάτων, την απαλλαγή τους από εξωτερικές επεμβάσεις και την προσαρμογή της πολιτικής κάθε κόμματος στις ιδιαίτερες συνθήκες της κοινωνίας όπου αυτό δρούσε.


Οι αρχές του ευρωκομμουνισμού αποκρυσταλλώθηκαν στη διάσκεψη της Μαδρίτης τον Μάρτιο του 1977 όπου πήραν μέρος τα κομμουνιστικά κόμματα της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας με τους ηγέτες τους, αντίστοιχα, Ζωρζ Μαρσαί, Σαντιάγο Καρίγιο και Ενρίκο Μπερλινγκουέρ.


Τα κηρύγματα του ευρωκομμουνισμού προκάλεσαν και αυτά ζωηρές αντιδράσεις προερχόμενες από το σοβιετικό KK και από τα προσκείμενα σε αυτό κόμματα άλλων χωρών αλλά και αναταραχή στο εσωτερικό των κομμάτων που υιοθέτησαν αυτές τις αρχές.


H τελική επιδίωξη του «ιστορικού συμβιβασμού», που ήταν η συμμετοχή του IKK σε κυβέρνηση συνασπισμού, δεν έμελλε να ευοδωθεί. Βρήκε ωστόσο ανταπόκριση στο κόμμα των χριστιανοδημοκρατών, κυρίαρχο στην Ιταλία από το τέλος του B´ Παγκοσμίου Πολέμου και ύστερα, στο οποίο κυρίως απευθυνόταν. Αλλά η απαγωγή και η δολοφονία του προέδρου των χριστιανοδημοκρατών Αλντο Μόρο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες το 1978 έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη ματαίωση της προσέγγισης.


H επέμβαση στο Αφγανιστάν


Οι ιταλοί κομμουνιστές στήριξαν κατόπιν τις ελπίδες τους στον νέο πρόεδρο, τον παλαίμαχο σοσιαλιστή Σάντρο Περτίνι, την εκλογή του οποίου υποστήριξαν. Ο Περτίνι, όμως, επηρεαζόμενος από ελάσσονες πολιτικούς ηγέτες, όπως ο Τζιοβάνι Σπαντολίνι του ριζοσπαστικού κόμματος και ο Μπετίνο Κράξι του σοσιαλιστικού, δεν έκανε αυτό που προσδοκούσαν οι κομμουνιστές και το IKK έμεινε εκτός κυβερνήσεως.


Τα λίγα χρόνια που του απέμεναν ο Μπερλινγκουέρ συνέχισε τον ανεξάρτητο δρόμο του απομακρυνόμενος ολοένα περισσότερο από τη σοβιετική γραμμή. Το 1980 καταδίκασε απερίφραστα τη σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν και το 1981 δήλωσε ότι «η προοδευτική δύναμη της οκτωβριανής επανάστασης έχει εξαντληθεί».


Ο ξαφνικός θάνατος του Μπερλινγκουέρ το 1984 στέρησε το IKK από έναν φωτισμένο ηγέτη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, υπό την πίεση των κοσμογονικών εξελίξεων στην ΕΣΣΔ και στα σοσιαλιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, το κόμμα του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ μετέβαλε τον τίτλο του και ονομάστηκε Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς.


KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ