* Οι μεγάλες και εύφορες πεδιάδες της Θεσσαλίας, που διασχίζονται από ποτάμια πλούσια σε νερά και περικλείονται από παντού από ψηλά βουνά, αποτέλεσαν σε όλες τις περιόδους της ιστορίας της ανθρωπότητας έναν ενιαίο χώρο που ευνόησε την πολιτισμική και χωροταξική εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών.


* Με τις σκέψεις αυτές στο μυαλό ξεκινήσαμε ένα πρωινό από την Καρδίτσα (αφήνοντας πίσω μας τον πανέμορφο Θεσσαλικό κάμπο, πνιγμένο στα αγροτικά του προβλήματα) με κατεύθυνση το Καλλίθηρο (παλιά Σέκλιζα), πρωτεύουσα του νεοσύστατου Δήμου Ιτάμου, την οποία και προσεγγίσαμε σε 10 χλμ.


* Οδηγός μας ο δήμαρχος Βασίλης Τσαντήλας, ένας νέος και οραματιστής άνθρωπος που παλεύει να δώσει νέα πνοή στα λησμονημένα χωριά των Ανατολικών Αγράφων.


* Ενα περίπου χλμ. από το κέντρο του οικισμού και επάνω στον μικρό δασωμένο λόφο του Αγίου Αθανασίου βρίσκεται η αρχαία πόλη Καλλίθηρα, η οποία αξίζει την επίσκεψή μας.


* Από την ακρόπολη της αρχαίας Καλλίθηρας, έχοντας γύρω μας εκπληκτική θέα 360 μοίρες, αγναντεύουμε στα νοτιοδυτικά για πρώτη φορά τα θρυλικά αυτά βουνά και τα χωριά τους που πρόκειται να επισκεφθούμε: Καπροβούνι, Ιταμος, Σβον, Καταραχιάς στα βουνά της Νιάλας. Ολα αχνοφαίνονται στον ορίζοντα.





Καλύτερη εποχή:
Και τις τέσσερις εποχές του χρόνου, τα Αγραφα προσφέρονται για οικοτουρισμό.


Διαμονή: Στην Καστανιά υπάρχει κοινοτικός ξενώνας (τηλ. 0441/94155 ή 94185) καθώς και τα ενοικιαζόμενα δωμάτια των Ζουμπογιάννη (0441/94212) και Μπαλτσή.


Απαιτούμενος χρόνος: Οπωσδήποτε ένα Σαββατοκύριακο.


Φαγητό: Στην Καστανιά στου μπαρμπα-Λάμπρου Εγγλέζου (0441/97101) και στο δημοτικό περίπτερο (94392). Στη Μούχα στου Μπαλτσή (94252). Στο Καροπλέσι στου Ηλία Γιανέλλου (94126) και στο Ανθηρό στου Γιάννου Χόντου (94225). Στον Αμάραντο στου Γ. Αποστολόπουλου (83248).


Καύσιμα: Ενα μόνο βενζινάδικο τέσσερα χλμ. από το Καλλίθηρο.


Χρήσιμα τηλέφωνα: Δήμος Ιτάμου Αγράφων (0441/81073).


Μην ξεχάσετε! Να διαβάσετε το λεύκωμα για τα Αγραφα, που εξέδωσε η Ενωση Αγραφιώτικων Χωριών, το βιβλίο Καλλίθηρα του αρχαιολόγου Μ. Ιντζεσίλογλου και το βιβλίο για το Καταφύγι του Θωμά ΖαρκάδαΝα χρησιμοποιήσετε τον χάρτη των εκδόσεων Road για τη Θεσσαλία.


Περιγραφή διαδρομής



Τρία χλμ. από το χωριό (14 από την αρχή του οδοιπορικού μας) συναντάμε το τελευταίο βενζινάδικο της περιοχής και από εκεί ακολουθούμε τον υποτιθέμενο οδικό άξονα Καρδίτσας – Αγρινίου (που μαζί με τον άξονα Τρικάλων – Αρτας, όλο εξαγγέλλονται και ποτέ δεν κατασκευάζονται!) και σε ένα χλμ. (15) συναντάμε μια σημαντική διασταύρωση.


Αριστερά πηγαίνει προς Ραχούλα, Αμάραντο και Νεράιδα και είναι ο δρόμος από τον οποίο θα επιστρέψουμε.


Ευθεία οδηγεί προς Καστανιά, λίμνη Πλαστήρα και Καροπλέσι. Και δεξιά προς το χωριό Καταφύγι και τη φημισμένη Μονή Πέτρας, τα οποία και προσεγγίζουμε με ασφαλτοστρωμένο δρόμο σε 7χλμ. και 10 χλμ. αντίστοιχα.


Την ονομασία του, σύμφωνα με τον ερευνητή Θωμά Ζαρκάδα, την πήρε το χωριό, εξαιτίας της θέσης του και του γεγονότος ότι σε αυτό κατέφευγαν οι κάτοικοι των πεδινών περιοχών στις δύσκολες στιγμές τους.


Αφήνουμε τον φιλόξενο παπα-Νικόλα Κρικέλλη να μας ξεναγήσει στο μεγαλόπρεπο μοναστήρι της Πέτρας, που συμπληρώνει 400 χρόνια ζωής και περιλαμβάνει εξαίρετες τοιχογραφίες του 16ου αιώνα. Δεν μπορούμε όμως να μην αγανακτήσουμε για την απόφαση καταστροφής των πέτρινων κελιών, που πήρε ο τοπικός μητροπολίτης το 1968 αλλά και το αρχιτεκτονικό αίσχος της προσπάθειας κατασκευής νέων, μέσα σε ένα μακρόστενο και άμορφο κτίσμα… Η φύση πάντως της γύρω περιοχής είναι πανέμορφη και περιλαμβάνει φοβερά δάση δύο ποικιλιών δρυός (τσερνόκι).


Επιστρέφουμε πίσω στην αρχική διασταύρωση (35 χλμ. από την αρχή) και πηγαίνουμε κατευθείαν προς το χωριό Καστανιά, το άλλοτε κεφαλοχώρι των Αγράφων, το οποίο και προσεγγίζουμε σε 11 χλμ. Είμαστε σε 825 υψόμετρο, σε έναν τόπο που έχει αρχίσει να αναπτύσσεται τουριστικά και στην ταβέρνα του μπαρμπα-Λάμπρου Εγγλέζου δοκιμάζουμε την καλή φασολάδα και τον τραχανά της κυρα-Ευθυμίας και το εξαίρετο ντόπιο κόκκινο μπρουσκάτο κρασί.


Τι κρίμα όμως αυτό τον πανέμορφο τόπο να τον προσβάλλουν άθλια κτίσματα με κουφώματα αλουμινίου. Τι κρίμα οι φιλόξενοι άνθρωποί του να μην έχουν πια κίνητρα να φτιάξουν ζυμωτό και υγιεινό ψωμί, από αλεύρι ολικής άλεσης και να αναγκάζονται να προμηθεύονται το ψωμί (τύπου αφρολέξ!) της Καρδίτσας;


Ακούμε τις υποσχέσεις του Βασίλη Τσαντήλα, ότι σύντομα ένα παλιό πέτρινο κτίσμα θα μετατραπεί σε Μουσείο Χλωρίδας και Πανίδας των Αγράφων (χωρίς ευτυχώς βαλσαμωμένα ζώα!), ότι θα προσπαθήσει να προωθήσει τη βιοκλιματική αρχιτεκτονική, ότι θα δώσει κίνητρα να ξαναζωντανέψει η παραδοσιακή μαγειρική των Αγράφων και έχουμε το δικαίωμα να ονειρευθούμε!


Από την Καστανιά σε δύο χλμ. αφήνουμε την άσφαλτο και ακολουθούμε ένα σε πολύ καλή κατάσταση χωματόδρομο που «βαδίζει» δίπλα στην τεχνητή λίμνη του Πλαστήρα. Ο τόπος είναι πανέμορφος και το τοπίο, προς τη δυτική πλευρά της λίμνης και το Βουτσικάκι, υπέροχο. Αφήστε κάπου το αυτοκίνητό σας και βαδίστε δίπλα στη λίμνη και αν είστε τυχεροί ζητήστε από τον μπαρμπα-Λάμπρο να σας κάνει μια βαρκάδα στη λίμνη!


Από την Καστανιά, κατευθυνόμαστε στα νοτιοδυτικά προς τη Μούχα και από εκεί προς το Φράγμα, το οποίο και προσεγγίζουμε στα 62 χλμ. από την αρχή του οδοιπορικού μας (υψόμετρο 805).


Βρισκόμαστε στη νότια άκρη της πεδιάδας της Νεβρόπολης, την οποία σήμερα έχουν κατακλύσει τα νερά του Μέγδοβα.


Ακριβώς κατάντη του φράγματος ξεκινάει ένας κακός χωματόδρομος (τον οποίο και συστήνω μόνο σε όσους έχουν αυτοκίνητο 4Χ4!) και ο οποίος οδηγεί προς το Ανθηρό και το Καροπλέσι.


Το τοπίο που προσφέρει είναι ανεπανάληπτο, γιατί στα πόδια μας δεξιά χάσκουν οι γκρεμίλες του φαραγγιού του Μέγδοβα και πιο ψηλά οι ωραιότερες κορυφές των Αγράφων, η Πλάκα, η γεμάτη μαλόκεδρα Σουφλιστάρα, οι Πέντε Πύργοι.


Οσοι δεν διαθέτουν 4Χ4 έχουν δύο δυνατότητες:


­ Ή να πραγματοποιήσουν τη διαδρομή ως το Ανθηρό με τα πόδια, ακολουθώντας τον χωματόδρομο και αφού περάσουν ένα μικρό τούνελ (μία ώρα και 30′ πεζοπορίας ή 7 χλμ.).


­ Ή να επιστρέψουν προς Καστανιά και από ασφαλτοστρωμένο δρόμο να φτάσουν στο Ανθηρό.


Από το Ανθηρό κατευθυνόμαστε προς τη Σάικα (οι χάρτες την αναγράφουν ως Πετράλωνα!), ένα από τα πιο απομονωμένα χωριά των Αγράφων, την οποία και προσεγγίζουμε αφού περάσουμε τον υγροβιότοπο Λογγά, στη συνάντηση του Ασπρου και του Μέγδοβα, που λίγο παρακάτω συναντούν και αυτά τον Σαρανταπορίσιο για να γίνουν Ταυρωπός και ούτω καθεξής ως την τελική μοίρα του κάθε ποταμού, τη μάνα θάλασσα…


Είμαστε στο 78ο χλμ., στα 925 μ. και επισκεπτόμαστε το περίφημο μοναστήρι της Παναγίας που εικονογραφήθηκε από τον περίφημο Ιωάννη εκ Φουρνάς και λειτούργησε ως μπαρουταποθήκη του Καραϊσκάκη.


Λίγο πιο πάνω από τη Σάικα βρίσκεται το οροπέδιο της Νιάλας, όπου την άνοιξη του ’48 αντάρτες του ΕΛΑΣ και φαντάροι του τακτικού στρατού κοιμήθηκαν στις ίδιες σκηνές για να αποφύγουν τον θάνατο από τον ξαφνικό χιονιά. (Το γεγονός περιγράφει στους «Ανυπεράσπιστους» ο μεγάλος λογοτέχνης μας Δημήτρης Χατζής).


Τόποι αγώνα ήταν τα Αγραφα και τόποι αγώνα παραμένουν, σκεφθήκαμε καθισμένοι στην ταβέρνα του Ηλία Γιανέλλου, στο όμορφο Καροπλέσι (88 χλμ. 760 μέτρα).


Αγώνα για την επιβίωση, και αυτό που εντυπωσιάζει είναι πόσο πολλοί νέοι έχουν παραμείνει ακόμη σε αυτή την ορεινή εσχατιά.


Γιατί αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύεται, στα Αγραφα δεν βρίσκει κανείς μόνο γερόντια. Για πόσο καιρό όμως θα παραμείνουν εδώ; Χρειάζονται κίνητρα, χρειάζονται μέτρα για να μην καταντήσουν και αυτοί βιομηχανικοί εργάτες.


Τρώμε κάστανα και πίνουμε ντόπιο κρυστάλλινο τσίπουρο, ακούγοντας τα τραγούδια του αδικοχαμένου αργιθεάτη τραγουδιστή Γιάννη Βλαχογιάννη: «Κώστα μ’, τα χιόνια λειώσανε και τα βουνά το λένε, κι εσύ Κώστα μ’, στην ξενιτιά…».


Η λύση, το διέξοδο, είναι ο οικοτουρισμός και αγανακτώ όταν σκέφτομαι τις αναπτυξιακές εταιρείες που κάποιοι έστησαν για να τα οικονομήσουν και όχι για να βοηθήσουν τους λησμονημένους κατοίκους της ορεινής Ελλάδας. Δεκαεπτά εκατομμύρια π.χ. κοστολόγησαν κάποιοι στα Τρίκαλα μια ολιγοσέλιδη και ελλιπή έκδοση για τη Νότια Πίνδο, τη στιγμή που το κόστος της δεν ξεπερνάει το ένα δέκατο του ποσού…


Το Καροπλέσι, επιτρέψτε μου να πω, είναι από τις ωραιότερες τοποθεσίες που υπάρχουν στην Ελλάδα και πιστεύω ότι κάποτε θα εξελιχθεί σε ένα από τα ωραιότερα ορεινά θέρετρα. Κοντά του, στην Αγία Αγάθη, λειτουργεί και ένας παραδοσιακός νερόμυλος, με μαντάνια για τις φλοκάτες και ένα μικρό ιχθυοτροφείο με πέστροφες.


Από την «πύλη» αυτή των Αγράφων, που ήταν παλιά πρωτεύουσα του Δήμου Δολώπων, περνάμε το ποτάμι και βρισκόμαστε στην αριστερή πια όχθη του Μέγδοβα προς το χωριό Γιαννουσέικα (90 χλμ., 900 υψόμετρο).


Από εδώ ακολουθούμε με νότια κατεύθυνση ένα χωματόδρομο προς το χωριό Νεράιδα (τη διαδρομή αυτή αξίζει να την κάνει κανείς και με τα πόδια).


Περνάμε από το Μοναστήρι της Παναγίας, έχοντας μια φοβερή θέα μπροστά μας προς τις κατάφυτες κορυφές Μάρτσα (στα αριστερά) και Βαϊδολίβαδο (1.543 μέτρα στα δεξιά).


Τα εκτεταμένα δάση καστανιάς και δρυός που απλώνονται στα πόδια μας δεν είναι όμως κοινοτικές εκτάσεις αλλά τσιφλίκια! Δεν διαβάσατε λάθος! Ούτε ο ηρωικός Πλαστήρας ούτε καν το ΕΑΜ Θεσσαλίας (σχετική απόφαση του γραμματέα του Γ. Κοσπεντάρη που καταγόταν απ’ το Καροπλέσι, είχε ανατρέψει αργότερα η ΚΕ του ΚΚΕ) δεν τόλμησαν ποτέ να ζητήσουν την εθνικοποίησή τους!


Και είναι εκπληκτικό όχι τόσο ότι τα δάση αυτά ανήκουν σε ιδιώτες, αλλά το γεγονός ότι οι ιδιώτες αυτοί δεν έχουν καμία σχέση με τη Θεσσαλία! (π.χ. λίγο μετά το μοναστήρι, μια έκταση 10.000 στρεμμάτων, κατέχουν οι απόγονοι της Υδραίας Μπουμπουλίνας!).


Περνάμε τον Σαραντοπορίσιο από ένα μικρό και σχεδόν ετοιμόρροπο μεταλλικό γεφυράκι και φθάνουμε στην απομονωμένη Νεράιδα (παλιά Σπινάσα) ­ 116ο χλμ., 635 υψόμετρο ­ της οποίας πρόεδρος είναι ο ηλικίας 23 χρόνων (!) Ηλίας Καραμέτος. Ο τόπος έχει άγρια ομορφιά και σπάνια φύση και θέση (σε παράθυρο στο βάθος στα νότια αχνοφαίνεται και το Βελούχι!). Αυτό όμως το ψυχεδελικό κιτς Cafe-SARAY τι είναι; Οχι προτιμώ το τσίπουρο απ’ το ουίσκι. Το κραμποκούκι με ολόπαχη φέτα και τα κραμπολάχανα με μανιτάρια που έφαγα στο μαγαζί του Χόντου στο Καροπλέσι, από τα πατατάκια-τσιπς. Και τη λαϊκή και αυθόρμητη αρχιτεκτονική και διακόσμηση από κάθε τι το ξενόφερτο και το κακόγουστο.


Δύο καλοντυμένοι με ακριβά μπουφάν αρθρογράφοι κάποιου με ξενόγλωσσο τίτλο αθηναϊκού περιοδικού ­ που μόλις μπήκαν ­ το θεώρησαν ήδη πολύ «in». Τέτοια όμως ανάπτυξη θέλουμε για τα Αγραφα; Ζήτω που καήκαμε. Και για μαζέψτε κύριοι και τα «in» και τα «out» σας (στο κάτω κάτω η ελληνική γλώσσα διαθέτει πολύ καλύτερες εκφράσεις), προτού να είναι πολύ αργά γι’ αυτό τον τόπο. Εδώ δεν είναι Αράχοβα ή Μύκονος για να τη διαλύσετε με τον δήθεν κοσμοπολιτισμό σας. Εδώ είναι Αγραφα, γη Κατσαντωναίων και Βελουχιώτιδων…


Φεύγουμε από τη Νεράιδα με ανάμεικτα συναισθήματα. Πολλοί απ’ τους κατοίκους της πανέμορφης αυτής περιοχής αναγκάστηκαν στη δεκαετία του ’60 να γίνουν μεταλλωρύχοι ή ναυτικοί για να επιβιώσουν και σήμερα σίγουρα αξίζουν μια καλύτερη τύχη…


Περνάμε από το Σαραντάπορο (τώρα φτιάχνεται ο δρόμος), το μνημείο-άγαλμα του Βασ. Δίπλα στο Γρεβενοδιάσελο και κατηφορίζουμε (προσοχή στον δρόμο, γιατί ως τις αρχές της άνοιξης πιάνει πάγο) προς το χωριό Αμάραντος (παλιά Μαστρογιάννι, 130ο περίπου χλμ. και υψόμετρο 750), στην εκκλησία του οποίου βρίσκεται ένα θαυμάσιο ξυλόγλυπτο τέμπλο, με δεσποτικές εικόνες των αρχών του 18ου αιώνα.


Και πιο μετά, προς το χωριό Ραχούλα, τη γενέτειρα του Χαρίλαου Φλωράκη. Συναντάμε την αρχική διασταύρωση (5 χλμ. από το Καλλίθηρο) και επιστρέφουμε εύκολα στην Καρδίτσα και από εκεί στον τόπο προορισμού μας, έχοντας διασχίσει σχεδόν όλη την περιοχή των Ανατολικών Αγράφων.


…και με τα πόδια!



Η απομονωμένη Σάικα αποτελεί μία από τις τρεις πύλες εισόδου (οι άλλες δύο είναι το χωριό Αγραφα, που προσεγγίζεται μέσω Βαρβαριάδας Ευρυτανίας, και το χωριό Μεγάλα Βραγγιανά ­ όπου δίδαξε ο Ευγένιος Γιαννούλης ­ ο Αιτωλός) στο περίφημο οροπέδιο της Νιάλας.


Δύο ώρες εύκολης πεζοπορίας ακολουθώντας καλογραμμένο μονοπάτι, το οποίο ακολουθούν κατά τις μετακινήσεις τους και οι τσοπαναραίοι, και φθάνουμε στη Νιάλα (1.600 μ. περίπου).


Από εδώ αντικρίζουμε τις φημισμένες κορυφές των Αγράφων που περιβάλλουν το οροπέδιο και ανεβαίνουμε είτε στο Φλυτζάνι (2.032 μ., σε μιάμιση ώρα) είτε στον σχετικά πιο εύκολο Καταρραχιά (1.997 μ., σε μία ώρα περίπου).


Για την ανάβαση του τελευταίου περνάμε πρώτα από τη στάνη του Μιχόπουλου και ανηφορίζουμε με κατεύθυνση το μνημείο της Εθνικής Αντίστασης, το οποίο δυστυχώς κάποιοι κυνηγοί το έχουν βάλει στο στόχαστρο και το έχουν σχεδόν καταστρέψει.


Και όμως σε αυτό το σημείο στις 12.4.1947, ένα βράδυ χιονοθύελλας, αντάρτες και φαντάροι κοιμήθηκαν στις ίδιες σκηνές, αγκαλιασμένοι για να μην πεθάνουν από το κρύο.


Η διήγηση του Τάκη Ψημμένου είναι συγκλονιστική: «… και ξαφνικά αντίκρισαν αντίσκηνα. Εχθρικά αντίσκηνα. Και μέσα φαντάροι κουκουλωμένοι με κουβέρτες και χλαίνες. Είμαστε αδέρφια, λένε, μη μας πειράζετε. Αδέρφια, αδέρφια, απαντούνε κι οι άλλοι. Καθήστε απόψε να περάσει το κακό και το πρωί, αν καλοσυνέψει ο Θεός, φύγετε.


Και κάθησαν και αγκαλιάστηκαν σαν πραγματικά αδέρφια που είχαν χρόνια ν’ ανταμωθούνε…».