Σεμια καλοστημένη «παγίδα» με απρόβλεπτες συνέπειες για την τσέπη των δημοσίων υπαλλήλων τείνει να εξελιχθεί το νέο μισθολόγιο, η κατάρτιση του οποίου αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί πριν από την κατάθεση στη Βουλή του νέου προϋπολογισμού. Οι φόβοι ότι, αντί να αμβλυνθούν οι κραυγαλέες μισθολογικές ανισότητες, να κτυπηθούν οι «πελατειακές σχέσεις» και το ρουσφέτι που καλλιεργείται από την πολιτική εξουσία, θα υπάρξει τελικά μείωση των πραγματικών αποδοχών των εργαζομένων είναι υπαρκτοί. Και αυτό υπό το πρόσχημα της κατάργησης των «ρετιρέ» του Δημοσίου, το οποίο θα αποτελέσει και το βασικό επικοινωνιακό επιχείρημα της κυβέρνησης, ανάλογο με την άμβλυνση των ανισοτήτων την οποία επικαλέστηκε για να καλύψει την πρόσφατη φοροεπιδρομή.

Ο υπουργός Οικονομίας κ. Γ.Αλογοσκούφης ως το τέλος του μηνός, ύστερα από σχετική διαβούλευση με τον υπουργό Εσωτερικών κ. Πρ.Παυλόπουλο , θα παρουσιάσει στη διοίκηση της ΑΔΕΔΥ τις θεσμικές παραμέτρους του νέου μισθολογίου. «Η θεσμική αλλαγή του μισθολογίου» επισημαίνουν κυβερνητικοί κύκλοι «δεν πρόκειται να συνοδευτεί και με θεαματική αύξηση των βασικών μισθών». Το αίτημα της ΑΔΕΔΥ, ως εκ τούτου, για διαμόρφωση του κατώτερου βασικού μισθού σε 1.300 ή 1.350 ευρώ θεωρείται ανέφικτο. Ανέφικτη θεωρείται και η επίτευξη των τριών στόχων τους οποίους είχε θέσει στο παρελθόν ο κ. Παυλόπουλος, ο οποίος έκανε λόγο, πρώτον, για εξάλειψη των «πατρικίων» και των «πληβειών» στο Δημόσιο, δεύτερον, για εξομοίωση των υπαλλήλων που παρέχουν ίδιας ποιότητας έργο προς τα πάνω και όχι προς τα κάτω και, τρίτον, ότι το ύψος των αποδοχών δεν θα εξαρτάται μόνο από τα χρόνια υπηρεσίας και τη θέση ευθύνης, αλλά και από την απόδοση.

Στόχος της κυβέρνησης, όπως κατέστησε σαφές και ο πρωθυπουργός κ. Κ. Καραμανλής στην πρόσφατη συνάντηση που είχε με τη διοίκηση της ΑΔΕΔΥ, είναι το νέο μισθολόγιο να επιφέρει «τεχνικές αλλαγές στον υπολογισμό των μισθών του Δημοσίου » χωρίς να διαταράσσεται η εισοδηματική πολιτική, που θα προβλέπει αυξήσεις οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν θα υπερβαίνουν τον πληθωρισμό. Το σενάριο, ως εκ τούτου, το οποίο έχει επιλεγεί είναι η σταδιακή ενσωμάτωση στον βασικό μισθό των ειδικών επιδομάτων, τα οποία ύστερα από σχετική νομοθετική ρύθμιση στο φορολογικό νομοσχέδιο θα τα διαχειρίζεται πλέον το υπουργείο Οικονομίας. Η κυβέρνηση, μ΄ άλλα λόγια, μετά τη σταδιακή ενσωμάτωση του κινήτρου απόδοσης προχωρεί και σε σταδιακή ενσωμάτωση των ειδικών επιδομάτων, επαναφέροντας στο προσκήνιο ένα σενάριο τουλάχιστον της περιβόητης έκθεσης Κιντή.

Τα ειδικά επιδόματα κατ΄ αρχάς, το ύψος των οποίων υπερβαίνει σήμερα τα 4 δισ. ευρώ, αν και δεν ταυτίζονται απόλυτα με τους ειδικούς λογαριασμούς που υποκρύπτουν και άλλες δαπάνες οι οποίες διοχετεύονται κυρίως στην εξυπηρέτηση των «πελατειακών σχέσεων» των υπουργών, καλύπτουν το 6% της ετήσιας δαπάνης για τους μισθούς. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι θα απαιτηθεί έτσι κι αλλιώς γενναία χρηματοδότηση του νέου μισθολογίου από τον κρατικό προϋπολογισμό, γεγονός που καθιστά από μόνο του το όλο εγχείρημα αμφιβόλου αποτελεσματικότητας. Δεν έχει αποφασισθεί, από την άλλη πλευρά, αν θα ενσωματωθεί στον μισθό και το βασικό επίδομα των 176 ευρώ, το οποίο αποτελεί ένα επιπλέον ακανθώδες ζήτημα, διότι επηρεάζει άμεσα και τη μισθολογική κατάσταση των συνταξιούχων του Δημοσίου.

Η εξέλιξη αυτή δεν μπορεί παρά να συνδυασθεί:

Πρώτον, με το «πάγωμα» όλων των ειδικών επιδομάτων, πλην ελαχίστων κατηγοριών εργαζομένων και, δεύτερον , με τη διαχείρισή τους από το υπουργείο Οικονομίας μετά την εγγραφή τους στον προϋπολογισμό. «Τα επιδόματα παγώνουν ωσότου δούμε ποιες κατηγορίες εργαζομένων τα λαμβάνουν» επισημαίνουν με έμφαση κυβερνητικά στελέχη. «Διότι ουδείς γνωρίζει με ακρίβεια σήμερα τι και ποιοι κρύβονται πίσω από τους ειδικούς λογαριασμούς». Είναι αλήθεια ότι τα ειδικά επιδόματα αποτελούν κυκεώνα. Υποκρύπτονται πίσω από νομοθετικές ρυθμίσεις με τις οποίες ένα ποσοστό επί των εισπράξεων υπέρ του Δημοσίου χορηγείται στους εργαζομένους υπό τη μορφή πριμ παραγωγικότητας ή απόδοσης και αποτελούν δυσδιάκριτες υποσημειώσεις κλαδικών συμβάσεων εργασίας που υπογράφουν υπουργοί με συνδικαλιστές, συντηρώντας τις «πελατειακές σχέσεις». Αλλα εκχωρούνται μέσω των ειδικών επιχορηγήσεων των υπουργείων από τον κρατικό προϋπολογισμό. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι εργαζόμενοι οι οποίοι εργάζονται στην ίδια αίθουσα και με το ίδιο αντικείμενο να αμείβονται με διαφορετικούς μισθούς, όπως στις νομαρχίες μετά την εκχώρηση των σχετικών αρμοδιοτήτων από τα υπουργεία. Ή, αν θέλετε, μια καθαρίστρια σε τελωνείο επαρχίας να αμείβεται με περισσότερα χρήματα από έναν διευθυντή Λυκείου.

Η κυβέρνηση δεν αποδέχεται το αίτημα της ΑΔΕΔΥ για πλήρη κατάργηση των ειδικών επιδομάτων, πλην ελαχίστων κατηγοριών, με ταυτόχρονη ενσωμάτωσή τους στον βασικό μισθό.