Επρεπε να μελετήσω σκληρά – και το έκανα» λέει με αποφασιστικότητα η Ντακότα Τζόνσον. «Δεν ήξερα τίποτε για την ταινία του Ντάριο Αρτζέντο, γνώριζα ελάχιστα για το πολιτικό φόντο της εποχής στην οποία η ιστορία διαδραματίζεται (Βερολίνο 1977) και δεν είχα ποτέ μέχρι τη «Suspiria» χρησιμοποιήσει το σώμα μου τόσο έντονα για τις ανάγκες μιας ταινίας. Εξάλλου, το σώμα και γενικότερα η κινησιολογία ήταν ο βασικός λόγος που ήθελα να παίξω σε αυτήν. Ο τρόπος με τον οποίο ο χορός γίνεται το βασικό όχημά σου, ένα πραγματικό εργαλείο για να αφηγηθείς μια ιστορία, ήταν για εμένα πρόκληση, μια πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα που ως ηθοποιός ήθελα να διαχειριστώ».
Ηταν μεσημέρι Κυριακής 2 Σεπτεμβρίου, και στον τρίτο όροφο του ξενοδοχείου Exelscior, στο Λίντο της Βενετίας, όπου εκτυλισσόταν το εφετινό 75ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, επικρατούσε ένας μικρός πανικός. Οι συνεντεύξεις για τη «Suspiria», μία από τις πολλά υποσχόμενες ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος, είχαν καθυστερήσει υπερβολικά, οι συντονιστές προσπαθούσαν (ματαίως) να βάλουν μια τάξη, οι δημοσιογράφοι δυσανασχετούσαν. Αλλά όταν στον χώρο εμφανίστηκε η Ντακότα Τζόνσον, ψηλή, αγέλαστη, ντυμένη λιτά και πολύ κομψά, τα πάντα πάγωσαν. Η 29χρονη ηθοποιός έχει επιβλητική παρουσία, δεν ξέρω αν είναι ο κοσμοπολίτικος αέρας της, καθώς είναι κόρη της Μέλανι Γκρίφιθ και του Ντον Τζόνσον αλλά και εγγονή της Τίπι Χέντρεν, της «Μάρνι» του Χίτσκοκ, πάντως όσοι αντιμετώπισαν την Τζόνσον «ανάλαφρα», επηρεασμένοι από το φραντσάιζ των «50 αποχρώσεων του γκρι», θα πρέπει να το ξανασκεφτούν. Δεν είναι η κόρη του μπαμπά και της μαμάς της. Φαίνεται και φέρεται ως πραγματική επαγγελματίας και είναι έτοιμη να βουτήξει με όρεξη στα βαθιά. Η συμμετοχή της στη «Suspiria» του Λούκα Γκουαντανίνο είναι η απόδειξη.
Στην αρχή η ηθοποιός αναφέρεται στη Σούζι, κεντρική ηρωίδα στη «Suspiria», την ταινία με την οποία ο Γκουαντανίνο «επέστρεψε» στον cult τρόμο του Ντάριο Αρτζέντο για να τον κοιτάξει κάπως διαφορετικά. Η νεαρή αμερικανίδα χορεύτρια Σούζι Μπάνον, λοιπόν, βρίσκεται στο διχοτομημένο Βερολίνο των 70s προκειμένου να λάβει μέρος σε μια οντισιόν για την παγκοσμίου φήμης σχολή χορού «Helena Markos», την οποία διευθύνει η διάσημη χορογράφος Μαντάμ Μπλαν (Τίλντα Σουίντον). Με το ακατέργαστο ταλέντο της η Σούζι εντυπωσιάζει την αυστηρή χορογράφο και κερδίζει τον ρόλο της κορυφαίας των χορευτών του αποκλειστικά γυναικείου θιάσου. Ποιο όμως θα είναι το πραγματικό τίμημα; Και τι είδους σκοτεινά μυστικά μητριαρχίας και μαύρης μαγείας κρύβονται στα βάθη των κρυφών υπόγειων θαλάμων της σχολής; Μήπως η Σούζι δεν βρέθηκε στη σχολή απλώς για να χορέψει;
Η Τζόνσον είχε κάνει λίγο μπαλέτο όταν ήταν μικρή, «αλλά ποτέ δεν ήμουν ιδιαίτερα καλή, ποτέ δεν άφησα υποσχέσεις ότι θα ακολουθήσω καριέρα στον χορό». Σταμάτησε να ασχολείται όταν έγινε 15, εκτός από κάποιες περιστασιακές προσπάθειές της στο κλασικό μπαλέτο και στην τζαζ. Τίποτε ωστόσο απ’ όσα είχε διδαχθεί δεν θα τη βοηθούσε για όσα της ζητήθηκαν στη «Suspiria». Μελέτησε κορυφαίες χορογράφους όπως η Μέρι Γουίγκμαν, η Μάρθα Γκράχαμ και η Πίνα Μπάους και επί έξι μήνες (προτού ακόμη ξεκινήσουν τα γυρίσματα) δούλεψε πολύ με το σώμα της, με προσωπικό γυμναστή και με ειδικό δάσκαλο χορού που της έδειξαν ακόμη και το πώς να περπατά. «Η Σούζι έχει ταλέντο αλλά δεν είναι εκπαιδευμένη» είπε. Για να προσεγγίσει τον ρόλο η Τζόνσον δεν περιορίστηκε στον χορό, άφησε τις κεραίες της ανοιχτές σε όλες τις Τέχνες. Ακουσε πολύ Νίνα Σιμόν, πολύ Jefferson Airplane ή και Carpenters. «Σκέφτηκα ότι ο χαρακτήρας της Σούζι θα μπορούσε να έχει διαμορφωθεί ακόμη και από πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους μουσικές εκείνης της περιόδου τις οποίες μπορεί να άκουγε τυχαία στα σουπερμάρκετ, στα πολυκαταστήματα ή στο ραδιόφωνο. Γιατί όταν τη βλέπεις για πρώτη φορά να χορεύει, δεν μπορείς να καταλάβεις τι ακριβώς χορεύει, είναι μια γεμάτη ενέργεια μείξη πολλών πραγμάτων, από πιρουέτες μέχρι κινήσεις ζώων».
Ενα από τα χαρακτηριστικά της ταινίας είναι ότι ενώ σκηνοθετήθηκε από άνδρα, η διανομή είναι σχεδόν αποκλειστικά γυναικεία. «Η θηλυκή ενέργεια είναι πραγματικά υπέροχη!» είπε η Τζόνσον προσφέροντάς μας για πρώτη φορά ένα (αμυδρό) χαμόγελο ικανοποίησης. «Γιατί οι γυναίκες καταλαβαίνουν η μία την άλλη. Εξάλλου ο Λούκα μπορεί κάλλιστα να είναι γυναίκα». Κάνοντας αυτή την αυθόρμητη δήλωση η Τζόνσον δαγκώθηκε, προφανώς το μετάνιωσε αμέσως. «Μην πάρετε αρνητικά αυτό που είπα» απολογήθηκε. «Εννοώ ότι είναι ένας σκηνοθέτης που καταλαβαίνει τις γυναίκες με έναν υπέροχο τρόπο και αυτό είναι διακριτό στην ταινία».
Η Τζόνσον γνωρίστηκε με τον Λούκα Γκουαντανίνο το 2015. Εκανε διακοπές με τον φίλο της στη Νότια Γαλλία όταν ξαφνικά το τηλέφωνό της χτύπησε και στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο ιταλός σκηνοθέτης που την ήθελε για έναν δεύτερο ρόλο στην ταινία του «Κάτω από τον ήλιο» («A Bigger Splash»), ένα ερωτικό θρίλερ εμπνευσμένο από την «Πισίνα» του Ζακ Ντερέ. Στην ταινία τον βασικό ρόλο είχε και πάλι η φίλη και συνεργάτιδα του Γκουαντανίνο Τίλντα Σουίντον που έγινε φίλη και της Ντακότα Τζόνσον: «Μου είπε ότι η Μάργκο Ρόμπι δεν είχε προχωρήσει με την ταινία και ότι με χρειαζόταν στη θέση της. Ημουν άνεργη, οπότε πήγα, παρότι ήταν καλοκαίρι και είχα διάθεση για διακοπές και χαλάρωση. Και πάλι, όμως, η πρόκληση ήταν μεγάλη».
Το στοιχείο της πρόκλησης όντως την ακολουθεί. «Ορισμένες φορές μού αρέσει να προκαλώ, το παραδέχομαι, αρκεί όμως η πρόκληση να σχετίζεται με την Τέχνη» απάντησε η Τζόνσον όταν η κουβέντα ήρθε (αναπόφευκτα) στις «50 αποχρώσεις του γκρι»: «Ηταν μια απίστευτη πλατφόρμα για μένα, μια υπέροχη εμπειρία, η οποία ζητούσε πολύ θάρρος και μεγάλη κατανόηση για το πώς δουλεύει η βιομηχανία του κινηματογράφου. Αλλά, στην τελική, αυτό που σ’ εμένα αρέσει είναι να λέω ιστορίες, και αυτή η ιστορία, η ιστορία του «Γκρι», μου άρεσε στ’ αλήθεια. Μου άρεσαν ακόμη και οι ερωτήσεις που δέχτηκα για αυτήν· ήταν η πρώτη μου πραγματική εμπειρία με τα media και με βοήθησε να καταλάβω πώς λειτουργούν από την πλευρά τους. O έλεγχος της προσωπικής μου ζωής από αγνώστους είναι δυστυχώς μέρος της δουλειάς που αποφάσισα να ακολουθήσω και οφείλω να κάνω ό,τι μπορώ για να την προστατεύσω». Οσο για το γυμνό στην ερωτική τριλογία, «δεν με απασχόλησε καθόλου και νομίζω ότι με τη «Suspiria» το επιβεβαιώνω» (και αυτή η ταινία περιέχει γυμνές σκηνές της Τζόνσον).
Σε ό,τι αφορά τα προσωπικά και την οικογένειά της η ηθοποιός δεν ανοίχτηκε καθόλου. Οταν στη συζήτηση αναφέρθηκαν το ονόματα της Μέλανι Γκρίφιθ και της Τίπι Χέντρεν, εκείνη περιορίστηκε σε ένα απλό «τις αγαπάω πολύ, αλλά δεν τους μιλώ και τόσο πολύ για την καριέρα μου, είναι η μαμά μου και η γιαγιά μου και η σχέση μας δεν διαφέρει καθόλου από την αντίστοιχη μαμάδων – θυγατέρων σε όλον τον κόσμο». Και όταν της είπα ότι ο πατέρας της είναι πολύ ωραίος στην ταινία «Dragged Across Concrete» που προβλήθηκε στο ίδιο φεστιβάλ, εκείνη απάντησε «δεν την έχω δει».
Το ίδιο φειδωλή και προσεκτική ήταν η Τζόνσον στην επιλογή των λέξεων και στη διατύπωση των σκέψεών της όταν της ζητήθηκε να μιλήσει για τον σύγχρονο φεμινισμό, με αφορμή τον την έντονη γυναικεία παρουσία στη «Suspiria». «Ο φεμινισμός στα 70s ήταν μια έκρηξη, οι γυναίκες ήταν οργισμένες και απαυδισμένες, ήθελαν να διερευνήσουν καλύτερα αυτό που ένιωθαν μέσα τους, ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Σήμερα η εποχή μοιάζει με εκείνη σε αυτό τουλάχιστον και με ενδιαφέρει πολύ να δω πώς οι καλλιτέχνες θα προωθήσουν αυτό το μήνυμα. Είμαι υπέρ του γυναικείου κινήματος, το υποστηρίζω, το τιμώ, το σέβομαι. Νομίζω ότι οι γυναίκες πρωταγωνιστούν σε ταινίες εδώ και πολλά χρόνια και παρ’ όλα αυτά ο χώρος είναι ανδροκρατούμενος. Δεν θα έπρεπε να υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε έναν άνδρα που κάνει ταινίες και σε μια γυναίκα που κάνει ταινίες. Ο καλλιτέχνης είναι καλλιτέχνης. Σε οποιοδήποτε επάγγελμα, άνδρες και γυναίκες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται το ίδιο. Τελεία και παύλα».
INFO
Η ταινία «Suspiria» προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από τη Seven Films, την οποία ευχαριστούμε για τη συνέντευξη.