Η λήξη της απεργίας πείνας του Πάνου Ρούτσι και η σχετική – ας την πούμε έτσι – δικαίωσή του στον αγώνα να μάθει για ποιον λόγο θρηνεί εδώ και δυόμισι χρόνια το παιδί του μετά την τραγωδία των Τεμπών ήταν σίγουρα ένα καλό νέο.
Οπως κάθε δημόσιο γεγονός, προκάλεσε διάφορες αντιδράσεις, αναλύσεις, απλές σκέψεις. Για μένα ήταν αρχικά μια ευκαιρία να διαγράψω διάφορους διαδικτυακούς «φίλους», που δημιουργούσαν ή αναπαρήγαν υλικό για να λοιδορήσουν τον άτυχο πατέρα.
Ανθρωπιά
Ενας, μάλιστα, μετέφερε τον διάλογό του με το ChatGPT στο ζήτημα του ποια είναι η διαδικασία αποκατάστασης μετά την απεργία πείνας (με σκοπό να σαρκάσει το πρώτο γεύμα του Πάνου Ρούτσι έπειτα από τρεισήμισι εβδομάδες). Προκαλώντας, άθελά του, ακόμα μια επανάσταση της Τεχνητής Νοημοσύνης, αφού απέδειξε ότι το ChatGPT μπορεί να έχει περισσότερη ανθρωπιά από χρήστες των σόσιαλ μίντια.
Αλλά θα ήθελα να σταθώ στην άλλη πλευρά του φάσματος των αντιδράσεων. Στις εκδηλώσεις συμπαράστασης στον Πάνο Ρούτσι, που είχαν συχνά αναφορές στα καλά ελληνικά του, στο πόσο καλός πατέρας είναι, στη σκληρή δουλειά του, στο πόσο ενσωματωμένος είναι στην ελληνική κοινωνία, παρά την αλβανική καταγωγή του. Εν ολίγοις, στο πόσο εξαιρετικό δείγμα μετανάστη είναι.
Ε, λοιπόν, αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι βραχυκυκλώνουν το λιγοστό μυαλό ρατσιστών και εθνικιστών, θεωρώ ότι τέτοιου είδους αναφορές, αν και καλοπροαίρετες, είναι προβληματικές. Διότι, ας διαβαστούν αντίστροφα αυτά τα εγκώμια: αν κάποιος μετανάστης μίλαγε σπαστά ελληνικά, ήταν άεργος (ή ιδανικά – για την οικονομία του αντιπαραδείγματος – παραβατικός ή κάπως τεμπέλης) και νοσταλγούσε την πατρίδα του, δεν θα δικαιούταν να μάθει πώς και για ποιον λόγο πέθανε το παιδί του; Με κάποιο διεστραμμένο τρόπο, μου θυμίζει τις ερωτήσεις στις δίκες για βιασμό για το τι φορούσε το θύμα. Τι σημασία έχει; Είτε μίνι φορούσε είτε ράσο, σημασία έχει τι έκανε ο βιαστής. Αντίστοιχα, μηδενική σημασία έχει αν ο Πάνος Ρούτσι είναι «καλός» ή «κακός» μετανάστης. Σημασία έχει τι έκανε ή τι δεν έκανε το κράτος για να αποτρέψει αυτό που συνέβη πριν από δυόμισι χρόνια και τι κάνει ή τι δεν κάνει τώρα για να μάθουμε τι έγινε.
Και με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετική έκταση, κάτι ανάλογο ισχύει για τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε διάφορα μέλη μικρών ή μεγάλων μειονοτήτων. «Είδες πόσο απότομα μου μίλησε η προϊσταμένη μας; Θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτική, αφού είναι τόσο λίγες γυναίκες σε διευθυντικές θέσεις», «Εχω έναν γείτονα ομοφυλόφιλο που μου έφαγε τη σειρά στο σουπερμάρκετ. Εγώ δεν έχω πρόβλημα με το τι κάνει κανείς στο κρεβάτι του, αλλά δεν καταλαβαίνει ότι δίνει κακή εικόνα;», «Η από κάτω στην πολυκατοικία που κυκλοφορεί με αμαξίδιο βάζει δυνατά τη μουσική μεσημεριάτικα. Μου έχει σπάσει τα νεύρα και σ’ το λέω εγώ που στηρίζω τα άτομα με αναπηρία». Ναι, δεν αμφιβάλλω ότι τα στηρίζεις αφηρημένα, αλλά όταν τα έχεις συγκεκριμένα στη ζωή σου καλό είναι να τα βλέπεις όπως οποιοδήποτε άλλο άτομο, κι όχι ως «εκπρόσωπο» μιας μειονότητας. Που πρέπει, δηλαδή, να συμπεριφέρεται σαν να κουβαλάει το βάρος της όποιας ιδιότητάς του, η οποία δεν ταιριάζει στις νόρμες μιας κοινωνίας δομημένης κυρίως και κατά προτίμηση για αρτιμελείς, ετεροφυλόφιλους, γηγενείς άνδρες.
Διπλά στάνταρ
Ολες και όλοι δικαιούμαστε να έχουμε κακές στιγμές, κακές μέρες, κακές συνήθειες, ελαττώματα. Το να αρνούμαστε αυτό το δικαίωμα σε κάποιους συνανθρώπους μας στο όνομα μιας εξωραϊσμένης εικόνας που έχουμε στο μυαλό μας λόγω της «σπανιότητας» ή της μη ορατότητάς τους, το λες και προκατάληψη, το λες και διπλά στάνταρ, το λες και δικαιώματα με αστερίσκους – πάντως ισότιμη μεταχείριση δεν το λες…



