Η κυβερνητική κρίση στην Ιταλία είναι δυσάρεστη αλλά αναμενόμενη. Ούτως ή άλλως, εκλογές θα γίνονταν τον Μάρτιο του 2023 και η ετερόκλητη «εθνική» συμμαχία της οποίας ηγείται ο Μάριο Ντράγκι θα έλυνε τότε τους λογαριασμούς της στις κάλπες.

Με δεδομένο ότι το πιθανότερο μετεκλογικό σενάριο είναι μια συμμαχική κυβέρνηση της Δεξιάς, δεν μοιάζει καταστροφικό αν οι εκλογές γίνουν πέντε μήνες νωρίτερα (25 Σεπτεμβρίου 2022).

Καταστροφικό όμως είναι ότι συμβαίνει σε μια κρίσιμη συγκυρία. Και ότι η ιταλική Δεξιά δεν συμβαδίζει απαραιτήτως με την υπόλοιπη Ευρώπη στη σύγκρουση με τη Ρωσία.

Δύο παρατηρήσεις.

Πρώτον, το ενεργειακό θα είναι το κορυφαίο ευρωπαϊκό πρόβλημα των επόμενων μηνών. Δεν θα λυθεί εύκολα και θα δοκιμάσει τις αντοχές, όσο και τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Κυρίως αν δρομολογήσει εθνικές κρίσεις.

Δεύτερον, είναι γεγονός ότι η ιταλική Δεξιά δεν έχει πολλές αγάπες με τον Ερντογάν και την Τουρκία. Αλλά αν προκύψει ένας «Ιταλός Ερντογάν», ακόμη κι αν δεν γουστάρει τον Ερντογάν, δεν είναι καλή εξέλιξη.  

Ο Ντράγκι λοιπόν θα λείψει. Αλλά ευτυχώς η Ιταλία δεν είναι Τουρκία. Θα βρει λύσεις. Καλώς ή κακώς ένα πρόβλημα της Ιταλίας είναι πρόβλημα της Ευρώπης.

Σε αντίθεση με την Τουρκία. Οπου από νίκη σε νίκη ο Ερντογάν, σε λίγο δεν θα μπορεί να μπει ούτε στο γήπεδο.

Τα ευχάριστα νέα είναι ότι μάλλον θα περάσουμε ένα ήρεμο καλοκαίρι. Αυτή είναι η εκτίμηση της κυβέρνησης και άλλωστε η ίδια η Τουρκία έχει ρίξει κάπως τους τόνους μετά τη Σύνοδο της Μαδρίτης.


Τα δυσάρεστα είναι ότι η Τουρκία πάσχει από προφανή στρατηγική τύφλωση. Αρνείται δηλαδή να αποδεχθεί ότι οι σχέσεις της με τη Δύση περνούν από την Ελλάδα.

Ισχύει απολύτως για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ισχύει πλέον εν μέρει για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σταδιακά θα μεταφερθεί και στο ΝΑΤΟ, όπου ο ρόλος της Τουρκίας δημιουργεί συνεχώς προβλήματα.

Η Τουρκία όμως αρνείται να το αποδεχθεί ή έστω να το κατανοήσει. Ο Ερντογάν προσπαθεί σταθερά να εγκλωβίσει τον Μητσοτάκη σε ένα διμερές πλαίσιο και εξοργίζεται όταν δεν το καταφέρνει.

Μια τουρκάλα πανεπιστημιακός διατύπωσε με κυνική σαφήνεια την κρατούσα τουρκική αντίληψη.

Στα μάτια της η ελληνική «εθνικιστική» ηγεσία συνεχίζει «την προσπάθεια αποκλεισμού της Τουρκίας από τη Δύση, κόντρα στο εθνικό της συμφέρον» – εννοεί το συμφέρον της Ελλάδας… (Zuhal Mert Uzuner, «Τα Νέα», 16/7).  

Να δεχθώ ότι αυτή είναι η επιδίωξη της Ελλάδας. Η Τουρκία όμως όχι μόνο δεν προσπαθεί να την αποτρέψει αλλά κάνει ό,τι μπορεί να τη διευκολύνει.

Δεν ξέρω συνεπώς για το συμφέρον της Ελλάδας, αλλά το λογικό συμφέρον της Τουρκίας είναι προφανές: να κρατάει την Ελλάδα ευχαριστημένη για να είναι ευχαριστημένη και εκείνη.

Ούτως ή άλλως, ούτε διεκδικήσεις έχει ούτε απειλές διατυπώνει η ελληνική «εθνικιστική» ηγεσία.

Μόνο που μέσα στην ψευδαίσθηση του μεγαλείου του, ο Ερντογάν δυσκολεύεται να αποδεχθεί την ανάγκη προσαρμογής του κι ας του το υπέδειξαν όλοι σχεδόν στη Μαδρίτη.

Και όχι μόνο αυτός. Ακόμη και στην Ελλάδα υπάρχουν απόστρατοι στρατιωτικοί που καταφέρονται κατά των εξοπλισμών ή εξακολουθούν να συνιστούν μια ψοφοδεή πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας επειδή «είναι άλλο το μέγεθός της».

Πάλι καλά δηλαδή που είναι απόστρατοι!