Στη μνήμη του δασκάλου μου
Ιωάννη Κολιόπουλου
Πώς να χωρέσεις σε 1.100 λέξεις δύο ζωές; Το κείμενο αυτό δεν διεκδικεί δάφνες αφηγηματικότητας και πλοκής, η φιλοδοξία του περιορίζεται στη σκιαγράφηση της διαδρομής δύο ανθρώπων με διαφορετικό τέλος. Ενας από τους κοινούς παρονομαστές υπήρξε η κράτηση στις φυλακές Επταπυργίου Θεσσαλονίκης, από τις οποίες ο μεν ένας εξήλθε με αποφυλακιστήριο, ενώ το μέλλον του δεύτερου σφραγίστηκε αμετάκλητα από την απόφαση του Εκτάκτου Στρατοδικείου και το ειδικό βάρος της κατηγορίας. Η περίπτωσή τους δεν είναι ξεχωριστή, η επιλογή δεν βασίστηκε σε κάποιο ιδιαίτερο κριτήριο, στη θέση τους θα μπορούσαν να είναι άλλοι, από τους εκατοντάδες άντρες και γυναίκες που πέρασαν από το Επταπύργιο μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και συστηματικά από την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου έως και τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Αν την Ιστορία γράφουν (πλέον) και οι ανώνυμοι, οι συγκεκριμένες μελέτες περίπτωσης επαναφέρουν στην επικαιρότητα το ζήτημα των αφανών-επιφανών που περιμένουν υπομονετικά δεκαετίες έως τη στιγμή που κάποιος/κάποια θα αφηγηθεί την ιστορία τους, έντονα χρωματισμένη από διώξεις, φυλακίσεις και εξορίες.
Ο γεωργός Σωκράτης Γ. από το Βοτάνι Καστοριάς, πατέρας τεσσάρων παιδιών, καταδικάστηκε σε θάνατο τον Ιούνιο του 1947 από το έκτακτο Στρατοδικείο Καστοριάς με βάση το Γ΄ Ψήφισμα (στο ποινικό μητρώο του αναγράφηκε ως αδίκημα η εσχάτη προδοσία). Παρέμεινε θανατοποινίτης έναν και πλέον χρόνο στις φυλακές Κέρκυρας, όταν η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια με απόφαση του Συμβουλίου Χαρίτων και του υπουργού Δικαιοσύνης. Πέρασε την πύλη του Επταπυργίου στις 7 Αυγούστου 1950, μεταγόμενος από τις φυλακές Εδεσσας. Στις αρχές του 1951 υπέγραψε ενώπιον του διευθυντή των φυλακών Επταπυργίου Μιχαήλ Κουνενάκη αίτηση αναθεώρησης, που συνοδευόταν από τη δήλωση αποκήρυξης ενόσω ακόμα βρισκόταν εξόριστος στη Γυάρο (από τον Αύγουστο του 1948). Τι αποκήρυττε; Τη συμμετοχή του στην Αντίσταση «παρασυρθείς κατά την εποχήν της κατοχής από τα ψευτοπατριωτικά κηρύγματα των οργάνων του ΚΚΕ (ΕΑΜ-ΕΛΑΣ)», καθώς και την εμπλοκή του στον Εμφύλιο Πόλεμο έως τη στιγμή που αντιλήφθηκε τους «καταχθονίους σκοπούς» του ΚΚΕ ως μιας πολιτικής οργάνωσης «επιδιώκουσα της υπό της αναρχικής μειοψηφίας βιαίαν κατάληψιν και διατήρησιν των αρχών», κόμμα «ξενόδουλον και δη υποτακτικόν εις τους εχθρούς της Ελλάδος Διεθνοσλαυοκομμουνισμόν». Αφού επιπροσθέτως, σε ξεχωριστό κείμενο από την εποχή της Κέρκυρας, αποδοκίμαζε τον «αρχιδολοφόνο Μάρκο» που με τον «σλαυόδουλον δήθεν Δημοκρατικόν Στρατόν δολοφονούν και καταστρέφουν την Ελλάδα μας εξυπηρετούντες τα δόλια συμφέροντα των Σλαύων», τασσόταν «ανεπιφυλάκτως παρά το πλευρόν της Πατρίδος μας και του λαοφιλούς Βασιλέως Παύλου Α΄ με βάσεις της ζωής μου την Πατρίδα[,] Θρησκείαν και Οικογένειαν». Τον Ιούλιο του 1952 βρέθηκε ενώπιον του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, με ελαφρυντικά τη δήλωση αποκήρυξης και την καλή διαγωγή και (μερικώς) επιβαρυντική την έκθεση της Διοίκησης Χωροφυλακής Καστοριάς που τον χαρακτήριζε συνειδητό κομμουνιστή και με επιρροή μεταξύ των συγχωριανών του. Τελικά, του επιβλήθηκε πρόσκαιρη κάθειρξη δέκα ετών και ανεστάλη το υπόλοιπο της ποινής. Αποφυλακίστηκε και επέστρεψε στο χωριό του αλλά στο σπίτι του δεν τον περίμενε κανείς· η γυναίκα του ήταν χαρακτηρισμένη «Κ/Σ», ο γιος του ήταν ισοβίτης στις φυλακές Θεσσαλονίκης, η μια κόρη του παντρεμένη και η άλλη στην υπερορία («εις Παιδομάζωμα»). Οπως το περίγραφε ο διοικητής του Σταθμού Χωροφυλακής Αργους Ορεστικού «άπασα η οικογένειά του βαρύνεται με αντεθνικήν δράσιν» (Αρχείο Φυλακών Διαβατών: Βασίλειον της Ελλάδος, Εγκληματικαί Φυλακαί Επταπυργίου Θεσσαλονίκης, «Ατομικός φάκελος Σωκράτη Γ.»).
Τη στιγμή που ο Σωκράτης Γ. από το Βοτάνι Καστοριάς εξερχόταν από το Επταπύργιο το ημερολόγιο έδειχνε 7 Ιουλίου 1952. Τρεις εβδομάδες νωρίτερα, είχε συλληφθεί στο Κιλκίς ο Γεώργιος Τ. με περιπετειώδη τρόπο. Πάνω του βρέθηκαν ασύρματος και κωδικοί, πιστόλι με σφαίρες, πυξίδα, πλαστά δελτία ταυτότητας, καθώς και χρηματικό ποσό σε δολάρια και δραχμές. Μετά την εμπλοκή στην υπόθεση του Κέντρου Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης, την προανάκριση ανέλαβε το αρμόδιο Στρατοδικείο. Με νωπό ακόμα τον απόηχο από την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και των τριών συντρόφων του, η απόφαση αναμενόταν να είναι η ίδια με βάση πάντα τις προβλέψεις του μεταξικού νόμου περί κατασκοπείας. Αυτό άλλωστε προμήνυε το βασικό σκεπτικό που προέκυπτε από την προανακριτική διαδικασία, συνδέοντας τον συλληφθέντα με τη βουλγαρική Κρατική Ασφάλεια: «Ο Κ/Σ ούτος ετέθη υπό της εν Σόφια Επιτροπής των Κ/Σ εις την διάθεσιν της Βουλγαρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών από του μηνός Ιουνίου 1951. Εξεπαιδεύθη επί 15θήμερον υπό οργάνων της ανωτέρω Υπηρεσίας επί του τρόπου συλλογής πληροφοριών επί των ενόπλων δυνάμεων, ήτοι διάρθρωσιν, διάταξιν και μετακινήσεις Μονάδων, αριθμός αεροπλάνων και μέγεθος αεροδρομίων, σκάφη πολεμικά, φορτοεκφορτώσεις πολεμικού υλικού κ.λπ., προς δε εξεπαιδεύθη εις τον ασύρματον και εις την κρυπτογράφησιν και αποκρυπτογράφησιν». Οι οδηγίες ήταν σαφείς για τη συγκρότηση ενός κατασκοπευτικού δικτύου, όπως και για την αντίδραση σε περίπτωση σύλληψής του. Η συνάντηση με τον σύνδεσμο ακολουθούσε το ακόλουθο μοτίβο: «Την 1 και 15 εκάστου μηνός θα μετέβαινεν εις Λ. Πύργον Θεσσαλονίκης πλησίον των αποχωρητηρίων, ώραν 6ην απογευματινήν εν αναμονή συναντήσεως ατόμου, το οποίο θα είχε δεμένον με επίδεσμον τον μεσαίον δάκτυλον της δεξιάς χειρός. Ο Τ. θα έφερεν εις την εξωτερικήν τσέπην του σακκακίου του λευκόν μανδήλιον, θα επλησίαζεν το άτομον εκείνο και θα του εζήτει ολίγον χαρτί διά το αποχωρητήριον. Εκείνο θα έβγαζε από την τσέπη του ένα κομμάτι χαρτί, που θα είχε την επικεφαλίδα /ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ/και τω έλεγε/Αυτό σας κάνει;/ο δε Τ. θα έδιδε την απάντησιν/ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ/ κάνει για παντού, ούτω δε θα επήρχετο πλήρης συνεννόησις μεταξύ των». Τελικά, τίποτε από τα παραπάνω δεν έλαβαν χώρα γιατί, εισερχόμενος την πρώτη φορά στην Ελλάδα από την περιοχή του Πετριτσίου, επέστρεψε άπραγος στο βουλγαρικό έδαφος και τη δεύτερη συνελήφθη στο Κιλκίς τον Μάιο του 1952. Την 1η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους ο Τ. βρέθηκε ενώπιον του Διαρκούς Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης που τον καταδίκασε τρις σε θάνατο (ΓΑΚ-ΙΑΜ, Αρχείο ΕΛΑΣ, Διεύθυνση Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης: κουτί 122/φάκ. 1654).
Για τον Γεώργιο Τ. ο κομμουνισμός ήταν μια σανίδα σωτηρίας και ένας λόγος κοινωνικής επιβίωσης μετά από χρόνια απογοητεύσεων, εξορίας και διώξεων. Ανέβηκε στο βουνό και συμμετείχε στο «δεύτερο αντάρτικο» για να σωθεί «από τα τρομοκρατικά μέτρα που εφάρμοζεν η κυβέρνησις». Στην απολογία του δήλωσε με θάρρος ότι ήταν κομμουνιστής: «Τα παρελθόντα έτη με ηνάγκασαν να γίνω κομμουνιστής. Το κόμμα μου μού ανέθεσε μιαν εργασίαν. Επρεπε να την φέρω εις πέρας». Στο πνεύμα του Μπελογιάννη, ο Τ. δεν ενέδωσε στις προτροπές των συγγενών του να υποβάλει αίτημα αναθεώρησης της δίκης («Μακεδονία», 2, 3 Δεκεμβρίου 1952). Εκτελέστηκε έναν σχεδόν χρόνο αργότερα, στις 14 Νοεμβρίου 1953, «στον συνήθη τόπο εκτελέσεων» όπισθεν του Επταπυργίου (Σπύρος Κουζινόπουλος, Γεντί Κουλέ. Η Βαστίλη της Θεσσαλονίκης, εκδ. Ιανός, 2025).
Ο Σωκράτης Γ. και ο Γεώργιος Τ. απέκτησαν ξαφνικά ταυτότητα. Υπό το πρίσμα αυτό, το Επταπύργιο δεν υπήρξε γενικά και αόριστα μια ακόμα φυλακή στην Ελλάδα και μάλιστα από τις σκληρότερες. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα εντός των τειχών του διαβίωσαν υπό τις χειρότερες συνθήκες σωρευτικά χιλιάδες κρατούμενοι και κρατούμενες, ως επί το πλείστον ποινικοί και πολιτικοί κρατούμενοι. Σε όλους αυτούς/ές οφείλουμε την άρση του πέπλου της λησμοσύνης, ώστε να αναδυθούν από την αφάνεια οι διαφορετικές ιστορίες τους και να μετατραπούν εν τέλει σε «ξεχωριστούς ανθρώπους». Αν αυτό δεν αποτελεί μια εθνική οφειλή στο ιστορικό παρελθόν μας, τότε το ανά χείρας κείμενο θα περιπέσει με τη σειρά του σύντομα και αυτοδικαίως στη δική του λήθη.
Ο κ. Στράτος Δορδανάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας στο ΑΠΘ.





