Υπήρχε μια εποχή όπου κάθε αισθητικός εκσυγχρονισμός λογιζόταν ως «έργο βιτρίνας». Από τη Νέμεσι της εικαζόμενης περιττής πολυτέλειας δεν εξαιρέθηκε τότε ούτε ο φωτισμός της Τριλογίας της Πανεπιστημίου – οι γειτονιές της Αθήνας, έλεγαν οι κήνσορες, είναι παρατημένες στη δυσώδη τύχη τους, οι προβολείς στην Ακαδημία, τα Προπύλαια και την Εθνική Βιβλιοθήκη μας μάραναν;

Για την ανανεωμένη όψη του υπουργείου Εθνικής Αμυνας δεν απαγγέλθηκε κανένα τέτοιου τύπου κατηγορητήριο. Ισως επειδή πέρασε εκείνη η εποχή. Ή μπορεί επειδή η νέα όψη του υπουργείου πέρασε τον σκόπελο του «έργου βιτρίνας» ως «βιοκλιματιζόμενη» – όρος που φαίνεται να συγχωρεί ακόμη και τα νέα ύψη των πολυκατοικιών. Αλλά κυρίως επειδή η αισθητική παρέμβαση συνοδεύτηκε από την υπόσχεση ενός γενικότερου εκσυγχρονισμού του στρατεύματος και της δύναμης πυρός του. Δεν μιλάμε μόνο για ένα εκσυγχρονισμένο Πεντάγωνο, αλλά και για έναν εκσυγχρονισμένο στρατό και εκσυγχρονισμένους εξοπλισμούς. Μιλάμε, δηλαδή, για κάτι άλλο από εκείνο που σχεδίασε το μολύβι ενός καλλιτέχνη για την αισθητική αρμονία ενός κτιρίου.

Εκσυγχρονισμού απαραίτητου ασφαλώς – κανένας δεν θέλει έναν στρατό με στρατιώτες που πολεμούν με καριοφίλια ηρωικά και άυπνα κρυμμένοι πίσω από τους βράχους και τα δέντρα. Μπορεί όμως να αναρωτηθεί ποια είναι τα όρια όχι μιας πολεμικής βιομηχανίας που παράγει, αλλά μιας αμυντικής αγοράς που καταναλώνει. Με άλλα λόγια, ποιο είναι το κόστος της κούρσας των εξοπλισμών και έως πού μπορούμε να το σηκώσουμε;

Το ερώτημα έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία τώρα που η χώρα μετρά το μέγεθος της άμυνάς της και βρίσκει να υπερέχει – τουλάχιστον – στους ουρανούς του Αιγαίου. Πώς αλλιώς να το πει κανείς; Τώρα «κερδάμε». Αλλά καθώς με τον χρόνο να τρέχει καμία κούρσα δεν είναι στατική, οφείλει συγχρόνως να αναρωτηθεί πότε η «υπεροχή» θα δώσει τη θέση της σε μια «ισορροπία» των «ήρεμων νερών» ή του «τρόμου» και ακόμη περισσότερο πότε θα αλλάξει ο συσχετισμός εις βάρος μας για να περιμένουμε τον εχθρό και άυπνοι και εξαντλημένοι και εκτεθειμένοι.

Είναι καλύτερα να αναρωτηθούμε τη στιγμή που κυριαρχεί το αίσθημα της υπεροχής και του ήπιου θριάμβρου παρά σε εκείνη που θα κυριαρχούν οι παιάνες της εθνικοφροσύνης και κατά τεκμήριο οδήγησαν σε εθνικές καταστροφές και συλλογικές ταπεινώσεις. Οχι για να αντικαταστήσουμε την αυτοπεποίθηση του παρόντος με τον φόβο του μέλλοντος. Αλλά – επιτέλους – για να διαπραγματευτούμε με όλους μας τους γείτονες στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο χωρίς το ταπεινωτικό συναίσθημα πως συρόμαστε στη διαπραγμάτευση και, ναι, στον συμβιβασμό.

Η χώρα έζησε 50 χρόνια παθητικής εξωτερικής πολιτικής, οχυρωμένη πίσω από την ψευδεπίγραφη ασφάλεια του «δόγματος της ακινησίας». Τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης μεμψιμοιρούσε για την αλλαγή της εξοπλιστικής αναλογίας «7/10» από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς όφελος της Τουρκίας. Από τότε, όλες οι κυβερνήσεις σήκωσαν το κόστος των εξοπλισμών, αλλά καμία το κόστος της διαπραγμάτευσης. Η τελευταία απόπειρα μιας διμερούς διευθέτησης για τα χωρικά ύδατα και τις θαλάσσιες ζώνες σταμάτησε το μακρινό 2003 με την κυβέρνηση Σημίτη, το κόστος μιας κλιμακωτής κυριαρχίας για τα νησιά από τα 6 έως τα 12 μίλια αποδείχθηκε πολύ βαρύ και στη συνέχεια ενταφιάστηκε από την κυβέρνηση Καραμανλή μαζί με τους χάρτες των διερευνητικών επαφών που δεν είδαν ποτέ το φως της δημοσιότητας.

Είναι το «σχήμα 5Χ5» μια νέα ευκαιρία, σχεδόν δυόμισι δεκαετίες μετά; Θα μπορούσε εάν, πέραν όλων των άλλων, ικανοποιούνταν και η εσωτερική προϋπόθεση ενός έθνους που δεν θα διχαζόταν τεχνητά σε «εθνοπροδότες» και «εθνοπατριώτες». Να παραμείνει κανείς άγρυπνος στο Αιγαίο. Αλλά χωρίς το διαβρωτικό συναίσθημα μιας οικονομικής και δημογραφικής εξάντλησης.