Στο γνωστό παιχνίδι «Θάρρος ή Αλήθεια» κάθε παίκτης σε μια παρέα πρέπει να διαλέξει, όταν έρθει η σειρά του, το «θάρρος» ή την «αλήθεια». Στην πρώτη περίπτωση θα πρέπει να εκτελέσει μια πράξη που θα του υποδειχθεί, ενώ στη δεύτερη να απαντήσει ειλικρινά σε ερώτηση που θα του τεθεί. Καλό είναι το παιχνίδι αυτό να αποφεύγεται από όποιον ασχολείται με την πολιτική, γιατί θα χρειαστεί περίσσιο θάρρος για να διαλέξει την αλήθεια. Για πολλούς και διάφορους λόγους.
Η έννοια της αλήθειας έχει αμφισβητηθεί σε όλα σχεδόν τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας. Οπως μας θύμισε ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης στο εξαιρετικό κείμενό του για τα fakenews στα «ΝΕΑ» στις 8/9/2018, όλα είναι υποκειμενικά κατά τον Πρωταγόρα, όπως έξαλλου και η αίσθηση της πραγματικότητας στη σπηλιά του Πλάτωνα, ενώ κατά τον Νίτσε, δεν υπάρχουν γεγονότα, παρά μόνο οι ερμηνείες. Διάφορες απόψεις για την αλήθεια ανέπτυξαν βέβαια και πολλοί άλλοι, όπως ο Καντ, ο Ντεκάρτ, ο Λάιμπνιτς, ο Νάτορπ. Μόνο στις θετικές επιστήμες η έννοια της αλήθειας έχει λιγότερες εκδοχές, αν και, με εξαίρεση ίσως τα μαθηματικά, νέες ανακαλύψεις αναπροσαρμόζουν και επεκτείνουν συνεχώς την εκάστοτε επιστημονική αλήθεια.
Ακόμη, όμως, και στα μαθηματικά, σύμφωνα με το θεώρημα της μη πληρότητας του Γκέντελ, η αλήθεια δεν μπορεί πάντα να βρεθεί και δεν μπορούμε να ξέρουμε, προτού την αναζητήσουμε, αν ανήκει στο είδος της αλήθειας που μπορεί να αποκαλυφθεί. Και μπορεί να είναι υπερβολική η άποψη ότι δεν υπάρχουν αλήθειες αλλά απόψεις, ούτε γεγονότα αλλά αφηγήσεις, όμως η πραγματικότητα, όσο σημαντική και εάν είναι, είναι συνήθως ασαφής, γεγονός που επιτρέπει διαφορετικές ερμηνείες της. Και μόνον όταν «όλοι» ή οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται κάτι με όμοιον τρόπο, τότε η κοινή αυτή σύμβαση γίνεται αποδεκτή ως αλήθεια, που σύμφωνα με την ευρωπαϊκή φιλοσοφία καθορίζει μέρος μόνο της πραγματικότητας.
Με δεδομένες όλες αυτές τις δυσκολίες, το ζήτημα είναι κατά πόσο οι πολιτικοί είναι διατεθειμένοι να αναζητούν και να εκφράζουν την αλήθεια, προκειμένου να καταστήσουν την πραγματικότητα όσο γίνεται πιο σαφή, και άρα πιο διαχειρίσιμη. Παρέχοντας, δηλαδή, τη δυνατότητα, τόσο στους ίδιους όσο και στους πολίτες, να ενισχύσουν, εκτός από τη γνώση, και την αυτογνωσία, η οποία αποτελεί το ύψιστο επίπεδο της ανθρώπινης συνείδησης, και άρα πηγή έλλογων επιλογών.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να λάβει υπόψη ότι η αλήθεια, ως γνωστόν, συχνά κακοποιείται στη δημόσια σφαίρα και βέβαια ακόμα περισσότερο στους πολέμους. Αλλη είναι η αλήθεια των νικητών και άλλη η αλήθεια των ηττημένων, όπως χαρακτηριστικά συνέβη και με τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο. Ως γνωστόν, επίσης, η πολιτική είναι η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα. Για να κερδηθεί ο πόλεμος, το ωφέλιμο ψεύδος υποκαθιστά την αλήθεια. Γι’ αυτό και κάθε πολιτικό κόμμα έχει τη δική του αλήθεια, που υποτίθεται ότι ταυτίζεται με τα πραγματικά συμφέροντα του έθνους, της πατρίδας ή του λαού, ενώ συνήθως πρόκειται για την αλήθεια που συμφέρει το κόμμα, και πιο συγκεκριμένα την ηγεσία κάθε κόμματος. Αλήθεια είναι ό,τι συμφέρει τον λαό, υποστήριζαν τα κομμουνιστικά κόμματα στο παρελθόν. Ομως, όταν υπάρχουν διαφορετικές κομματικές αλήθειες, που η μία αντιμάχεται την άλλη, και κυρίως όταν δεν αντιστοιχούν στην αλήθεια των πολλών, το αποτέλεσμα είναι να ακυρώνεται η αξιοπιστία του πολιτικού λόγου και να κατακρημνίζεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στα κόμματα, όπως συμβαίνει στις μέρες μας, και ιδιαίτερα στη χώρα μας. Γιατί, όμως, παρ’ όλα αυτά, το ψέμα συνεχίζει να πρωταγωνιστεί συχνά στον πολιτικό λόγο;
Πρώτα απ’ όλα το ψέμα είναι μέρος της καθημερινής μας ζωής. Τα κατά συνθήκη ψεύδη κρατούν τον κόσμο όρθιο, και όχι μόνο τις προσωπικές και επαγγελματικές μας σχέσεις. Επίσης, το ψέμα δεν είναι το ακριβώς αντίθετο της αλήθειας. Η αλήθεια αντανακλά και παράγει πραγματικότητα, η μη αλήθεια δεν παράγει πραγματικότητα, ενώ το ψέμα, επειδή δεν αντανακλά την πραγματικότητα, παράγει νέα πραγματικότητα, νέα δηλαδή αλήθεια, όταν το πιστεύει κάποιος. Επιπλέον, η ψευδής βεβαιότητα του πολιτικού λόγου ενισχύει την τάση για αυταπάτες, ειδικά σε περιόδους κρίσεων, όπως αυτή που διανύουμε τα τελευταία χρόνια, όπου οι άνθρωποι έχουν όλο και μεγαλύτερη ανάγκη από σιγουριά, την οποία επιζητούν εναγωνίως.
Γι’ αυτό εξάλλου, όταν κυριαρχεί έντονη ανασφάλεια, εκτρέφεται ο λαϊκισμός. Επειδή ο λαϊκισμός τροφοδοτεί αφειδώς τις ψευδαισθήσεις που συσκοτίζουν τη (ζοφερή) πραγματικότητα, σε βάρος της αλήθειας, η οποία, σύμφωνα με τους αρχαίους ημών προγόνους, ήταν κόρη του Δία και μητέρα της Αρετής, και βέβαια όχι εύπλαστο υλικό πολιτικής προπαγάνδας. Και επειδή οι θεοί εκδικούνται, ο οίκος των αυταπατών μπορεί να κοστίζει φθηνά να οικοδομηθεί και μπορεί να προσφέρει πρόσκαιρα οφέλη, όπως γράφει ο Zia Haider Rahman στο βιβλίο του «Υπό το φως των όσων γνωρίζουμε» (Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ), αλλά είναι επισφαλής ως κατοικία και έτοιμος ανά πάσα στιγμή να καταρρεύσει. Οχι μόνο όταν εξαντλούνται ή διαψεύδονται τα οφέλη, αλλά και όταν υπάρχουν «επαναστάτες» με το αναγκαίο θάρρος. Θάρρος σαν αυτό που εκθείαζε ο George Orwell όταν έγραφε ότι «στο παγκοσμιοποιημένο ψεύδος αποτελεί επαναστατική πράξη το να λες την αλήθεια».
Ο κ. Γιάννης Τούντας είναι καθηγητής Ιατρικής.