Μια από τις κοινόχρηστες λέξεις των πρόσφατων χρόνων είναι η ανθεκτικότητα (resilience). Γίνεται καθημερινά λόγος για ανθεκτικές πόλεις, για ανθεκτικές υποδομές, συστήματα Υγείας κ.λπ. Από την άλλη, εδώ και κάποιες δεκαετίες κολυμπάμε, όπως ειπώθηκε, στη «ρευστή νεωτερικότητα» (Ζίγκμουντ Μπάουμαν).

Η ρευστότητα χαρακτηρίζει έναν κόσμο όπου όλα πρέπει να τελούν διαρκώς εν κινήσει – άτομα, επιχειρηματικές δομές, προσωπικές πεποιθήσεις και αξίες. Οταν υπήρχαν ακόμα τα αυταρχικά συστήματα του ανατολικοευρωπαϊκού σοσιαλισμού, η αναφορά στη ρευστότητα μπορούσε να συνοδεύει το εγκώμιο των πολιτικών ανοιγμάτων και το όνειρο της ατομικής ελευθερίας. Το ρευστό υποδήλωνε την αντίθεση στο συμπαγές της ολοκληρωτικής κυριαρχίας αλλά και τη διαφυγή από τα ασφυκτικά ιεραρχικά συστήματα.

Κάποιες δεκαετίες μετά, όμως, η συζήτηση αλλάζει πίστα. Η «ρευστή νεωτερικότητα» φανέρωσε μεγάλες υπαρξιακές και κοινωνικές ανασφάλειες με πολιτικές συνέπειες. Ενας καπιταλισμός της ακραίας ρευστότητας – συνδεδεμένος πλέον με το νέο τεχνολογικό παράδειγμα της αλγοριθμικής επέκτασης – μοιάζει πιο αμφίσημος από ποτέ: οι αρχικές ελευθεριακές του υποσχέσεις έδωσαν τη θέση τους σε ένα πλέγμα πανίσχυρων παικτών και στην πληροφοριακή απορρύθμιση. Η ρευστότητα διαιρεί όσους μπορεί να την επιλέγουν από θέση ισχύος από εκείνους που υφίστανται τις συνέπειές της εξαιτίας της κοινωνικής ή μορφωτικής τους «μειονεξίας».

Και η ανθεκτικότητα; Οταν η ρευστότητα έχει γίνει ταυτόσημη με την εμπειρία της ελευθερίας και της καινοτομίας, πώς είναι δυνατό να σταθεί μια πολιτική της ανθεκτικότητας; Να υπάρξει με στοιχειώδη αυτοπεποίθηση χωρίς να θεωρηθεί αντι-αναπτυξιακή και εν τέλει «αντι-νεωτερική»;

Αυτό είναι ένα ερώτημα που θα το συναντούμε διαρκώς μπροστά μας με διάφορα, επώδυνα διλήμματα. Και τα σκληρά διλήμματα δυσκολεύουν ως γνωστόν τη θέση όσων θέλουν να ισορροπούν σε μια μετριαστική λογική ανάμεσα στην ηθική της ανθεκτικότητας και στην οικονομία ή στην κουλτούρα της υπερ-ρευστής νεωτερικότητας. Αν μάλιστα στη θεωρία υπάρχουν πολλά και πειστικά επιχειρήματα συμβιβασμού ρευστότητας και ανθεκτικότητας, η πραγματική ζωή σπανίως υπακούει στα ισορροπιστικά σενάρια της «λογικής». Τομείς αιχμής της οικονομίας χρειάζονται την αστόχαστη, ασύνετη επιτάχυνση που στηρίζεται στη γρήγορη εναλλαγή εμπειριών και προϊόντων. Και από την άλλη, πολλοί άνθρωποι ψάχνουν εναγωνίως κάτι που να διαρκεί και να τους προστατεύει.

Δεν έχουμε μια απλή σύγκρουση προόδου και συντήρησης, νεωτεριστικών και «οπισθοδρομικών» τομέων της κοινωνίας. Ούτε πρόκειται μόνο για ένα δημογραφικό χάσμα και τις αποστάσεις ανάμεσα στη γενιά Ζ και στους προηγούμενους. Μάλλον είναι σοβαρό λάθος να θεωρούμε πως η ρευστότητα είναι νεανική αξία και η ανθεκτικότητα κάτι κοντά στην ακινησία και στη στατικότητα. Αυτά τα ετοιμοπαράδοτα σχήματα σκέψης δεν λογαριάζουν τον ξενοδόχο της «καινούργιας» ανθρωπότητας που ξετυλίγεται γύρω μας. Ο ξενοδόχος είναι η συνείδηση της ευάλωτης συνθήκης μας και η ευαισθησία για όλα όσα οφείλουμε να διατηρήσουμε για να τα μεταβιβάσουμε στους επόμενους. Μια ολόκληρη ιδεολογία της ρευστότητας ξεφύτρωσε στο πέρασμα από τον 20ό στον 21ο αιώνα. Πολλοί την έκλεισαν στο κουτί «νεοφιλελευθερισμός», έχει όμως μια πιο μεγάλη ανθρωπολογική εμβέλεια: ήταν μια βεβιασμένη φυγή προς μια «φιλελεύθερη» ουτοπία γύρω από τη διασύνδεση, τη διάχυση εμπορευματικών αξιών και μια έξαρση κινητικότητας και ευδαιμονίας.

Επειτα όμως – και τα τελευταία χρόνια περισσότερο – έγινε τραγικά αισθητό το κενό μιας νέας δημόσιας ηθικής. Η ανθεκτικότητα αναδύθηκε ως ιδέα ικανή να συμβολίσει μια πολιτική για τον φθαρτό κόσμο και τους κινδύνους του. Πρέπει όμως να έχουμε κατά νου πως η ανθεκτικότητα φέρνει μαζί της και συγκρούσεις και δεν πρόκειται να προχωρήσει ανέφελα μόνο με ρητορικές πιρουέτες που μέχρι τώρα σκεπάζουν τις αντιφάσεις της.

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ.