Τον Νομό Δράμας κοσμούν μέχρι και σήμερα μοναστήρια που αποτελούν τη θρησκευτική και πολιτιστική κληρονομιά της. Χτισμένα σε βουνοκορφές, η Ιερά Μονή Αναλήψεως του Σωτήρος (Σίψα) και το μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας (Παγγαίο) προσφέρουν στους πιστούς ηρεμία, πνευματική αναζήτηση και μέσο σύνδεσης με τον Θεό. Ποια είναι όμως η ιστορία και η πνευματική παράδοση των μοναστηριών αυτών;
Τα θαύματα και οι σφαγές
Το μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας Δράμας είναι αφιερωμένο στην Παναγιά. Είναι χτισμένο στο όρος Παγγαίο. Ο χώρος δεν αποτελείται μόνο από μια εκκλησία, αλλά είναι τόπος αφιερωμένος στον Θεό και στην επικοινωνία των πιστών μαζί Του.
Ο Αγιος Γερμανός είναι αυτός που το ανακάλυψε, και αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, πρέπει να γράψουμε ότι το «ξαναανακάλυψε», καθώς είχε χτιστεί παλαιότερα από τον επίσκοπο Φιλίππων, Σώζωνα. Ο Αγιος Γερμανός είδε στον ύπνο του έναν άγγελο, ο οποίος τον παρότρυνε να πάει να χτίσει μια μονή αφιερωμένη στη Θεοτόκο. Ο ίδιος ύστερα από πολύ δρόμο και καθοδήγηση έφτασε στο Παγγαίο, όπου αρχικά βρήκε στο μέρος που του δόθηκε να σκάψει δύο θαυματουργούς σταυρούς και εκεί έχτισε τη Μονή.
Η ιστορία της Μονής μετά τον Αγιο Γερμανό παραμένει άγνωστη για αιώνες. Σύμφωνα με αρχαιολογικές ενδείξεις τον 11ο αιώνα χτίστηκε εκ νέου ο κεντρικός ναός και μετέπειτα έχουμε πληροφορίες από έγγραφα για τη Μονή από το 1320 και το 1395. Το μοναστήρι ήταν στο παρελθόν ανδρικό, σε αντίθεση με σήμερα.
Υπάρχουν πολλά γεγονότα που στιγμάτισαν το μοναστήρι, όπως είναι η σφαγή των 172 μοναχών στις 25 Αυγούστου 1507 από τους Τούρκους, γεγονός το οποίο άφησε τη Μονή ακατοίκητη για 3 ή 13 χρόνια σύμφωνα με πηγές. Στην πορεία, η Μονή γνώρισε ανοικοδόμηση. Φτιάχτηκαν και ανακαινίστηκαν κτίρια, ναοί και παρεκκλήσια. Η Μονή λειτούργησε ως ελληνική σχολή, υπήρχε μεγάλη βιβλιοθήκη κ.ά.
Ομως γνωρίζουμε πως τίποτα καλό δεν κρατάει για πάντα. Το 1917, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Βούλγαροι κατέλαβαν το μοναστήρι και λεηλάτησαν τα πολύτιμα κειμήλιά του, τα οποία μεταφέρθηκαν στη Σόφια. Πολλά από αυτά βρίσκονται ακόμα εκεί και εκτίθενται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Βουλγαρίας. Επειτα, το 1943, μια χρονιά που στιγμάτισε την ιστορία της Μονής, οι ίδιοι ανατίναξαν το μοναστήρι, προκαλώντας σοβαρές καταστροφές στα τείχη. Παρ’ όλα αυτά, η Μονή δεν υπέστη καμία φθορά από την έκρηξη και διατηρείται πλέον μέχρι σήμερα χωρίς κάποια αναδόμηση.
Στο διάστημα των επιθέσεων αυτών, λέγεται ότι συνέβη και ένα θαύμα. Ενας αξιωματικός του στρατού των Βουλγάρων επιδίωξε να αποσπάσει την εικόνα της Παναγίας Εικοσιφοίνισσας. Σε αυτή του την προσπάθεια, όμως, φτάνοντας στα μέσα της εκκλησίας, άφησε την τελευταία του πνοή και στο συγκεκριμένο σημείο του μαρμάρινου δαπέδου αποτυπώθηκαν η μπότα και το πιστόλι που είχε στην κατοχή του.
Σήμερα, αποτελεί σημαντικό πόλο έλξης για επισκέπτες και τουρίστες. Διατηρεί πολλά ιστορικά κειμήλια και προσφέρει πνευματική και κοινωνική στήριξη στην τοπική κοινότητα. Συγκεκριμένα, διαθέτει τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Εικοσιφοίνισσας, πολύτιμα χειρόγραφα και παλαιά βιβλία, σταυρούς, ιερά σκεύη και άμφια καθώς και λείψανα αγίων.
Η Μονή Εικοσιφοίνισσας εξακολουθεί να αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους θρησκευτικούς χώρους προσκύνησης στη Βόρεια Ελλάδα, συνδυάζοντας την πλούσια ιστορία της με τη σύγχρονη θρησκευτική και κοινωνική ζωή.
Η σωτηρία από το απόσπασμα
Η Ιερά Μονή Αναλήψεως του Σωτήρος (Σίψα) βρίσκεται στον συνοικισμό Ταξιαρχών Δράμας και ιδρύθηκε από τον Οσιο Γεώργιο Καρσλίδη, Πόντιο την καταγωγή. Γεννήθηκε το 1901 στην Τσάλκα της Γεωργίας και ονομαζόταν Αθανάσιος. Ορφάνεψε μικρός και μεγάλωσε με τη γιαγιά του. Μετά τον θάνατό της, έζησε με τον αδελφό του, αλλά η δύσκολη ζωή τον ανάγκασε να φύγει από την περιοχή. Με το διαβατήριό του και ένα εγκόλπιο της Παναγίας, ταξίδεψε στον Καύκασο, όπου χάθηκε και βρέθηκε από καμηλιέρηδες που τον έστειλαν στον Πόντο. Εκεί, τον παρέδωσαν σε έναν Χότζα, κρυπτοχριστιανό.
Μια μέρα, τρεις δεσποτάδες εμφανίστηκαν μπροστά του, του έδωσαν πρόσφορο και του είπαν ότι προορίζεται να ποιμαίνει ανθρώπους, όχι ζώα. Αναγνώρισε τους Τρεις Ιεράρχες και ο Χότζας αποφάσισε να τον στείλει στους χριστιανούς. Εφτασε σε ένα μοναστήρι στην Τιφλίδα της Γεωργίας σε ηλικία 9 ετών. Εκεί έμαθε γράμματα και να μιλάει τα γεωργιανά.
Το 1919, σε ηλικία 19 ετών, έγινε μοναχός και γρήγορα πήρε το όνομα Συμεών. Το 1923, κατά τη σοβιετική εισβολή, συνελήφθη και φυλακίστηκε μετά από μεγάλη αγριότητα.
Ο καιρός στη φυλακή περνούσε αργά μέχρι που έφτασε το Μεγάλο Σάββατο. Οι κρατούμενοι ζήτησαν να συμμετάσχουν στη Θεία Λειτουργία, αλλά δεν τους δόθηκε άδεια. Τότε, όλοι μαζί, έψαλαν το «Χριστός Ανέστη», ενώ λέγεται ότι τραντάχτηκε η φυλακή και την ίδια στιγμή έγινε σεισμός.
Την επόμενη ημέρα οδηγήθηκαν στην εκτέλεση. Οι σφαίρες χτύπησαν τον Αγιο στο εγκόλπιο που του είχε δώσει η γιαγιά του και στα πόδια του, που μολύνθηκαν. Παρ’ όλα αυτά, επέζησε και επέστρεψε στη φυλακή.
Μετά τη φυλάκισή του, χειροτονήθηκε ιερέας με το όνομα Γεώργιος, ενώ αργότερα έφτασε στην Κατερίνη και στο Κιλκίς στους συγγενείς του και τελικά στη Σίψα. Ο άγιος εκοιμήθη στις 4 Νοεμβρίου 1959, ενώ η αγιοκατάταξή του έγινε το 2008 υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου στη Δράμα.
Περίπου δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, η Γερόντισσα Ακυλίνα, πρώτη ηγουμένη της Μονής, έφτασε στη Σίψα, για να ιδρύσει μοναστήρι στο όνομά του. Υστερα από πολύ κόπο και ιδρώτα, χτίστηκε το μοναστήρι, το οποίο είναι κοινόβιο και απαριθμεί 35 μοναχές. Η Γερόντισσα διακρίθηκε για την πνευματική της καθοδήγηση, την αγάπη και τη συμπόνια της προς τους συνανθρώπους της.
Η ζωή στο μοναστήρι ακολουθεί και σήμερα την αγροτική και οικογενειακή παράδοση, σύμφωνα με την επιθυμία της μακαριστής Γερόντισσας. Οι μοναχές αφιερώνουν τον χρόνο τους στην πνευματικότητα και τη λατρεία του Θεού, εργαζόμενες για να καλύψουν τις ανάγκες του μοναστηριού.
Η καθημερινότητά τους περιλαμβάνει εργασίες όπως η μαγειρική, η αγιογραφία, η ξυλουργική και η κατασκευή κεριών ή θυμιάματος, με γνώμονα την αφοσίωση στην ψυχική και πνευματική ανάπτυξη. Ακόμα, οι μοναχές φροντίζουν τα ζώα, καλλιεργούν τα χωράφια, ενώ παράλληλα φροντίζουν για τη φιλοξενία των προσκυνητών, καθώς το μοναστήρι επισκέπτονται άνθρωποι από όλα τα μέρη του κόσμου.