«Η Ελλάδα που αντιστέκεται, η Ελλάδα που επιμένει» έχασε τον βάρδο της. Διότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτήν ακριβώς την Ελλάδα τραγούδησε για πάνω από εξήντα χρόνια ο Διονύσης Σαββόπουλος.

Στα δύσκολα και στα εύκολα. Στις χαρές και στα ζόρια. Στα χειροκροτήματα και στις αποδοκιμασίες. Στα πανηγύρια και στα πένθη.

Μια Ελλάδα που έλαμψε από υπερηφάνεια στην κορυφαία στιγμή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, με τον Διονύση να πρωτοστατεί στο γλέντι της λήξης.

Μια Ελλάδα που έξι χρόνια αργότερα βυθίστηκε στην κρίση, μάτωσε και πάλεψε σκληρά να ξαναβγεί στην επιφάνεια.

Λες και η αντίσταση μαζί με την επιμονή αποτελούν την πραγματική φύση αυτής της χώρας.

Μια αντίσταση όχι τόσο απέναντι σε φανταστικούς και συνήθως επινοημένους εχθρούς. Ούτε φυσικά καθοδηγημένη από ανερμάτιστες ψωνάρες.

Αλλά μια αντίσταση κυρίως απέναντι στον κακό εαυτό της ίδιας μας της πατρίδας που σε κάθε ξεπέταγμα «την τραβάει απ’ το μανίκι».

Ο Σαββόπουλος δεν ήταν πολιτικός για να ανοίγει ή να χαράζει δρόμους. Ηταν όμως ένας ευαίσθητος και ειλικρινής καλλιτέχνης που ήξερε να βαδίζει.

Κι όλα αυτά τα χρόνια βαδίσαμε μαζί του τον δρόμο τον καλό που μετά από κάθε μπόρα ή κατακλυσμό μας έβγαζε στο ξέφωτο. Τον βρήκαμε, δεν μας τον έδειξαν.

Κι ούτε ο ίδιος μας χαρίστηκε. Δεν ήταν άλλωστε του χαρακτήρα του.

Μας έδειξε όμως να καταλάβουμε. Κι ο καθένας με το ένστικτο ή το μυαλό ή τα μάτια της ψυχής του μπορούσε να συνειδητοποιήσει ότι αυτή η χώρα είναι υπόθεση όλων μας.

Χωρίς φανφάρες, χωρίς μεγαλοστομίες, χωρίς κομπασμούς. Χωρίς παρακμιακές συμπεριφορές και παροξυσμικές υστερίες.

Διότι η Ελλάδα που αντιστέκεται κι η Ελλάδα που επιμένει είναι η δική μας καλή Ελλάδα, για την οποία αξίζει και να αντισταθούμε και να επιμείνουμε.

Μια Ελλάδα μετρημένη και φιλόδοξη, εργατική και φιλοπρόοδη, με αυτοσεβασμό και αυτοπεποίθηση, με σιγουριά και λεβεντιά, με αισθητική και πνευματικότητα.

Μια Ελλάδα που αγκαλιάζει τις ρίζες της όχι επειδή θέλει να μείνει κολλημένη σε αυτές αλλά επειδή τις αγαπάει και τις τιμάει. Επειδή γεννήθηκε από αυτές.

Το ζητούμενο πλέον είναι να συνεχίσουμε το βάδισμα και χωρίς τον βάρδο μας. Αλλά με τις μελωδίες και τους στίχους του να τριγυρίζουν στα αφτιά μας.

Ούτως ή άλλως είναι βέβαιο πως όπου η Ελλάδα θα αντιστέκεται κι όπου θα επιμένει, ένας «ασχημοπαπαγάλος» με «τιράντες και γυαλιά» θα ορθώνεται δίπλα μας.