Οι αυτοβιογραφίες έχουν προτερήματα και μειονεκτήματα. Βρίσκω τα προτερήματα περισσότερα, κυρίως όταν μιλάμε για αυτοβιογραφίες καλλιτεχνών. Θέλει μεγάλη γενναιότητα να μη «φροντίσεις» λίγο περισσότερο τον εαυτό σου και τις επιλογές σου. Από την άλλη, δεν υπάρχουν αντικειμενικές αποτιμήσεις τρίτων. Είναι τόσο πολλά τα σκοτεινά αλλά και τα φωτεινά σημεία της ζωής ενός ανθρώπου που δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί κάποιος τρίτος, όσο οξυδερκής και να είναι, να τα αποδώσει με δικαιοσύνη.

«Χάρη στις λέξεις εγώ έζησα μία δεύτερη ζωή, μία ζωή παράλληλη, πολλές φορές πιο αληθινή από τούτη εδώ» γράφει στη δεύτερη κιόλας σελίδα του βιβλίου του Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα (εκδ. Πατάκη) ο Διονύσης Σαββόπουλος και αρχίζει να ξετυλίγει την περιπέτεια.

Διονύσης Σαββόπουλος, Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα, Εκδόσεις Πατάκη, 2025, σελ. 336, τιμή 17,70 ευρώ.

Ιστορίες, τραγούδια, δίσκοι, άνθρωποι, αισθήματα, πολύς δρόμος. Ενα εξαιρετικά καλογραμμένο βιβλίο που το ξεκινάς και δεν μπορείς να το αφήσεις, τρέχει τόσο όμορφα, με μια αξιοζήλευτη προφορικότητα. Δεν θα μπορούσε να είναι μία πλήρης αυτοβιογραφία ένα βιβλίο 330 μόνο σελίδων, όμως η οικονομία του είναι κι αυτή στα θετικά του.

Δονκιχωτισμός και realpolitik

Ο Σαββόπουλος τα τελευταία χρόνια είναι ένα από τα πρόσωπα που «λατρεύουμε να μισούμε». Από το δημοψήφισμα του 2015 και μετά άρχισε στην Ελλάδα να στήνεται ένα χαράκωμα «δικών μας» και «δικών τους» που πλήγωσε την τέχνη του τραγουδιού και σε αρκετές περιπτώσεις ήταν τόση η υπερβολή που αδίκησε το δικαίως ίσως πληγωμένο μας συναίσθημα.

Από τη μία το κρεσέντο μικροψυχίας και ιδεολογικής τύφλωσης από μερίδα αριστερών πως ο Σαββόπουλος είναι απλώς ένας κλέφτης που κατέκλεψε ξένους τροβαδούρους – χαζομάρες που δεν αντέχουν σε καμία σοβαρή κριτική – και από την άλλη η ευκαιρία που βρήκε ένα κομμάτι της Δεξιάς στην Ελλάδα να αποκτήσει ιδεολογικούς συνοδοιπόρους ανάμεσα στους σπουδαίους μας καλλιτέχνες.

Δυστυχώς ορισμένοι δέχτηκαν αυτόν τον ρόλο και δεν αντέδρασαν όταν τους περιέφεραν ως τρόπαια κάποιοι πονηροί για καθαρά πολιτικές σκοπιμότητες. Ακόμα και η ανάρτηση του Πρωθυπουργού για το βιβλίο – συγγνώμη που τολμάω δίκη προθέσεων – ήταν ιδεολογική, δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως θα την έκανε αν ο Σαββόπουλος δεν είχε εκφραστεί συγκεκριμένα τα τελευταία χρόνια.

«Αποκαλύπτεται, στέκεται γυμνός, ζητάει τις συγγνώμες του, εκφράζει τον δέοντα σεβασμό στους δασκάλους του, εξομολογείται ακόμα μία φορά στην Ασπα, μιλάει για τα παιδιά του με δύσκολα λόγια»

Η αλήθεια είναι πως από την κρίση και μετά έχουν γίνει τόσα πράγματα στην Ελλάδα, έχει δημιουργήσει τόσα τραύματα ο πολιτικός αμοραλισμός των «νικητών», που ο Σαββόπουλος του ’70 αλλά και του ’80 αποκλείεται να τα άφηνε να περάσουν «ατουφέκιστα». Τα άφησε, δεν τον κρίνω.

Nιώθω όμως πως σταμάτησε να παρηγορεί τα δικά του «καλύτερα παιδιά που κουράστηκαν και γύρισαν στο σπίτι» ή συνεχίζουν ακόμη όπως μπορούν, για χάρη ενός πολιτικού ρεαλισμού, που δεν είναι δουλειά του καλλιτέχνη να τον εκφράζει και να τον υπερασπίζεται. Ξέρω, δεν έχω τέτοιο δικαίωμα, αλλά τον ήθελα υπερασπιστή ενός δονκιχωτισμού που λέει πως «ίσως η πολλή λογική να είναι τρέλα και τι μεγαλύτερη τρέλα από όλες να βλέπεις τη ζωή όπως είναι και όχι όπως θα έπρεπε να είναι».

«Ετσι κι αλλιώς, στο τέλος όλοι θα σε κρίνουν όχι απ’ αυτά που ξέρεις αλλά απ’ αυτά που μπόρεσες» τονίζει στην αυτοβιογραφία του ο Διονύσης Σαββόπουλος

Γράφει σε ένα σημείο: «Η ευαισθησία μας είναι η άλλη Αριστερά. Δεν έχει κόμμα η ευαισθησία μας. Μόνο αθάνατα φτερά. Χαρίσαμε στην Αριστερά τα καλύτερά μας χρόνια. Οχι μάταια. Εφηβοι ήμασταν, και αυτά ακριβώς τα χρόνια ήταν που μας άνοιξαν τον δρόμο της καρδιάς και φώτισαν, εκ παραδρομής έστω, το ιερό στοιχείο της κοινωνίας που μοιραζόμαστε. Αυτά τα χρόνια, και όχι οι πολιτικές τους».

Το αμαρτήματα του ξύλινου λόγου της Αριστεράς, του κοντόφθαλμου και παρωχημένου συνδικαλισμού και των εύκολων αφορισμών – δίκιο έχει – είναι πολύ μικρότερα από τα αμαρτήματα όσων έχουν συμβάλει στη δημιουργία ενός πνιγηρού περιβάλλοντος, του μη εναλλακτικού τρόπου. Δεν είναι ρεαλιστές, είναι κυνικοί, αλλά αυτό είναι θέμα προσωπικού ορισμού. Ο Σαββόπουλος και μία χούφτα άλλοι μάς έδειξαν κάποτε πού είναι τα αστέρια. Δεν μας υποσχέθηκαν ποτέ πως θα τα φτάσουμε, αλλά θα ήθελα να συνεχίσουν να μας τα δείχνουν, να μην τα χάσουμε από τα μάτια μας. Το realpolitik, αν το χρειαστούμε, το βρίσκουμε και αλλού.

Η γυμνή ειλικρίνεια

Υπάρχουν σημεία στο βιβλίο που δεν τα διαβάζεις συχνά σε αυτοβιογραφίες. Αποκαλύπτεται, στέκεται γυμνός, ζητάει τις συγγνώμες του, εκφράζει τον δέοντα σεβασμό στους δασκάλους του, εξομολογείται ακόμα μία φορά στην Ασπα, μιλάει για τα παιδιά του με δύσκολα λόγια. «Χαστούκιζα τα παιδιά μου όταν ήταν μικρά. Εύχομαι να ανοίξει η γη να με καταπιεί τώρα που το λέω. Ντρέπομαι. Τα μάλωνα κι από πάνω, ουρλιάζοντας σαν στρίγκλα.

Με κοίταζαν κατατρομαγμένα τα πουλάκια μου. Αλλά τα λάτρευα… […] Κάποτε καθίσαμε στο “Ιντεάλ” με έναν από τους γιους μου. Του είπα συγχώρεσέ με, γιε μου, σε παρακαλώ, για τότε που ήσουν μικρός και σε χτύπησα ή σε πρόσβαλα με τα λόγια μου. Μου απάντησε: Ναι, αλλά δεν ξέρω αν μπορώ…».

Eχει πολλά χρόνια να γράψει τραγούδια. Και είναι ειλικρινής και πειστικός για τους λόγους: «Δεν γράφω πια. Τραγούδια πια δεν φτιάχνω. Δεν νιώθω καθόλου την ανάγκη, δεν μου λείπει. […] Μέσα μας κατοικεί ένα δαιμόνιο. Οταν θέλει εμφανίζεται και τα λέει. Αφού πει ό,τι έχει να πει, αποσύρεται. Εκείνο αποφασίζει πότε βγαίνει, πότε κρύβεται. Αν καθίσω, θα γράψω – την ξέρω τη δουλειά – αλλά δεν θα είναι απ’ την καρδιά μου. Δεν κάνει. Το δοκίμασα, πιστέψτε με».

Η ετυμηγορία της Ιστορίας

Προς το τέλος του βιβλίου υπάρχει αυτή η μαγική παράγραφος – μπούσουλας αποτίμησης ζωής: «Δεν τέλειωσα το Ωδείο. Είμαι ο ορισμός του καλαμπόρτζη, προσπαθώ να συγκινήσω τον άλλον με αυτά που δεν ξέρω. Ομως, αυτά υπηρετώ και σ’ αυτά αναφέρομαι με τα λίγα μου. Ετσι κι αλλιώς, στο τέλος όλοι θα σε κρίνουν όχι απ’ αυτά που ξέρεις αλλά απ’ αυτά που μπόρεσες».

Η Ιστορία έχει αποφανθεί τελεσίδικα. Ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι ο σπουδαιότερος και επιδραστικότερος τραγουδοποιός που έβγαλε αυτή η χώρα. Και όχι μόνο αυτό. Είναι μέσα στους δέκα κορυφαίους που έβγαλε η Ευρώπη. Δεν υπολείπεται σε τίποτα του Λούτσιο Ντάλα, του Ζορζ Μπρασένς, του Ζακ Μπρελ, του Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ, του Λούτσιο Μπατίστι, του Ζιλμπέρ Μπεκό. Για μένα, σπουδαιότερος από αρκετούς εξ αυτών.

Αλλά είναι εκείνη η ρημάδα η γλώσσα μας που ποτέ δεν κατάφερε να σπάσει τη γυάλινη οροφή. Λέω στις κόρες μου, «δεν θα σας πιέσω τι να κάνετε στη ζωή σας, είναι δικός σας ο δρόμος, εγώ θέλω δύο χάρες να κάνετε στους εαυτούς σας. Να μάθετε να μιλάτε και να γράφετε σωστά τη γλώσσα σας και να ακούσετε τα τραγούδια δέκα ανθρώπων για να μάθετε πώς να αισθάνεστε στη γλώσσα σας». Ενας από αυτούς είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος.

ΥΓ.: Είχα ένα μικρό άγχος όταν έμαθα για την κυκλοφορία του βιβλίου, για το αν και πώς θα περιέγραφε τα γεγονότα και την ταραχώδη σχέση του με τον Θάνο Μικρούτσικο. Αν θα συμφωνούσε με όσα μου διηγήθηκε ο Θάνος στη δική του βιογραφία που είχα την τιμή να γράψω. Είναι εντυπωσιακή η ταύτιση.