«…Θυμάμαι τη ζωή μου με τον Χατζιδάκι και γεμίζει με μουσικές το μυαλό μου. […] Και κάθε μέρα ήταν πανηγύρι καθώς έμοιαζαν ατέλειωτα τα θαύματα του κόσμου που έφταναν σιγά-σιγά ως τη ματωμένη από τον Εμφύλιο πατρίδα. […] Κι εμείς αντισηκώναμε μουσικές και διαβάσματα και κουβέντες ατέλειωτες στην τρομοκρατία του χωροφύλακα και του λογοκριτή και στήναμε με πείσμα και με πονηριές τον δικό μας καινούργιο κόσμο κάτω από το αιμοβόρο βλέμμα του κράτους. Λέω “εμείς” γιατί τότε ο Χατζιδάκις ήταν ΕΑΜίτης».
Τα παραπάνω λόγια είναι του σκηνοθέτη Νίκου Κούνδουρου από ένα παλαιότερο κείμενό του, το οποίο αναδημοσιεύεται και στην παρούσα έκδοση. Μετά την εξορία του «στο Μακρονήσι» όπως το αποκαλούσε, ο Κούνδουρος άρχισε να κάνει σινεμά και ο Μάνος ήταν ένας από τους σταθερούς καλλιτέχνες στο πλευρό του.
Οχι μόνο στο δικό του πλευρό βέβαια. Ο Κούνδουρος ήταν ένας από τους πολλούς έλληνες κινηματογραφιστές των οποίων το έργο συνδέθηκε άρρηκτα με τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι γιατί πέρα από το ότι πολύ απλά ο Χατζιδάκις ήταν μια μουσική ιδιοφυΐα, μπορούσε να συμβαδίσει με όλα (όλα στην κυριολεξία) τα κινηματογραφικά είδη.
Δεν ήταν παρών στην απονομή
Βέβαια, εφόσον ζούμε στην εποχή της λάμψης και του εντυπωσιασμού, πολύς κόσμος αυτομάτως συνδυάζει το όνομα Μάνος Χατζιδάκις με το βραβείο Οσκαρ τραγουδιού που ο μουσικοσυνθέτης κέρδισε για την ταινία «Ποτέ την Κυριακή» (1960) του Ζυλ Ντασσέν. Χρόνια αργότερα, ο Χατζιδάκις μιλούσε για το βραβευμένο τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά» κάπως υποτιμητικά, αποκαλώντας το «τραγουδάκι». Ισως επειδή ο ίδιος ήξερε πολύ καλά για τον εαυτό του ότι η μουσική αξία του ήταν πολύ μεγαλύτερη (σημειωτέον ο Χατζιδάκις δεν ήταν παρών στην απονομή των Οσκαρ που βραβεύτηκε, οπότε το βραβείο παρέλαβε στη θέση του η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου).
Αν θέλουμε να κοιτάξουμε κατά πρόσωπο την αλήθεια, με τη φήμη τους, τα «Παιδιά του Πειραιά» επρόκειτο να «ταλαιπωρήσουν» για πολλά χρόνια τον Χατζιδάκι, ο οποίος επέμενε στην προβολή των οραμάτων του στην πιο ακραία τους μορφή αναζητώντας πάντα το βαθύτερο νόημα της τέχνης (να σημειωθεί εδώ ότι το ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Βερνίκου «Μάνος Χατζιδάκις – Είδωλο στον καθρέφτη» που γυρίστηκε το 2008 αναφέρεται ενδελεχώς στη σχέση του Χατζιδάκι με τον θόρυβο των Οσκαρ. Από το 1966 ως το 1972 ο Χατζιδάκις έζησε στην Αμερική, όπου η δουλειά του διακρίνεται σε όλα τα άλλα, εκτός από τον κινηματογράφο).
Ο Κούνδουρος και ο Κακογιάννης
Για να επιστρέψουμε όμως στον Νίκο Κούνδουρο, η πρώτη τους συνεργασία ήταν στη «Μαγική πόλη» (1954), το ντεμπούτο του Κούνδουρου στην κινηματογραφική σκηνοθεσία. Δύο χρόνια αργότερα θα ακολουθούσε ο «Δράκος» (1956), για τον οποίο τι αλήθεια παραπάνω μπορεί κανείς να γράψει σήμερα πέρα από τον τίτλο που τα λέει όλα. Οι Κούνδουρος – Χατζιδάκις θα συνεργάζονταν ξανά στους «Παράνομους» (1958) όπως και στο «Ποτάμι» (1960), όπου τα μουσικά σκορ του Χατζιδάκι, αν και λιγότερο προβεβλημένα, έχουν επίσης ενδιαφέρον.
Κινηματογραφικά μιλώντας, η τριετία 1954-1956 ήταν όντως σπουδαία για τον Χατζιδάκι διότι ανάμεσα στη «Μαγική πόλη» και τον «Δράκο» μεσολαβεί η «Στέλλα» (1955), η δεύτερη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη που σηματοδοτεί την πρώτη συνεργασία του με τον μουσικοσυνθέτη στο σινεμά (θα ακολουθούσε το «Τελευταίο ψέμα» το 1958). Τα τραγούδια της δεν χρειάζονται συστάσεις, αρκεί να αναφερθούν οι τίτλοι «Επτά τραγούδια θα σου πω» (ερμηνευμένο από τη Μελίνα Μερκούρη και τη Βούλα Ζουμπουλάκη), «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι» (ερμηνευμένο από τη Μερκούρη) και δύο τραγούδια ερμηνευμένα από τη Σοφία Βέμπο, τα «Ο μήνας έχει 13» και «Το φεγγάρι είναι κόκκινο».
Μεγάλες δημιουργικές στιγμές για όλους τους συντελεστές της μνημειώδους αυτής ταινίας. Παρ’ όλα αυτά, ιδανικότερος μουσικός εκφραστής του Κακογιάννη όλα δείχνουν ότι υπήρξε ο Μίκης Θεοδωράκης, με τον οποίο ο μεγάλος «αντίπαλος» του Χατζιδάκι συνεργάστηκε σε πολύ περισσότερες ταινίες, με πιο προβεβλημένη τον «Αλέξη Ζορμπά».
Βεβαίως, ο Μάνος Χατζιδάκις είχε αρχίσει να γράφει μουσική για τον κινηματογράφο πολύ πριν τη γνωριμία του με τον Κούνδουρο και τον Κακογιάννη, με πρώτη του κινηματογραφική ταινία τους «Αδούλωτους σκλάβους», κατοχικό δράμα παραγωγής 1946, συνσκηνοθετημένο μάλιστα από τους Βίωνα Παπαμιχάλη και Μάριο Πλωρίτη. Ακολούθησε ο «Κόκκινος βράχος» (1949) του Γρηγόρη Γρηγορίου, η «Νεκρή πολιτεία» (1951) του Φρίξου Ηλιάδη και έτσι, σιγά-σιγά το όνομα του Χατζιδάκι έγινε συνώνυμο με μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες της εποχής. Ενας από τους σκηνοθέτες με τους οποίους επίσης συνεργάστηκε σε αρκετές ταινίες ήταν ο Γιώργος Τζαβέλλας. Ανάμεσα στις ταινίες του Τζαβέλλα σε μουσική Χατζιδάκι ανήκουν η «Αγνή του λιμανιού» (1952), η «Κάλπικη λίρα» (1955) και ο «Ζηλιαρόγατος» (1956).
Όταν τον τραγούδησε η Αλίκη
Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε τον Αλέκο Σακελλάριο, τον Ντίνο Δημόπουλο, τον Γιάννη Δαλιανίδη και όλους εκείνους τους δημιουργούς του λαϊκού ελληνικού κινηματογράφου, των οποίων οι ταινίες στα χρόνια των δεκαετιών του 1950 και του 1960 αντιμετωπίζονταν με σνομπισμό από την πλειονότητα της κριτικής κινηματογράφου αλλά λατρεύονταν από το κοινό.
Αργότερα οι ίδιες ταινίες αυτές εκτιμήθηκαν από τους πάντες ενώ το κοινό τους, ακόμα και σήμερα, δεν έχει σταματήσει να ανανεώνεται. Για την ακρίβεια, σήμερα θεωρούνται ανεκτίμητες. Σε πολλές, ο Χατζιδάκις υπογράφει το μουσικό σκορ. Ενδεικτικά: «Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο», στο οποίο η Αλίκη Βουγιουκλάκη τραγουδάει το πασίγνωστο «Εχω ένα μυστικό», όπως και το «Γκρίζο γατί» που είναι κυρίως γνωστό ως «Νιάου νιάου, βρε γατούλα», «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», «Η Αλίκη στο Ναυτικό», «Χτυποκάρδια στο θρανίο» και «Αλίμονο στους νέους», όλες του Σακελλάριου, «Η κύρια δήμαρχος» του Ροβήρου Μανθούλη, «Μανταλένα» και «Η Λίζα και η άλλη» του Δημόπουλου, «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» του Δαλιανίδη αλλά και η φουστανέλα «Ζάλογγο, το κάστρο της λευτεριάς» του Στέλιου Τατασόπουλου.
Ισως το πιο αξιοπερίεργο στην κινηματογραφική καριέρα του Μάνου Χατζιδάκι να είναι η φειδωλή του παρουσία στο διεθνές προσκήνιο. Παρά τo Oσκαρ και την παγκόσμια επιτυχία της ταινίας «Τοπκαπί» (1964) του Ντασσέν όπου ο Χατζιδάκις έχει γράψει ένα απίστευτα παιχνιδιάρικο μουσικό σκορ, οι συνεργασίες του σε ξένες παραγωγές είναι ελάχιστες, με πιο χαρακτηριστικές τη χλαμύδα «Ο λέων της Σπάρτης» (1962) του Ρούντολφ Ματέ, το euro western «Blue» (1968) του Σίλβιο Ναριζάνο με πρωταγωνιστή τον Τέρενς Σταμπ, το ακραίο ερωτικό φιλμ του Ντούσαν Μακαβέγεφ «Σουίτ μούβι» (1974) και τον «Περιπλανώμενο ένοχο» (1973) σε σκηνοθεσία Μαξιμίλιαν Σελ, που μάλιστα είχε διεκδικήσει το Οσκαρ καλύτερης μη αγγλόφωνης ταινίας.
Η γενιά του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου
Τελευταία δουλειά στη μουσική κινηματογράφου του Μ. Χατζιδάκι είναι στην ταινία «Ελεύθερη κατάδυση» (1995) του Γιώργου Πανουσόπουλου, εκπροσώπου του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, του κύματος που άρχισε δειλά-δειλά να γεννιέται στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και με το οποίο ο Χατζιδάκις δεν φαίνεται να είχε μεγάλη σχέση παρότι είχε συνθέσει και τη μουσική της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας μυθοπλασίας του Πανουσόπουλου, «Το ταξίδι του μέλιτος» (1979).
Οι επιλογές του Χατζιδάκι για συνεργασίες με έλληνες σκηνοθέτες του ΝΕΚ υπήρξαν μετρημένες κυριολεκτικά στα δάχτυλα του ενός χεριού. Εγραψε τη μουσική σε δύο ταινίες του Παντελή Βούλγαρη με χρονική απόσταση μεταξύ τους 18 χρόνια! «Ο μεγάλος ερωτικός» το 1973 και «Ησυχες μέρες του Αυγούστου» το 1991. Επίσης, ο Χατζιδάκις ήταν ο μουσικοσυνθέτης της ταινίας «Ενας ερωδιός από τη Γερμανία», του πιο «εναλλακτικού» ίσως έλληνα κινηματογραφιστη στην ιστορία του ελληνικού σινεμά, του Σταύρου Τορνέ.







