Η ελληνική γεωργία παράγει μόνο το 3,6% του εθνικού ΑΕΠ (περίπου 15 δισ. ευρώ ετησίως), παρά το ότι απασχολεί περισσότερους από 520.000 αγρότες, δηλαδή, το 12% του συνολικού εργατικού δυναμικού. Η συνολική χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση είναι περίπου 36.000 στρέμματα. Οι αγρότες κινητοποιούνται έχοντας όλα τα δίκαια με το μέρος τους, αλλά τα αιτήματά τους είναι σε λάθος κατεύθυνση. Εχοντας εθιστεί τις τελευταίες δεκαετίες στις επιδοτήσεις και τα εύκολα χρήματα, συνεχίζουν προς την ίδια κατεύθυνση με αιτήματα που, ανακουφίζουν μεν προσωρινά, αλλά δεν δίδουν λύση στα χρονίζοντα προβλήματα, που δεν επιτρέπουν να γίνει η γεωργία ένας ισχυρός πυλώνας της εθνικής οικονομίας.

Επιγραμματικά, οι κύριες ασθένειες είναι η αποτυχημένη Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) και τα ισοπεδωτικά και αντιπαραγωγικά κριτήρια επιδοτήσεων, η έλλειψη εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου Αγροτικής Ανάπτυξης ανά περιοχή, η έλλειψη επιστημονικής καθοδήγησης και σύνδεσης της έρευνας με την παραγωγή, η έλλειψη ορθής οργάνωσης της αγοράς και η γραφειοκρατία.

(1) Οι ευρωπαϊκές πολιτικές είναι σε λάθος κατεύθυνση και αναποτελεσματικές, τουλάχιστον για τη χώρα μας. Αν κανείς ανατρέξει στο πρόγραμμα για την περίοδο 2023-27 στα πλαίσια του Στρατηγικού Σχεδίου της ΚΑΠ, οι βασικοί στόχοι είναι η υποστήριξη της βιώσιμης ανάπτυξης των τομέων της Γεωργίας και των τροφίμων, με τη διασφάλιση βιώσιμων αγροτικών εισοδημάτων και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, καθώς και με την ενίσχυση του κοινωνικοοικονομικού ιστού των αγροτικών περιοχών, συμβάλλοντας παράλληλα στην επίτευξη των περιβαλλοντικών και κλιματικών στόχων, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

Αυτό το πρόγραμμα αποτελεί ένα κοινότοπο, γενικόλογο και επαναλαμβανόμενο ευχολόγιο χωρίς μετρήσιμους στόχους, που παραμένει ευχολόγιο επί χάρτου για χρόνια, αφού ουδείς ελέγχει την εκτέλεσή του. Απόδειξη είναι ότι και το αντίστοιχο πρόγραμμα 2014-2020 της ΚΑΠ είχε σχεδόν ίδιους στόχους, δηλαδή την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας του πρωτογενούς τομέα. την αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού και την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας. την ενίσχυση της αξίας αλυσίδας των εγχώριων αγροτικών προϊόντων. την προστασία του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων. την αντιμετώπιση και η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. την ενίσχυση του κοινωνικού ιστού στις αγροτικές περιοχές. Υπάρχει έστω ένας από τους παραπάνω στόχους που έχει επιτευχθεί;

Από την άλλη, οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, αντί να στοχεύσουν στη δημιουργία επαγγελματικών/επιχειρηματικών γεωργικών εκμεταλλεύσεων, οδηγούν στον εφησυχασμό και στην ήσσονα προσπάθεια με αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής γεωργίας. Τα παραπάνω επιτείνονται από τα φαινόμενα διαφθοράς. Επομένως, οι στόχοι της ΚΑΠ πρέπει να επαναπροσδιοριστούν έτσι ώστε να οδηγούν πράγματι σε ανταγωνιστική γεωργία, προστατεύοντας τα συμφέροντα των ευρωπαίων γεωργών και τα ευρωπαϊκά προϊόντα από αθέμιτο ανταγωνισμό τρίτων χωρών, ενώ τα κριτήρια επιδότησης πρέπει να επιβραβεύουν τον εκσυγχρονισμό, την καινοτομία, την ποιότητα και την ποσότητα της παραγωγής.

(2) Παράλληλα, η χώρα χρειάζεται επειγόντως ένα ολοκληρωμένο Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο Αναδιάρθρωσης του αγροτικού τομέα, που θα αξιοποιεί τα μοναδικά συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε περιοχής για παραγωγή ποιοτικών επώνυμων αγροτικών προϊόντων. Μια σοβαρή πρόταση και όχι μια συνήθη τετριμμένη μελέτη. Χρειάζεται κάτι σαν την «Εκθεση επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδας» του καθηγητή Κυριάκου Βαρβαρέσου (1952), η οποία συνέτρεξε την αγροτική πρόοδο και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας επί τρεις περίπου δεκαετίες. Αυτό προϋποθέτει πολιτική βούληση, γνώση και αποφασιστικότητα γιατί, ακόμα και οι προτάσεις οικονομικής ανασυγκρότησης του καθηγητή Χριστόφορου Πισσαρίδη του 2020 μάλλον πήγαν στις καλένδες.

(3) Το πρόβλημα της ελληνικής γεωργίας επιδεινώνεται από την έλλειψη σύνδεσης έρευνας, καινοτομίας και παραγωγής. Στις χώρες που έχουν αναπτύξει δυναμική και ανταγωνιστική γεωργία υπάρχει στενή και συνεχής καθοδήγηση από πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα. Η Ολλανδία αποτελεί ένα από τα πλέον εντυπωσιακά παραδείγματα γεωργικής επιτυχίας παγκοσμίως και έχει εξελιχθεί στον δεύτερο μεγαλύτερο εξαγωγέα γεωργικών προϊόντων στον κόσμο, πίσω μόνον από τις ΗΠΑ. Οι ετήσιες εξαγωγές αγροτικών αγαθών φτάνουν τα 65 δισ. ευρώ και αποτελούν περίπου το 10% του ΑΕΠ. Η επιτυχία οφείλεται στην υψηλή αξία των παραγόμενων προϊόντων και στις τεχνολογίες αιχμής, που τα πανεπιστήμια αναπτύσσουν και άμεσα προωθούν στους γεωργούς-χρήστες. Σε ένα στρέμμα παράγονται ποσότητες που θα χρειάζονταν 10 στρέμματα παραδοσιακής καλλιέργειας, ενώ χρησιμοποιούν μόνο 7,5 λιτρα νερό για την παραγωγή περίπου ενός κιλού ντομάτας, όταν ο παγκόσμιος μέσος όρος είναι περισσότερο από 212 λίτρα νερό.

Είναι αξιοσημείωτο ότι κάθε στρέμμα γης στην Ελλάδα αποδίδει 190 ευρώ, ενώ κάθε στρέμμα γης στην Ολλανδία αποδίδει 1700 ευρώ. Αυτή η ανάπτυξη ξεκίνησε με κατάλληλο σχεδιασμό της πολιτείας, στενή υποστήριξη και αμφίδρομη συνεργασία με την ερευνητική κοινότητα, αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, σοβαρά συνεταιριστικά σχήματα και σύγχρονες επαγγελματικές οργανώσεις αγροτών, ικανές να αξιοποιήσουν τις υψηλές αποδόσεις δυναμικών εκμεταλλεύσεων. Αλλο παράδειγμα σπουδαίας γεωργικής ανάπτυξης αποτελεί το Ισραήλ. Και εκεί ο μοχλός ανάπτυξης είναι ο Οργανισμός Γεωργικής Ερευνας του Ισραήλ, γνωστός ως Κέντρο Volcani (ARO), που υποστηρίζει τον γεωργικό τομέα του Ισραήλ αναπτύσσοντας καινοτόμες λύσεις για την αύξηση της παραγωγικότητας και της βιωσιμότητας. Στη χώρα μας απαιτείται η ανασυγκρότηση του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής ΄Ερευνας (ΕΘΙΑΓΕ), που από το 1989 μέχρι το 2011 ήταν ο ερευνητικός βραχίονας του ΥΠΑΑΤ. Αλόγιστα το 2011, αντί να αναβαθμιστεί υποβαθμίστηκε υπαγόμενο στον Ελληνικό Γεωργικό Οργανισμό –ΔΗΜΗΤΡΑ (ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ). Εκτοτε έχει γίνει σχεδόν αόρατο.

Δυστυχώς, για δεκαετίες έχουν γίνει αναρίθμητες εκδηλώσεις/συνέδρια/fora, επιτροπές, μελέτες, μεγαλόστομες διακηρύξεις και άστοχη και ατελέσφορη διαχείριση των κοινοτικών πόρων με πενιχρά αποτελέσματα. Η ανασυγκρότηση του αγροτικού τομέα της χώρας απαιτεί πολιτική βούληση, διακομματική συνεννόηση, σοβαρό προγραμματισμό, σύνδεση των ερευνητικών ιδρυμάτων με την παραγωγή, συνέπεια και συνέχεια στην υλοποίηση των στόχων, σοβαρή επιμόρφωση των αγροτών και αποτελεσματικό έλεγχο στην αλυσίδα παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων.

Επίσης, απαιτείται μείωση της γραφειοκρατίας και λογοδοσία/διαφάνεια για στοχευμένη και χρηστή διαχείριση των διαθέσιμων πόρων. Διαφορετικά, τα προβλήματα θα διογκώνονται/διαιωνίζονται, η ύπαιθρος θα μαραζώνει και η χώρα θα γίνεται πτωχότερη όπως σταθερά συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες. Εξίσου σημαντική είναι η ερήμωση της υπαίθρου με τα γνωστά δραματικά επακόλουθα στο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας! Είναι κρίμα ότι δεν μπορούμε να κεφαλαιοποιήσομε τις ευνοϊκές συνθήκες που δημιουργεί η σχετικά μικρή κλίμακα των ελληνικών εταιριών παραγωγής τροφίμων, η εύκολη πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας πρώτες ύλες και η μεγάλη απήχηση της μεσογειακής διατροφής. Ετσι θα μπορούσαν να διαφοροποιηθούν από τους διεθνείς παραγωγούς τροφίμων, να αποκτήσουν κυρίαρχη θέση στην παγκόσμια αγορά και να τοποθετηθούν σε ποιοτικότερες και υψηλότερης τιμής κατηγορίες προϊόντων.

Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι τα σημερινά αιτήματα των αγροτών, που εστιάζονται μόνο στις επιδοτήσεις, δεν είναι στη σωστή πλευρά. Είναι προσωρινά παυσίπονα, ενώ τα πραγματικά προβλήματα θα διαιωνίζονται. Οι διεκδικήσεις πρέπει να οδηγούν στην επίλυση των παραπάνω προβλημάτων, που θα βοηθήσουν στην ανασυγκρότηση της γεωργικής βιομηχανίας, στην αναζωογόνηση της υπαίθρου και στην ευημερία, μακροχρόνια. Μεταξύ των αγροτών υπάρχουν νέοι επιστήμονες, που έχουν επιλέξει να ασχοληθούν με τον αγροτικό τομέα. Αυτοί θα μπορούσαν να ηγηθούν του κινήματος αναδιοργάνωσης της υπαίθρου με ορθά εστιασμένες διεκδικήσεις και στη δημιουργία υγιών συνεταιριστικών οργανώσεων και σύγχρονων επαγγελματικών οργανώσεων αγροτών, μακριά από κομματισμό και διαφθορά!

*Η κυρία Καλλιόπη Α. Ρουμπελάκη-Αγγελάκη είναι Ομότιμη Καθηγήτρια Βιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.