Πώς μπορεί να εκληφθεί η απόφαση του Λευκού Οίκου να επιβάλει κυρώσεις σε βάρος των δύο μεγαλύτερων ρωσικών πετρελαϊκών εταιρειών;
Ως μια συνολική αντιστροφή της προσέγγισης που επιφύλασσε ο Ντόναλντ Τραμπ στον Βλαντίμιρ Πούτιν σε σχέση με την εκτόνωση της ρωσοουκρανικής σύρραξης; Σαν ευγενική – αλλά πρόσκαιρη – παραχώρηση στο Κίεβο και τις Βρυξέλλες, στον απόηχο της ακύρωσης της συνάντησης των δύο ηγετών; Ή μήπως σαν υπενθύμιση προς τη Μόσχα σχετικά με τα όρια της υπομονής του αμερικανού προέδρου και των δυνατοτήτων που υπάρχουν για την επίλυση του Ουκρανικού;
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι που απασχολεί τις τελευταίες ώρες τον διπλωματικό και δημοσιογραφικό κόσμο, σε μια απόπειρα να χαρτογραφηθεί η επόμενη μέρα της σύγκρουσης που έχει κοστίσει εκατοντάδες χιλιάδες ζωές και επανέφερε το ενδεχόμενο του πυρηνικού πολέμου στον 21ο αιώνα.
Διευκρινίσεις και γρίφοι
Δεδομένου ότι οι νέες κυρώσεις είναι οι πρώτες εναντίον της Ρωσίας από τότε που ο Τραμπ επέστρεψε στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο, ο πρώτος γρίφος συνίσταται στις συνέπειες που θα έχει μια τέτοια κίνηση για τη ρωσική οικονομία και κατά συνέπεια τη ρωσική πολεμική μηχανή.
Το γεγονός ότι το πακέτο μέτρων αφορά ενεργειακούς γίγαντες του διαμετρήματος της Rosneft και Lukoil αποτελεί ήδη μια διαφοροποίηση. Όπως και το γεγονός ότι προβλέπονται δευτερογενείς κυρώσεις για όποιες εταιρίες ή οργανισμούς εμπλέκονται σε δοσοληψίες μαζί τους.
«Αν μια τράπεζα έχει πάρε – δώσε με κάποια από τις νομικές οντότητες που υπέστησαν κυρώσεις θα πάψει να υφίσταται ως τράπεζα» εξηγεί μιλώντας στο CNN η Ελίνα Ριμπακόβα του Ινστιτούτου Πέτερσον (Peterson Institute for International Economics) και σημειώνει πως ο αποκλεισμός από το δολάριο και τις αμερικανικές αγορές αποτελεί θανάσιμο πλήγμα.
Ίδια άποψη είχε ο γεωπολιτικός αναλυτής της συμβουλευτικής εταιρίας Rystad, Χόρχε Λεόν, ο οποίος δήλωσε στον Guardian ότι πρόκειται για «άνευ προηγουμένου κλιμάκωση κατά της Ρωσίας».
Προς επίρρωση της προαναφερθείσας εκτίμησης και σύμφωνα με πηγές που επικαλείται το Reuters, η ινδική Reliance Industries, κορυφαίος αγοραστής ακατέργαστου ρωσικού πετρελαίου σκοπεύει το αμέσως επόμενο διάστημα να σταματήσει τις εισαγωγές.
Είναι κάπου εδώ που εμφιλοχωρεί η πολιτική διάσταση, τίκτοντας το δεύτερο ερώτημα, αναφορικά με τις πολιτικές προεκτάσεις. Όσον αφορά τη ρωσική πλευρά, αυτή εμφανίζεται να χρησιμοποιεί αντικρουόμενα προσωπεία, σε μια προσπάθεια να βρει ισορροπία μεταξύ διαπραγμάτευσης και αντεπίθεσης.
Στο πλαίσιο αυτού του λεκτικού χορού αντιφάσεων, ο πρώην πρόεδρος της Ρωσίας, Ντμίτρι Μεντβέντεφ με το γνώριμο, εμπρηστικό του ύφος καταφέρθηκε ευθέως κατά του Τραμπ, κάνοντας λόγο για «φλύαρο ειρηνοποιό», ενώ λίγο αργότερα η εκπρόσωπος του Υπουργείο Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, άφησε ανοικτή την «πόρτα» του διαλόγου, ομνύοντας στο τηλεφωνικό τετ α τετ μεταξύ του ρώσου ηγέτη με τον αμερικανό ομόλογό του.
Ευρωπαίοι και Ζελένσκι από την άλλη, δεν έκρυψαν την ικανοποίησή τους για τις κυρώσεις, με τον ουκρανό πρόεδρο να μιλάει για «πολύ σημαντικό βήμα» και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να εξασφαλίζει τη χρηματοδοτική κάλυψη της Ουκρανίας για τα επόμενα δύο έτη, μέσω δανείου 140 δισ. ευρώ και εγγύηση τα παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία.
Η μεγάλη εικόνα
Ο βρετανός συγγραφέας και στρατιωτικός ειδικός Κιρ Τζάιλς με άρθρο του στον Independent αναφερόμενος στις κυρώσεις, κάνει λόγο για «δραματική ρήξη» από το μοτίβο που ως τώρα ακολουθούσε ο αμερικανός πρόεδρος, ασκώντας πίεση μονόπλευρα προς το Κίεβο.
Ο ίδιος σημειώνει ωστόσο ότι η νέα εξέλιξη αποτελεί και σιωπηλή ομολογία αποτυχίας εκ μέρους του Τραμπ, καθώς επί μακρόν ισχυριζόταν πως η Μόσχα ενδιαφέρεται για μια προσωρινή εκεχειρία. Στο ίδιο μήκος κύματος ο Ντάνιελ Ντάνεμπάουμ, συνεργάτης της δεξαμενής σκέψης Atlantic Council υπογραμμίζει ότι «πρέπει πρώτα οι κυρώσεις να μπουν σε εφαρμογή», με την υποσημείωση πως η βαρύτητά τους συνδέεται άμεσα με το εύρος της εφαρμογής τους σε τρίτες χώρες.
Είναι αυτή ακριβώς η υπενθύμιση ότι ο χρόνος της ανακοίνωσης των κυρώσεων κι ο χρόνος της εφαρμογής τους είναι δύο διαφορετικά χρονικά μεγέθη, επιτρέποντάς μας να αναρωτηθούμε κατά ποιόν τρόπο και σε τι βαθμό επηρεάζεται η άκρως ιδιάζουσα διπλωματική συναστρία.
Μπαίνοντας κανείς στον πειρασμό να συνδυάσει την προέλαση ρωσικών δυνάμεων σε πόλεις-κλειδιά για την ουκρανική άμυνα, όπως το Σλοβιάνσκ και το Κραματόρσκ και την αποδοχή από τον Ζελένσκι της πρότασης που είχε διατυπώσει πρόσφατα ο Τραμπ για κατάπαυση του πυρός και υποχώρηση των αντιμαχόμενων στρατών στις τωρινές γραμμές πυρός του πολεμικού μετώπου, αξίζει να επιστρέψει σε ένα συγκεκριμένο απόσπασμα των δηλώσεών του προέδρου των ΗΠΑ.
«Ακυρώσαμε τη συνάντηση με τον Πρόεδρο Πούτιν… Αλλά θα την πραγματοποιήσουμε στο μέλλον» ήταν τα ακριβή λόγια του Τραμπ, ο οποίος κατέστησε σαφές ότι πέρα από την αλλαγή μεθόδων εξακολουθεί να θεωρεί τον ένοικο του Κρεμλίνου προνομιακό συνομιλητή του.
Το απόσπασμα αυτό χρήσιμο θα ήταν να αξιολογηθεί κατάλληλα και από τις Βρυξέλλες, που θα επωμιστούν το οικονομικό βάρος της συνέχισης του πολέμου.



