Βάλτε στη σειρά όλα τα στερεότυπα που έχουμε αποκρυσταλλώσει στο νου μας και αναπαράγουμε σχετικά με τους μουσικούς που ερμηνεύουν στο εδώ και το τώρα τις συνθέσεις των επιφανέστερων και των πιο σημαντικών συνθετών κλασικής μουσικής. Τους σκεφτόμαστε μακρινούς και απρόσιτους. Οχυρωμένους στο περίκλειστο καλλιτεχνικό σύμπαν τους, μια ιδέα βλοσυρούς και εστιασμένους σε βαθμό εμμονής στην τέχνη τους. Μονότονα μονοθεματικούς και βέβαια με ενδυματολογικό κώδικα πιο αναμενόμενο κι από τον ίδιο τον θάνατο.
Κι ύστερα ρίξτε μια ματιά στην εικόνα της Γιούτζα Γουάνγκ. Αυτήν που αποτυπώνεται στις φωτογραφίες και καταγράφεται στα βίντεο από τις συναυλίες της με ιδανικό σκηνικό τα μεγαλύτερα θέατρα και τους πιο εμβληματικούς συναυλιακούς χώρους του κόσμου.
Δε θέλει και πολύ για να διαπιστώσει κανείς πως η 38χρονη Κινέζα πιανίστρια που ήδη από τα παιδικά χρόνια της κλήθηκε να χωρέσει στο χαρακτηρισμό του φαινομένου – και τον υπηρέτησε με παροιμιώδη συνέπεια- μοιάζει ταγμένη να αναθεωρεί κάθε θέσφατο που κατατρύχει τον κόσμο της κλασικής μουσικής. Προτείνοντας απλώς τον δικό της τρόπο.

Δεν είναι μόνο τα κοντά, στενά, εκτυφλωτικά σε λάμψη και πάντα με υπογραφή βαρύτιμων οίκων μόδας φορέματα ή οι δωδεκάποντες γόβες – σήμα κατατεθέν της σκηνικής εξάρτυσής της – που επισημαίνουν με τρόπο εμφατικό το sui generis χαρακτήρα της χαρισματικής και περιζήτητης μουσικού. Ποιος θα περίμενε μια καταξιωμένη πιανίστρια να κυκλοφορεί με περιβολή που θα ζήλευε και ποπ σταρ;
Κυρίως όμως είναι οι καλλιτεχνικές επιλογές της – ενίοτε παράδοξες, παράτολμες ή ακατανόητες για τους άλλους- που σμίλεψαν το οικουμενικό καλλιτεχνικό εκτόπισμά της.
Σολίστ για μαραθώνιο
Πάρτε για παράδειγμα το μαραθώνιο Ραχμάνινοφ που ερμήνευσε το φθινόπωρο του 2023 στο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης. Ή αλλιώς τη δυόμιση ωρών συναυλία που καταχωρίστηκε τελικά στο συλλογικό ασυνείδητο ως η κορυφαία αλλά και η πιο σημαδιακή της έως σήμερα καριέρας της. Η Γουάνγκ είχε την ιδέα να παίξει σε μια βραδιά τα τέσσερα κονσέρτα του Ρώσου συνθέτη, μαζί και τη «Ραψωδία σε ένα θέμα του Παγκανίνι».
Ήταν ένα μάλλον ριψοκίνδυνο εγχείρημα – μιλάμε για 621 σελίδες συνθέσεων ή αλλιώς 97 χιλιάδες νότες-, το οποίο η ίδια δε διεκπεραίωσε απλώς για να το τοποθετήσει στο παλμαρέ των πεπραγμένων της. Αλλά εκτέλεσε υποδειγματικά, όπως ομόθυμα αποφάνθηκαν οι πιο έγκριτοι κριτικοί του διεθνούς Τύπου.

Μάλιστα για τη συγκεκριμένη συναυλία, η Γουάνγκ, παρά τις ενστάσεις που είχε εκφράσει, αναγκάστηκε λόγω μιας χορηγικής συμφωνίας να φορά όσο έπαιζε ένα smartwatch μέτρησης παλμών. Το αποτέλεσμα ήταν συγκλονιστικό. Εκείνες τις δυόμιση ώρες έκαψε 2.500 θερμίδες, όσες δηλαδή χοντρικά καταναλώνει ένας δρομέας στην απόσταση του μαραθωνίου.
Παρότι πολλοί ήταν εκείνοι που θαύμασαν τον κάματο και την αντοχή της, η ίδια θεωρεί μάλλον φαιδρό να ασχολείται κανείς με το αποτύπωμα της συναυλίας στο κορμί της. Επιμένει να εστιάζει το συναίσθημα που δημιούργησε και μοιράστηκε με το κοινό σε εκείνο το μυσταγωγικό ταξίδι των 150 λεπτών. Εντάξει, και να ανακαλεί έναν θεατή που υπέστη έμφραγμα στο ξεκίνημα της συναυλίας, ο οποίος όχι μόνο επέζησε τελικά, αλλά, ώσπου εκείνη να ερμηνεύσει την τελευταία νότα, είχε ήδη υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση και είχε ανανήψει.
Η Γουάνγκ έχει αμέτρητες ιστορίες να αφηγηθεί – όχι πάντα τόσο δραματικές -, αφού από το 2007, όταν κλήθηκε να αντικαταστήσει την σπουδαία Μάρτα Αργκεριχ σε μια συναυλία της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Βοστώνης, δεν έχει σταματήσει να περιοδεύει ανά τον κόσμο. Παρεμπιπτόντως σε εκείνο το καθοριστικό για την εκκόλαψή της σε σταρ της διεθνούς σκηνής είχε ερμηνεύσει Τσαϊκόφσι. Δηλαδή έναν συνθέτη που είχε ακούσει πριν καλά καλά αποκτήσει αντίληψη του κόσμου και συνείδηση του εαυτού της.
Μόνη στη Νέα Υόρκη
Γεννημένη και μεγαλωμένη στο Πεκίνο, με πατέρα τζαζίστα και μητέρα χορεύτρια, η Γουάνγκ καλλιέργησε από την αρχή της ζωής της μια φυσική, οργανική σχέση με την κλασική μουσική.
Αν και ο πατέρας της ήταν ιδιαίτερα αυστηρός μαζί της και δεν της επέτρεπε ούτε το πιο μικρό ρυθμικό ατόπημα από όταν άρχισε να εξασκείται στο πιάνο, η μητέρα της την έμαθε όχι μόνο να ακούει αλλά και να διαβάζει μουσική. Και βέβαια τη μύησε από παιδί στην τέχνη, παίρνοντάς την μαζί της σε πρόβες και παραστάσεις. Η ίδια λέει πως δε θα ξεχάσει ποτέ την πρώτη επαφή της σε ηλικία μόλις 6 ετών με την «Λίμνη των Κύκνων» και τη μουσική του Τσαϊκόφσκι.
Στην πραγματικότητα η πιανίστρια που σήμερα ανήκει στο δυναμικό της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης (arist in residence), αλλά απολαμβάνει την πολυτέλεια να βρίσκεται στο σπίτι της στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ μόλις ένα μήνα το χρόνο, αφού τους υπόλοιπους περιοδεύει, δεν έχει πολλά να θυμάται από την οικογένειά της.

Στα 14 της χρόνια με την έμφυτη κλίση, την περιέργεια και το ταλέντο στις αποσκευές της μετοίκησε πρώτα στον Καναδά και κατόπιν στις ΗΠΑ. Δε μιλούσε ούτε λέξη αγγλικά, αλλά αυτό καθόλου δε λειτούργησε ως τροχοπέδη για την ένταξή της στο σπουδαστικό δυναμικό του περιλάλητου Curtis Intistute, όπου γνώρισε έναν καθοριστικό για εκείνη άνθρωπο. Τον μέντορά της Γκάρι Γκράφμαν. Παρεμπιπτόντως, η ίδια σχολή έχει παραδώσει στον κόσμο και τον επίσης χαρισματικό συμπατριώτη της Lang Lang.
Απλώς μια millennial
Θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι η μετανάστευση και μάλιστα στην κρίσιμη καμπή της εφηβικής ηλικίας της, θα είχε αφήσει ένα τραύμα ή μια ανοιχτή πληγή στην Γιούτζα Γουάνγκ. Όμως η ίδια μακαρίζει την καλή τύχη της γι’ αυτή τη συγκλονιστική αλλαγή. Έτσι, λέει, κατάφερε να εκτιμήσει την ελευθερία και την ανεξαρτησία της, αρετές που καθοδηγούν όχι μόνο τον τρόπο που ζει την ζωή αλλά και εκείνον με τον οποίο προσεγγίζει την τέχνη της.
Η 38χρονη πιανίστρια, τη μουσική ιδιοφυία της οποίας είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ιδίοις ωσί (αλλά και όμμασι) το 2019 στη συναυλία της στο Ηρώδειο αλλά και τρία χρόνια αργότερα στη σύμπραξή της με τον Λεωνίδα Καβάκο στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το μόνο για το οποίο μπορεί να δυσθυμεί είναι οι διαρκείς μετακινήσεις που απαιτούν οι πυκνές επαγγελματικές υποχρεώσεις της. Και βέβαια το γεγονός ότι δυσκολεύεται με το πρωινό ξύπνημα ως γνήσιο party girl.
Ναι, μπορεί κάθε φορά που βρίσκεται επί σκηνής να μοιάζει απολύτως αφοσιωμένη και από κατασκευής προορισμένη να ερμηνεύει στο πιάνο, όμως όταν τα φώτα σβήνουν, η Γουάνγκ, που λατρεύει να σουλατσάρει σε ζωολογικούς κήπους, απολαμβάνει την ζωή όπως οι συνομίληκοί της millennials – κι έχει το ίδιο πάθος για τα αβοκάντο, την γκρανόλα και τα ινσταγκραμικά ποστ.

Στη συναυλία του Ηρωδείου στις 15 Ιουλίου θα την απολαύσουμε σε διπλό ρόλο, αφού εκτός από τη θέση της σολίστ θα έχει κι εκείνη της μαέστρου, διευθύνοντας την Mahler Chamber Orchestra, το μουσικό σύνολο που ίδρυσε ο Κλαούντιο Αμπάντο το 1997, σε έργα Μπετόβεν, Σοπέν, Στραβίνσκι και Τσαϊκόφσκι.
Παρότι οι συναυλίες της Γουάνγκ είναι αυτό που περιγράφει η λέξη γεγονός, η ίδια το μόνο που θέλει από τους ακροατές της – φίλους της κλασικής μουσικής ή όχι- είναι να προσέρχονται χωρίς παρωπίδες. Με ανοιχτό μυαλό και κυρίως ανοιχτή καρδιά.
Κι είναι πάντα έτοιμη να απαντήσει στην ερώτηση που έχει βαρεθεί να δέχεται από τους άλλους – βλ. πώς στην ευχή καταφέρνει να πατά τα πεντάλ του πιάνου με τους ογκώδεις κοθόρνους που φορά- με ένα ελαφρύ ανασήκωμα των ώμων της που ρέπει μεταξύ στωικότητας και λεπτής ειρωνείας.









