Τόσο στην Ελλάδα όσο και αλλού, οι παρεμβάσεις για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού λαμβάνουν χώρα σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου αναδύεται μια νέα πραγματικότητα. Κοινή διαπίστωση είναι ότι εργαλεία όπως ο κατώτατος μισθός (minimum wage), στην παρούσα τους μορφή, παραπέμπουν σε εργασιακές πολιτικές του παρελθόντος, καθώς δεν διασφαλίζουν επαρκώς αυτό για το οποίο εφαρμόζονται: αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης και συνθήκες κοινωνικής δικαιοσύνης.

Tο πρόβλημα

Τα πρόσφατα στοιχεία (World Wage Report 2022-2023) της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) επιβεβαιώνουν αυτό που αντιλαμβανόμαστε όλοι – ότι δηλαδή οι πραγματικοί μισθοί παραμένουν στάσιμοι ή έχουν μειωθεί. Η κρίση του κόστους ζωής, που τροφοδοτείται από τον πληθωρισμό και την αύξηση των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας, έχει διαβρώσει την αγοραστική δύναμη του μέσου εργαζόμενου σε πολλές χώρες. Το αυξανόμενο κόστος διαβίωσης πλήττει δυσανάλογα τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δαπανούν το μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματός τους σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες, τα οποία έχουν γενικά υψηλότερες αυξήσεις τιμών από ό,τι τα μη βασικά αγαθά. Επηρεάζεται επίσης η αγοραστική δύναμη των κατώτατων μισθών.

Στις χώρες της G20, οι οποίες αντιπροσωπεύουν περίπου το 60% των μισθωτών εργαζομένων παγκοσμίως, οι πραγματικοί μισθοί το πρώτο εξάμηνο του 2022 εκτιμάται ότι μειώθηκαν στο -2,2% στις ανεπτυγμένες χώρες. Αυτό καταδεικνύει ότι, παρά τις ονομαστικές προσαρμογές, η πραγματική αξία των κατώτατων μισθών φθίνει αισθητά. Η εργασιακή φτώχεια τείνει να «κανονικοποιηθεί» πυροδοτώντας, όπως έχουμε δει στην Ευρώπη κι αλλού, κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς και τη δημοκρατία, υπονομεύοντας παράλληλα τα ίδια τα θεμέλια της έννοιας της «εργασίας». Αν η ίδια η εργασία δεν μπορεί να μας εξασφαλίσει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, ποιος είναι ο σκοπός της;…

H λύση

Σε διεθνές επίπεδο, ωριμάζει η αντίληψη ότι τα εργαλεία εργασιακής πολιτικής πρέπει να αλλάξουν. Αναγνωρίζεται πλέον το αυτονόητο: ότι δηλαδή η εργασία που δεν παρέχει δίκαιες αμοιβές δεν (μπορεί να) είναι ανεκτή. Στο πλαίσιο αυτό, οι διαβουλεύσεις και εστίαση στην Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ILO), του ειδικού οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για εργασιακά θέματα, στρέφονται στον «Μισθό Διαβίωσης» – Living Wage. Η κρίσιμη συμφωνία, η οποία επιτεύχθηκε ύστερα από αξιοσημείωτη διαπραγματευτική προσπάθεια κατά τη διάρκεια της συνάντησης εμπειρογνωμόνων για τις μισθολογικές πολιτικές στην Γενεύη τον Φεβρουάριο του 2024, και εγκρίθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο της ILO κατά τη συνεδρίασή του τον Μάρτιο του 2024, υπογραμμίζει την αναγκαιότητα αυτής της αλλαγής.

Η σπουδαιότητα της συμφωνίας έγκειται στο γεγονός ότι η ILO κάνει ένα βήμα παραπέρα σε σχέση με όσα αναφέρονται στη Διακήρυξη της ILO για το Μέλλον της Εργασίας (2019), όπου υπογραμμίστηκε η σημασία της προστασίας των εργαζομένων μέσω του προσδιορισμού ενός «επαρκούς κατώτατου μισθού», θεμελιώνοντας αυτή τη φορά την έννοια του μισθού διαβίωσης, λαμβάνοντας υπόψη το πραγματικό κόστος ζωής και προστατεύοντας το δικαίωμα των εργαζομένων σε συνθήκες αξιοπρεπούς εργασίας (όπως απορρέει από τον Στόχο  Βιώσιμης Ανάπτυξης Νο. 8 του ΟΗΕ). Με αυτόν τον τρόπο, εμπλουτίζεται το υπάρχον διεθνές οπλοστάσιο που αφορά την υποστήριξη των κρατών μελών στον καθορισμό και την υλοποίηση πολιτικών που σχετίζονται με τους κατώτατους μισθούς.

Σύμφωνα με την διατύπωση της συμφωνίας: «Η ILO δηλώνει ότι ο μισθός διαβίωσης αντιστοιχεί στο επίπεδο μισθού που είναι απαραίτητο για την εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου για τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες που επικρατούν σε κάθε χώρα. Υπολογίζεται βάσει της εργασίας που εκτελείται κατά τη διάρκεια κανονικών ωρών εργασίας, και συμβαδίζει με τις αρχές της ILO για την εκτίμηση του μισθού διαβίωσης και τους μηχανισμούς καθορισμού των αμοιβών».

Στα συμπεράσματα υπενθυμίζεται ότι: «οι ανάγκες των εργαζομένων και των οικογενειών τους, καθώς και οι οικονομικοί παράγοντες [όπως το κόστος ζωής, το επίπεδο ανάπτυξης της χώρας, κλπ.], αποτελούν τους δύο βασικούς πυλώνες της διαδικασίας καθορισμού του μισθού διαβίωσης». Επιπλέον, η συμφωνία ορίζει ότι θεμελιώδες συστατικό αποτελεί η ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου και των συλλογικών διαπραγματεύσεων για την σταδιακή μετεξέλιξη του κατώτατου μισθού σε μισθό διαβίωσης, αναγνωρίζοντας τον ρόλο του Κράτους στην όλη διαδικασία.

Στις πρωτοβουλίες διαβούλευσης με διεθνείς ενώσεις κοινωνικών εταίρων στις οποίες συμμετέχω, η εν λόγω εξέλιξη έχει γίνει αποδεκτή ως αμοιβαία επωφελής (win-win). Για τις οργανώσεις εργοδοτών, ο μισθός διαβίωσης δύναται να συμβάλει καθοριστικά στην οικονομική μεγέθυνση. Mε βάση εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF), η υιοθέτησή του μισθού διαβίωσης σε παγκόσμιο επίπεδο θα μπορούσε να δημιουργήσει 4,6 τρισεκατομμύρια δολάρια σε πρόσθετο ΑΕΠ κάθε χρόνο, μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας και της τόνωσης της καταναλωτικής δαπάνης.

Είναι αξιοσημείωτο ότι μεγάλες πολυεθνικές, με δραστηριότητα στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, έχουν ήδη ενσωματώσει εθελοντικά τον μισθό διαβίωσης στα προγραμμάτα περιβαλλοντικής, κοινωνικής και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG) που υλοποιούν. Συγχρόνως, για τις οργανώσεις εργαζομένων, ο μισθός διαβίωσης αποτελεί δομικό στοιχείο των πολιτικών για τη μείωση της φτώχειας και των ανισοτήτων.

 Ο στόχος

Η αξιοπρεπής εργασία και οι δίκαιοι μισθοί δεν αποτελούν μόνο ηθική ευθύνη, αλλά και αναγκαία συνθήκη για την ανθεκτικότητα μιας δημοκρατικής κοινωνίας και οικονομίας. Πλέον, οφείλουν οι κυβερνήσεις να εκσυγχρονίσουν τα εργαλεία πολιτικής (policy toolkits) και να επενδύσουν σε ουσιαστικές, ανθρωποκεντρικές πολιτικές που ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες του κόσμου της εργασίας. Ο στόχος της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ευτοπίας δεν μπορεί να περιμένει.

Η δρ Μαρίλη Μέξη είναι ερευνητική επικεφαλής της Trade and Labour Initiative του World Economic Forum και του Geneva Graduate Institute, senior advisor στα διεθνή εργασιακά στο Geneva Graduate Institute και σύμβουλος στην International Labour Organization.