Πάντα με ενθουσίαζε η εναρκτήρια σκηνή του Reservoir Dogs. Οι κακοποιοί παίρνοντας το πρωινό τους οργανώνουν τη μεγάλη ληστεία που θα πραγματοποιηθεί λίγο αργότερα, με το αιματοβαμμένο φινάλε που όλοι ξέρουμε. Ωστόσο, πριν φτάσουμε εκεί, θα πρέπει να πληρωθεί ο λογαριασμός για τους καφέδες και τα ντόνατ. Αφού μαζευτούν τα χρήματα, ξεκινά η συλλογή του φιλοδωρήματος, όπου όλοι συμμετέχουν, πλην ενός. Στη στιχομυθία που ακολουθεί, με επιχειρήματα που ανταλλάσσονται εκατέρωθεν, η ένταση κορυφώνεται. Ολη η καλοσχεδιασμένη παράνομη αποστολή κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα για ένα δολάριο. Ακόμα και στον χώρο της πιο βαθιάς παρανομίας, υπάρχει μια κόκκινη γραμμή που σηματοδοτεί την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση: η ύπαρξη ενός ηθικού νόμου που σκέφτεται – έστω και με τον ευτελή όρο του δολαρίου – τον συνάνθρωπο που δουλεύει για την ευχαρίστησή μας.

Ο Κουέντιν Ταραντίνο που σήμερα συμπληρώνει τα 61 του χρόνια θα θέσει συχνά μέσω των διεφθαρμένων, αιμοσταγών και στυγνών ηρώων του το κοινό μπροστά σε τέτοια ηθικά διλήμματα. Στο παλπ σύμπαν που σκηνοθετεί μπορεί όλοι και όλα να μοιάζουν καρικατούρες αλλά πάντα υπάρχει ένα υπόλοιπο ανθρωπιάς. Το αίμα μπορεί να ρέει, το κακό να επελαύνει, αλλά ο ηθικός ορίζοντας του ανθρώπινου γένους διασώζεται. Στο τέλος, στο κάτω κάτω της γραφής, ο καθένας μπορεί να ξεχωρίσει το καλό και το κακό και να τοποθετηθεί απέναντί τους.

Η μαζική κουλτούρα βρίθει από παρόμοιες στιγμές ηθικής συνειδητοποίησης. Πάνω από το ποπ κορν, τα νάτσος και το αναψυκτικό, βλέποντας ένα νουάρ ή ένα γουέστερν, γινόμαστε με απλό τρόπο κοινωνοί περίπλοκων προβληματισμών. Η απιστία, η εκδίκηση, ο τρόπος που η πλεονεξία κινεί πάθη και συμπεριφορές αναδεικνύονται μέσα από σεμνά υλικά και φόρμες. Στις παλιές εκθέσεις των Πανελλαδικών θα το περιγράφαμε ως τη διαφορά μεταξύ της ψυχαγωγίας, που καθοδηγεί τον νου σε θαλερά μονοπάτια (εντάξει, ίσως το παράκανα εδώ), και της διασκέδασης, που καθοδηγεί τον θεατή και τη θεάτρια σε ένα σωρό ξεχαρβαλωμένων εικόνων προς κατανάλωση.

Αυτή είναι η διαφορά των παλπ ταινιών, π.χ., από τη μοντέρνα τηλεόραση όπως τη γνωρίσαμε και τη γνωρίζουμε καλά στο πετσί μας. Τη γνώριζε φυσικά και ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, που έβλεπε σαν σήμερα το 1994 το κόμμα του να κατακτά την εξουσία. Ο Μπερλουσκόνι δεν υπήρξε ο δημιουργός της κακής τηλεόρασης, σίγουρα όμως την αναβάθμισε – δηλαδή την υποβάθμισε, απλώς σ’ αυτό το σύμπαν οι αξίες είναι αντεστραμμένες. Και κάπως έτσι φτάσαμε όχι απλώς στην παραγωγή τηλεοπτικών προϊόντων που αποχαυνώνουν αλλά στην παραγωγή της ίδιας της χαύνωσης ως προϊόντος. Σημασία εδώ έχει πλέον η καθαρή εικόνα, από τις ημίγυμνες χορεύτριες των μεγάλων σόου, ως τους ποδοσφαιριστές και τους πρωταγωνιστές ενός σταρ σύστεμ που διακινεί κυριολεκτικά αέρα.

Το μυστικό της κακής τηλεόρασης δεν είναι απλώς ότι σε κάνει να μη σκέφτεσαι, αλλά ότι σε κάνει να θέλεις να δεις – κρυφά. Η αποκάλυψη του στήθους της χορεύτριας, η κρυφή ζωή του ποδοσφαιριστή, οι παπαρατσικές φωτογραφίες των ηθοποιών κ.λπ. κ.λπ. δημιουργούν ένα περίκλειστο σύμπαν που προσφέρεται για ηδονοβλεπτική κατανάλωση, χωρίς τη δυνατότητα συμμετοχής. Αν κάποτε η θέαση δημιουργούσε ταυτίσεις, τώρα δεν είναι καν απαραίτητο, αρκεί να σε αφήνουν να βλέπεις αυτό που δεν θα γίνεις ποτέ. Οταν ο τηλεθεατής και η τηλεθεάτρια μάθουν να απολαμβάνουν με αυτόν τον τρόπο, δεν αργεί και η στιγμή που θα βρεθούν και ως ψηφοφόροι να πράττουν με την ίδια λογική της κλειδαρότρυπας. Χωρίς σκέψη, αλλά με την ικανοποίηση της συμμετοχής στο share του ηγέτη στο TikTok