Μέσα από μία επανέκδοση, η Ελληνική Στατιστική Αρχή αποτυπώνει σε αριθμούς μία από τις πλέον οδυνηρές περιόδους της ελληνικής Ιστορίας. Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, η ανεξάρτητη Αρχή εξέδωσε εκ νέου την «Απογραφή Προσφύγων του 1923».

Το μέτωπο της Μικράς Ασίας κατέρρευσε τον Αύγουστο του 1922 και ακολούθησε η άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού, ο οποίος από τον Μάιο του 1919 είχε ήδη αποβιβασθεί στη Σμύρνη. Ετσι φτάσαμε στην καταστροφή της πόλης αλλά και την υπογραφή της ανακωχής των Μουδανιών, που οδήγησε πολλούς Ελληνες, οι οποίοι κατοικούσαν στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να καταφύγουν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες.

Πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου του 1923 και σε συνεργασία των υπουργείων Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας, Υγιεινής, Πρόνοιας και Αντιλήψεως, διενεργήθηκε Απογραφή των προσφύγων που ήρθαν στην Ελλάδα από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Σύμφωνα με τους υπεύθυνους της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η συγκεκριμένη απογραφή ήταν προαιρετική και διενεργήθηκε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τα αποτελέσματά της, δε, δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 22 Οκτωβρίου 1923, χωρίς, όμως, τα υπόλοιπα δημογραφικά χαρακτηριστικά που είχαν ζητηθεί.

Το σύνολο των προσφύγων που απογράφηκαν ήταν 786.431, εκ των οποίων 351.313 άνδρες και 435.118 γυναίκες. Ο μεγαλύτερος, δε, αριθμός προσφύγων απογράφηκε στη Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, πιο συγκεκριμένα 162.418 άτομα και στο γεωγραφικό διαμέρισμα Στερεάς Ελλάδας και Εύβοιας, με 158.076 πρόσφυγες να φτάνουν από τα παράλια.

«Αναζητούσαμε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε ως ΕΛΣΤΑΤ για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή και αποφασίσαμε πως η επανέκδοση του βιβλίου της Απογραφής των Προσφύγων του 1923 ήταν ιδανική. Τυπώσαμε, λοιπόν, το τότε βιβλίο, πλαισιώνοντάς το με αναλύσεις για τα στοιχεία και τους αριθμούς που καταγράφηκαν εκείνη την εποχή», σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο διευθυντής του αυτοτελούς γραφείου προέδρου Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και συντονιστής της έκδοσης, Απόστολος Κασάπης.

Οπως επισημαίνει ο πρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ στον πρόλογο της επανέκδοσης του βιβλίου, Θάνος Θανόπουλος, παρατηρώντας κανείς τη γεωμορφολογία εκατέρωθεν του στενού της Μυκάλης, της στενότερης θαλάσσιας λωρίδας που χωρίζει τη σημερινή Ελλάδα από τη Μικρά Ασία, αντιλαμβάνεται εύκολα για ποιο λόγο η περιοχή αυτή αποτέλεσε, εδώ και χιλιετίες, επίκεντρο διεξαγωγής σημαντικών πολιτικών διεργασιών και λήψης καίριων αποφάσεων, συνεργειών στην καλλιέργεια της γης και της ανθρώπινης γνώσης, ανάπτυξης των πάσης φύσεως εμπορικών συναλλαγών αλλά και θέατρο σφοδρών -θαλάσσιων και χερσαίων – πολεμικών συγκρούσεων, διωγμών και βίαιων εκτοπισμών πληθυσμών. «Πριν από έναν αιώνα, η περιοχή αυτή αποτέλεσε μία από τις σκηνές όπου έλαβαν χώρα οι τελευταίες πράξεις της Μικρασιατικής Καταστροφής, η οποία σήμανε και το τέλος της μακραίωνης παρουσίας του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία. Η Σάμος και τα άλλα μεγάλα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, η Λέσβος και η Χίος, λόγω γεωγραφικής εγγύτητας στα μικρασιατικά παράλια, αποτέλεσαν τον φυσικό – προφανή – προορισμό πρώτης υποδοχής και περίθαλψης (και ενδεχόμενης προώθησής τους στην ηπειρωτική Ελλάδα) των προσφύγων. Η παρούσα έκδοση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής είναι το δημογραφικό στιγμιότυπο αυτής της εξαιρετικά οδυνηρής και κρίσιμης για τον Ελληνισμό συγκυρίας», τονίζει.

Στα αρχεία της ΕΛΣΤΑΤ βρίσκεται η μοναδική έντυπη έκδοση της ειδικής Απογραφής του 1923. Σύμφωνα με τον Απόστολο Κασάπη, όσοι εργάστηκαν για την επανέκδοση έπρεπε να ξεπεράσουν και κάποιες δυσκολίες. «Η Απογραφή ήταν τυπωμένη σε ριζόχαρτο κι αυτό έκανε πολύ δύσκολη την επανεκτύπωσή της, η οποία έγινε με μεγάλη προσοχή».

Αξίζει να σημειωθεί πως η εν λόγω Απογραφή διενεργήθηκε αμέσως μετά την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου αλλά πριν απ’ την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, όπου προβλέφθηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμού, με εξαίρεση τους Ελληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ιμβρου και της Τενέδου, καθώς και των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης.

Αυτός είναι και ο λόγος που στην αναστατική έκδοση συμπεριλαμβάνεται και η μετέπειτα καταμέτρηση των προσφύγων, η οποία εντάχθηκε στην Απογραφή Πληθυσμού που διενεργήθηκε στις 15 και 16 Μαΐου του 1928. Με αυτή, άλλωστε, δίνονται, όπως προσθέτει ο Απόστολος Κασάπης, πληρέστερα στοιχεία για τον αριθμό, την ένταξη και την εγκατάσταση των προσφύγων.

Ετσι, το σύνολο των προσφύγων που απογράφηκαν το 1928 ήταν 1.069.957 και αποτελούσαν το 17,2% του πληθυσμού της χώρας. Οι περισσότεροι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Μακεδονίας (538.595) και στη Στερεά Ελλάδα και Εύβοια (283.710). Συγκεκριμένα, δε, για τη Μακεδονία, βάσει των στοιχείων εκείνης της Απογραφής, το 38,1% των κατοίκων της ήταν πρόσφυγες ενώ ακολουθούσε η Δυτική Θράκη, όπου το 31,8% των κατοίκων είχαν προσφυγικό προφίλ. Ταυτόχρονα, στην Απογραφή του 1928, ήταν δυνατός ο εντοπισμός των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα πριν απ’ τη Μικρασιατική Καταστροφή, καθώς και οι περιοχές προέλευσής τους.

Έντυπη έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»