Τα Δυτικά ΜΜΕ έσπευσαν να χαρακτηρίσουν τις ανακοινώσεις του Ρωσικού Υπουργείου Άμυνας που αποτιμούσαν την κατάσταση ύστερα από έναν μήνα επιχειρήσεων ως μια ένδειξη αλλαγής στοχοθεσίας από τη ρωσική πλευρά, με μεγαλύτερη έμφαση στην κατοχύρωση των όποιων κερδών στα ανατολικά και εγκατάλειψη του στόχου για κατάληψη του Κιέβου, στοιχείο που ενισχύθηκε από τις πληροφορίες από ουκρανικές πηγές οι ρωσικές δυνάμεις υποχωρούν από ορισμένες από τις θέσεις τους γύρω από την ουκρανική πρωτεύουσα.

Όμως, μια πιο προσεκτική ματιά στις αρχικές διακηρύξεις της Ρωσίας σε σχέση με την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», δείχνει ότι η πραγματικότητα είναι κάπως πιο σύνθετη. Στο διάγγελμά του στις 24 Φεβρουαρίου ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχε θέσει ως στόχους της επιχείρησης την προστασία των πληθυσμών του Ντονμπάς, που κατά την ρωσική κυβέρνηση υφίσταντο «γενοκτονία», την «αποναζιστικοποίηση» και «αποστρατιωτικοποίηση» της Ουκρανίας και την παραπομπή στη δικαιοσύνη όσων έκαναν εγκλήματα ενάντια σε αμάχους, την ώρα που επέμεναν ότι στόχος δεν ήταν η κατάληψη ολόκληρης της Ουκρανίας.

Οι τρέχουσες ανακοινώσεις της ρωσικής πλευράς παραπέμπουν σε μια επιχείρηση που αναλογεί σε αυτές τις διακηρύξεις. Καταρχάς η Ρωσία υποστηρίζει ότι για βοηθήσει τις «λαϊκές δημοκρατίες» δεν αρκούσε να μεταφέρει δυνάμεις από το έδαφός της στο έδαφός τους και μέχρι τη «γραμμή επαφής» γιατί αυτό θα τις καθιστούσε διαρκώς ευάλωτες στις Ουκρανικές δυνάμεις που ήταν συγκεντρωμένες εκεί, που ήταν ο κύριος όγκος τω ουκρανικής ενόπλων δυνάμεων, οι πιο εμπειροπόλεμες και αυτές με τη μεγαλύτερη παρουσία εθνικιστικών / ακροδεξιών.

Η Ρωσία υποστηρίζει ότι κατά συνέπεια έπρεπε να χτυπήσει αυτόν τον όγκο ουκρανικών δυνάμεων από όλες τις πλευρές για τον εξουδετερώσει, μια που αυτό είναι βασική πλευρά της «αποναζιστικοποίησης». Αυτή η σύγκρουση εκ των πραγμάτων δεν θα ήταν εύκολη, μια που περιλάμβανε την αντιπαράθεση με δυνάμεις που ήταν εμπειροπόλεμες (μια που συμμετέχουν στη σύγκρουση ήδη από το 2014) και βέβαια αφορούσε την κατάκτηση περιοχών κωμόπολη την κωμόπολη. Αυτή ειδικά η σύγκρουση δύσκολα θα μπορούσε να είναι γρήγορη.

Αποστρατικοποίηση

Η δεύτερη διάσταση αφορούσε την «αποστρατικοποίηση» και εκεί φαίνεται ότι οι ρωσικές δυνάμεις έχουν επιδοθεί σε μια συστηματική καταστροφή ουκρανικών στρατιωτικών υποδομών που αντικειμενικά βάζουν όρια στην αμυντική και πολεμική ικανότητα της χώρας και στο μέλλον.

Το ερώτημα είναι εάν η Μόσχα είχε στόχο και να καταλάβει το Κίεβο ή εάν η πολιορκία εκεί ήταν εξαρχής ένα μέσο πολιτικοποίησης. Οι αρχικές ρωσικές εξαγγελίες δεν παρέπεμπαν σε πλήρη κατάληψη της χώρας, όμως η «αποναζιστικοποίηση» παρέπεμπε και σε ελπίδα ταχείας κατάρρευσης της κεντρικής ουκρανικής κυβέρνησης και άρα μια «αλλαγή καθεστώτος». Αυτό δεν κατέστη δυνατόν, όπως δεν υπήρξε μια ταχεία κατάρρευση της ουκρανικής κυβέρνησης, παρότι υπήρξε – και αυτό έχει τη σημασία του – μια σχετικά γρήγορη έναρξη διαπραγματεύσεων. Βέβαια, η διαπραγμάτευση εξαρχής επικαθορίστηκε και από το γεγονός ότι δεν υπήρξε κάποια ιδιαίτερη δυτική πίεση να υπάρξει διπλωματική λύση, εφόσον ο τόνος απλώς να αποσυρθούν άμεσα οι ρωσικές δυνάμεις.

Ο επικοινωνιακός πόλεμος και ο συσχετισμός δύναμης

Την ίδια ώρα είναι σαφές ότι έχουμε και έναν πραγματικό επικοινωνιακό πόλεμο με την ουκρανική πλευρά να καθορίζει σημαντικό μέρος των πληροφοριών που περνούν σε διεθνή ΜΜΕ και τη ρωσική πλευρά να προσπαθεί μέσα από «επίσημα ανακοινωθέντα» και βίντεο στο telegram να προσπαθεί να αρθρώσει τη δική της εικόνα για την «πρόοδο» των επιχειρήσεων.

Την ίδια ώρα ουκρανικές πηγές και δυτικά ΜΜΕ διαρρέουν πληροφορίες για αριθμούς θυμάτων στις ρωσικές δυνάμεις που θα ισοδυναμούσαν με μια πανωλεθρία που θα ήταν ορατή και στο πεδίο, την ώρα που η Ρωσία απλώς επιμένει στην ανακοίνωση χαμηλού αριθμού θυμάτων. Όλα αυτά καθιστούν αρκετά δύσκολη την όποια αντικειμενική εκτίμηση.

Εάν θα αποτολμούσαμε μια εκτίμηση θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι ρωσικές δυνάμεις έχουν πετύχει ένα σημαντικό μέρος των στόχων τους ως προς το Ντομπάς, όμως αυτό απαιτεί και την πλήρη κατάληψη της Μαριούπολης, στην οποία προχωρούν αλλά με όλη τη δυσκολίες που έχει η κατάληψη κατοικημένης περιοχής με ισχυρή παρουσία ενόπλων. Αυτό σημαίνει ότι σε έναν όχι και τόσο μακρινό ορίζοντα, οι ρωσικές δυνάμεις θα μπορούν να πουν ότι κατάφεραν να εξασφαλίσουν την κυριαρχία των λαϊκών δημοκρατιών στο Ντονμπάς και μάλιστα πέραν των ορίων της σημερινής «γραμμής επαφής». Οι ρωσικές δυνάμεις έχουν πετύχει αρκετούς στόχους ώστε την «επόμενη μέρα» η Ουκρανία να έχει πιο περιορισμένες αμυντικές δυνατότητες. Την ίδια ώρα προφανώς και όσο συνεχίζονται οι επιχειρήσεις θα είναι ευάλωτες σε επιθέσεις σε βάρος τους, ιδίως εκεί που κυρίως πολιορκούν με όρους πολιτικής πίεσης, επιθέσεις δεν θα οδηγούν σε ανατροπή του συσχετισμού, όμως θα έχουν κόστος σε ζωές και εξοπλισμό

Ούτε έχουν πετύχει οι ρωσικές δυνάμεις εκείνη τη σαφή πολιτική δέσμευση για το εάν η  Ουκρανία θα αλλάξει ριζικά πολιτική την επόμενη μέρα, ως προς τον διεθνή προσανατολισμό.

Ο πρωταρχικός στόχος

Αυτό θα μπορούσε να διαμόρφωνε μια συνθήκη όπου η Ρωσία θα θεωρούσε πετυχημένη την επιχείρηση στην Ουκρανία, εάν σταθεροποιούσε την εδαφική επέκταση και «κυριαρχία» των «λαϊκών δημοκρατιών», κάτι που υποτίθεται ότι ήταν ο πρωταρχικός σκοπός της ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης, και εάν εξασφάλιζε ότι η Ουκρανία θα παραμείνει «ουδέτερη» και δεν θα αποτελούσε πλέον «απειλή» για τη Ρωσία.

Αυτό βέβαια στην πράξη θα μπορούσε απλώς να σημαίνει μια συμφωνία για την κατάπαυση του πυρός, τη διαμόρφωση μιας νέας «γραμμής επαφής», που θα την εγγυώντο ισχυρές ρωσικές δυνάμεις και στην πράξη μια εδαφική διαίρεση στο ουκρανικό έδαφος. Το ερώτημα είναι εάν και σε ποιο βαθμό η κατάπαυση του πυρός και η ολοκλήρωση των επιχειρήσεων θα οδηγούσε και σε άρση των κυρώσεων ή μέρους των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας, ή εάν αυτές θα παραμείνουν εν ισχύ στο σύνολό τους. Και βεβαίως το ερώτημα είναι τι θα σήμαινε η ύπαρξη μιας τέτοιας «πράσινης γραμμής» στην Ευρώπη (μια που σε πρώτη τουλάχιστον φάση δύσκολα θα αναγνωριστεί ως «σύνορο»), που παραπέμπει στη διαίρεση της Κύπρου ή της Κορέας, με το «Ουκρανικό» να γίνεται πλέον το σημείο συμπύκνωσης των προβλημάτων μιας Ευρώπης βαθιά βυθισμένης στον Νέο Ψυχρό Πόλεμο.

Η ασάφεια και από τη μεριά της Δύσης

Όμως, υπάρχει μια σχετική ασάφεια και από τη μεριά της Δύσης ως προς το πώς θέλει να υπάρξει μια έστω και συγκυριακή διέξοδος από τη σημερινή πολεμική ένταση. Και αυτό γιατί είναι προφανές ότι η γενική ρητορική περί της ανάγκης απλώς να επιστρέψουμε στο πώς ήταν τα πράγματα στις 23 Φεβρουαρίου, είναι ακριβώς μια ρητορική και όχι μια στρατηγική.

Η αποστροφή του Τζο Μπάιντεν, που στη συνέχεια έτυχε επανειλημμένων ανασκευών, για την ανάγκη ανατροπής του Πούτιν, δεν ήταν τυχαία. Αντανακλούσε μια ορισμένη κατάσταση πνευμάτων σε ορισμένες δυτικές πρωτεύουσες που θα ήθελαν η Ρωσία να έχει το μέγιστο κόστος, όχι μόνο στο πεδίο των ένοπλων συγκρούσεων αλλά και σε αυτό της οικονομίας και της πολιτικής, έτσι ώστε να επέλθει τελικά μια «αλλαγή καθεστώτος» στη Ρωσία. Αφήνοντας κατά μέρος το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή στη Ρωσία δεν φαίνεται να υπάρχει τόσο μεγάλη απονομιμοποίηση του Πούτιν, αυτό που παραβλέπει μια τέτοια στοχοθεσία είναι ότι ενίοτε το αποτέλεσμα τέτοιων δυναμικών μπορεί να είναι η ενίσχυση ακόμη πιο εθνικιστικών φωνών.

Οι χώρες που πιέζουν για πιο ακόμη πιο σκληρές κυρώσεις

Στην Ευρώπη η πιο επιθετική τοποθέτηση είναι αυτή της Πολωνίας, που άλλωστε διεκδικεί να κατοχυρωθεί ως ο πιο πιστός σύμμαχος των ΗΠΑ στην Ευρώπη, ως η χώρα που θα συμβάλει στην ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία εφόσον θέλει να γίνει κόμβος υποδοχής υγροποιημένου φυσικού αερίου και ως η ηγέτιδα δύναμη των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (με έναν τρόπο βέβαια που παραπέμπει σε ιστορικά οράματα του πολωνικού εθνικισμού).

Ενδεικτική ήταν έτσι η τοποθέτηση του Πολωνού πρωθυπουργού Ματέους Μοραβιέτσκι που σε άρθρο του στο Politico έκανε μια πρόταση 10 σημείων που ισοδυναμεί με ακόμη μεγαλύτερη κλιμάκωση της σύγκρουσης με τη Ρωσία. Ο Πολωνός πρωθυπουργός πρότεινε ανάμεσα να αποκοπούν όλες ανεξαιρέτως οι ρωσικές τράπεζες από το SWIFT, να προσφέρεται άσυλο στους Ρώσους στρατιώτες που αυτομολούν αλλά και να σταματήσει κάθε βίζα σε Ρώσους πολίτες, να απαγορευτεί κάθε εξαγωγή τεχνολογίας με πιθανή πολεμική χρήση στη Ρωσία, να απαγορευτεί ο ελλιμενισμός κάθε ρωσικού πλοίου σε ρωσικά λιμάνια αλλά και να διακοπεί κάθε οδική συγκοινωνία ανάμεσα στη Ρωσία και την ΕΕ, να απαγορευτούν κάθε «ρωσική προπαγάνδα» στην Ευρώπη, να αποβληθεί η Ρωσία από όλους τους διεθνείς οργανισμούς. Και βέβαια σε αυτή τη βάση πρότεινε και να σταλούν στρατεύματα του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία ως «ειρηνευτική αποστολή».

Η αναζήτηση κάποιου συμβιβασμού

Σε αυτό το φόντο έχει ενδιαφέρον ότι ο Ουκρανός πρόεδρος Ζελένσκι ότι είναι έτοιμος να συζητήσει το ερώτημα της ουδετερότητας της Ουκρανίας, σε συνδυασμό με «εγγυήσεις ασφάλειας» παράλληλα με κάποιου τύπου «συμβιβασμό» για το Ντονμπάς. Παρότι οι δηλώσεις αυτές με έναν τρόπο έχουν ξαναγίνει, έχει μια σημασία ότι επαναλήφθηκαν ενόψει της του νέου γύρου διαπραγματεύσεων ανάμεσα σε Ρωσία και Ουκρανία.