Το όνομά της είναι Τζάνις Ραφαηλίδου και, ως Janis Rafa, είναι η μόνη Ελληνίδα που συμμετέχει στην κεντρική και ιδιαίτερα φιλόδοξη έκθεση που επιμελείται η καλλιτεχνική διευθύντρια της 59ης Μπιενάλε Βενετίας, Τσετσίλια Αλεμάνι, με θητεία μεταξύ άλλων ως επικεφαλής επιμελήτρια του προγράμματος τέχνης του High Line στη Νέα Υόρκη. Ο τίτλος της είναι «The Μilk of Dreams» (Το γάλα των ονείρων), είναι βασισμένη σε ένα παιδικό βιβλίο της ζωγράφου του σουρεαλισμού Λεονόρα Κάρινγκτον και παρουσιάζει, αναδεικνύει και συστήνει το έργο περισσότερων από 213 καλλιτεχνών από 58 χώρες, στη συντριπτική τους πλειονότητα γυναικών, που έζησαν τον προηγούμενο αιώνα ή εξακολουθούν να πορεύονται σε αυτόν που διανύουμε.

 

Πώς προέκυψε η πρόσκληση από την Τσετσίλια Αλεµάνι;

«Με την Τσετσίλια Αλεμάνι γνωριστήκαμε κατά την περίοδο της έρευνάς της για την Μπιενάλε. Η συνάντησή μας έγινε διαδικτυακά, μια και ήταν στο ξεκίνημα της πανδημίας. Η πρόσκληση επιβεβαιώθηκε μέσα στο 2021 και από τότε δουλεύουμε τη συμμετοχή μου σε στενή επαφή με την ομάδα της Μπιενάλε αλλά και σε προσωπική συνεργασία με τον επιμελητή Λεονάρντο Μπιγκάτζι».

Τι ακριβώς θα δείξετε στην έκθεση «The Milk of Dreams» που επιµελείται η Αλεµάνι;

«Το έργο μου θα είναι στoν εκθεσιακό χώρο του Arsenale και πρόκειται για ένα φιλμ σε μορφή βιντεοεγκατάστασης. Δυστυχώς, δεν μας επιτρέπεται να αποκαλύψουμε τα έργα με τα οποία συμμετέχουμε. Το έργο αυτό το έχω ερευνήσει κατά την περίοδο των περασμένων δύο χρόνων και ίσως είναι αρκετά επηρεασμένο από την καραντίνα, την εσωτερικότητα και τον εγκλεισμό. Το έχουμε δουλέψει μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας Θοδωρή Μιχόπουλο, με τον οποίο έχουμε συνεργαστεί σε όλες τις προηγούμενες δουλειές μου».

Ποια ήταν η επαφή σας µε το έργο της Λεονόρα Κάρινγκτον και πώς έχετε χρησιµοποιήσει στο έργο σας αυτό το σηµείο αναφοράς;

«Η αλήθεια είναι πως το έργο της Κάρινγκτον το γνώρισα μέσω της έρευνας της Αλεμάνι. Η σχέση του δικού μου έργου με αυτό της Κάριγκτον δεν είναι άμεση, αλλά θα έλεγα εμφανής, μια και το σώμα, ανθρώπινο και μη, το ζώο, νεκρό ή ζωντανό, απεικονίζεται ως προέκταση της ύπαρξής μας, των διαστρεβλωμένων ενστίκτων μας και της βίας που ασκούμε στα βάθη των χρόνων τόσο στον άνθρωπο όσο και στη φύση.

Στο επίκεντρο βρίσκονται οι έννοιες της βίας, κυρίαρχων δομών εξουσίας, ελέγχου, αρσενικής επιβολής αλλά και η αναθεώρηση του γυναικείου σώματος ως το υποκείμενο μέσω του οποίου καλούμαστε να αντιληφθούμε έναν κόσμο σε κρίση. Εναν κόσμο σε μετάλλαξη, σχεδόν μετα-αποκαλυπτικό, γεμάτο υβρίδια και ενώσεις ανθρωπο-ζώων».

Γιατί έχουν τόσο κυρίαρχη θέση στο έργο σας τα ζώα;

«Φαίνεται πως το ζώο, ζωντανό ή νεκρό, είναι ένα αναπόσπαστο στοιχείο σε όλα μου τα έργα της τελευταίας δεκαετίας. Είναι στο επίκεντρο, τόσο η μορφή του, η ενστικτώδης συμπεριφορά του, όσο και η σιωπή του. Είναι πράγματι η κινητήρια δύναμη σε κάθε έργο μου ως τώρα, για να μπορέσω να χτίσω μια προσωπική αφήγηση και έναν δικό μου οπτικό κόσμο, γιατί μάλλον αυτό ξέρω καλύτερα: τη ζωή μαζί και μέσα από τα ζώα. Ετσι μεγάλωσα, κοντά τους και με απόλυτη αφοσίωση σε αυτά.

Δεν βρίσκω νόημα ή λόγο να μιλήσω για έναν κόσμο που ξεχνάει να συμπεριλάβει το ζώο ως ένα από τα πιο βασικά στοιχεία της ύπαρξής μας. Ο τρόπος με τον οποίο συνυπάρχουμε βασίζεται σε μια τεράστια παρεξήγηση. Κάθε βία προς τον άνθρωπο έχει ασκηθεί και δοκιμαστεί πρώτα στον μη-άνθρωπο, στο ζώο, σε αυτό που είναι ανόμοιό μας (σε μέγεθος, μορφή και λόγο). Αυτό αναπαράγεται στο πέρασμα των χρόνων και είναι εμφανές στην Ιστορία της Τέχνης και του Κινηματογράφου».

Δουλεύετε µε την κινούµενη εικόνα, πρόσφατα κάνατε την πρώτη µεγάλου µήκους ταινία σας, το «Kala Azar». Ποιες είναι οι διαφορές στην προσέγγιση της εικαστικής δουλειάς σε σχέση µε την κινηµατογραφική;

«Το «Kala Azar» με έναν τρόπο είναι μια πιο ογκώδης προέκταση των εικαστικών μου έργων με διαφορετική φόρμα και σκοπό. Είναι μια ταινία μυθοπλασίας αλλά με ελευθερία στην αφήγηση. Σχεδιάστηκε μέσα σε ένα κινηματογραφικό πλαίσιο (με παραγωγό εταιρεία την ολλανδική SNG Film σε συμπαραγωγή με την ελληνική εταιρεία παραγωγής Heretic Films) ώστε να υπάρξει σε φεστιβάλ και σινεμά και όχι στον χώρο της τέχνης. Η δομή της και η προετοιμασία της ήταν τελείως διαφορετική από τα βίντεο έργα που συνήθως δουλεύω, τα οποία είναι πιο ελεύθερα σε φόρμα, χωρίς σενάρια, διαλόγους ή βασικούς χαρακτήρες.

Στο «Kala Azar» υπήρχε σενάριο και ομαδική προετοιμασία. Μία από τις βασικές διαφορές ήταν η συνεργασία μου με ηθοποιούς για πρώτη φορά, και ιδιαίτερα με τους πρωταγωνιστές της ταινίας, την Πηνελόπη Τσιλίκα και τον Δημήτρη Λάλο. Επίσης, η κινηματογράφηση με τον Μιχόπουλο είχε τελείως διαφορετική προσέγγιση από αυτήν που ακολουθούμε στα βίντεο. Βασιζόταν στα κοντινά, τα ανεξήγητα, τις υφές, στο αναπάντεχο των γυρισμάτων, το τυχαίο του καιρού και τις αμηχανίες μεταξύ ηθοποιών, χώρων και ζώων. Θέλαμε το λάθος. Ηταν ένα δύσκολο εγχείρημα στο οποίο δεν προσπαθήσαμε να μιμηθούμε κάποιο στυλ αλλά προσπαθήσαμε να ανακαλύψουμε μια προσωπική κινηματογραφική γλώσσα».

Πώς είναι να ζείτε ανάµεσα στην Ελλάδα και την Ολλανδία (και γιατί έχετε επιλέξει τη συγκεκριµένη χώρα); Τι σας προσφέρει καθεµία από αυτές;

«Σπούδασα και έζησα στην Αγγλία για 10 χρόνια, από τα δεκαοκτώ μου. Πάντα σε όλη αυτή τη διαδρομή έως σήμερα η υποστήριξη που είχα από την ελληνική σκηνή – την εικαστική και την κινηματογραφική – ήταν ελάχιστη και ιδιαίτερα πρόσφατη (π.χ. Από την Artworks και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου).

Στην Ολλανδία πήγα ως residency artist στη Rijksakademie την περίοδο 2013-14, ένα από τα πιο σημαντικά καλλιτεχνικά residencies. Μου προσέφερε υπέροχα εφόδια και προβολή ώστε να μπορέσω να προχωρήσω τη δουλειά μου και να ζήσω από αυτήν. Ειλικρινά, η ολλανδική συνεισφορά έχει υπάρξει ανεκτίμητη τα τελευταία επτά χρόνια στην καριέρα μου, νομίζω πως χωρίς αυτή δεν θα τα είχα καταφέρει, για παράδειγμα, η συνεχής υποστήριξη από το Mondriaan Fonds (Ιδρυμα Υποστήριξης Καλλιτεχνών), το Netherlands Film Fund (Ολλανδικό Κέντρο Κινηματογράφου) αλλά και άλλους τοπικούς θεσμούς και μουσεία όπως τα Stedelijk, EYE, Centraal Museum Utrecht.

Από το 2019 ζω στην Αθήνα αλλά εργάζομαι μεταξύ των δύο πόλεων, Αμστερνταμ και Αθήνας, κάτι το οποίο με βοηθάει ιδιαίτερα στην έμπνευση και υλοποίηση των γλυπτών αλλά και των γυρισμάτων που κάνουμε, μια και γίνονταν στην Ελλάδα έως τώρα. Αξίζει να αναφέρω πως στον ελληνικό χώρο είχα για πρώτη φορά μια δημιουργική συνεργασία με ανάθεση νέου έργου, μόλις το 2021, με την επιμελήτρια Δάφνη Βιτάλη και το Ινστιτούτο Γκαίτε».

ΙΝFO

«The Milk of Dreams»: 59η Μπιενάλε Βενετίας, από 23 Απριλίου έως 27 Νοεμβρίου.