Δεν υπάρχει ασφαλής εκτίμηση για το πώς θα τελειώσει η κρίση στην Ουκρανία. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές επικρατεί σύγχυση. Κάποιες μονάδες των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων φαίνεται να έχουν αποχωρήσει με κατεύθυνση την ρωσική ενδοχώρα στέλνοντας ένα μήνυμα μετριοπάθειας. Δεν έχει υπάρξει ανεξάρτητη επιβεβαίωση. Πέρα από τη μικρή ανακούφιση που προκάλεσε αυτή η κίνηση, δεν υπάρχει κάτι άλλο που να παραπέμπει σε πρόοδο για μια βιώσιμη αποκλιμάκωση. Αν δεν υπάρξει μια διπλωματική διέξοδος που να παραπέμπει σε συμφωνία το επόμενο διάστημα, η ένταση θα επιστρέψει.

Οι θέσεις και επιδιώξεις των δύο πλευρών μοιάζουν να κινούνται σε ασύμπτωτες τροχιές. Ιδιαίτερα αυτές της Μόσχας είναι τόσο μαξιμαλιστικές που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν προσχηματικές. Η απαίτηση της Μόσχας για οριστική εγκατάλειψη μιας έστω και ισχνής μελλοντικής προοπτικής ένταξης στους ευρωατλαντικούς θεσμούς και του ενταφιασμού του δυτικού φιλελεύθερου προσανατολισμού της, παραπέμπει σε «φινλανδοποίηση» της Ουκρανίας, δηλαδή σε χώρα περιορισμένης κυριαρχίας. Και αν για μία ακόμη φορά η γεωπολιτική κυνικότητα εξουδετερώσει τις δημοκρατικές προτιμήσεις μιας κυρίαρχης χώρας, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτές οι διευθετήσεις παράγουν ειρήνη και σταθερότητα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η άλλη απαίτηση της Ρωσίας για τη μη παρουσία συμμαχικών δυνάμεων σε κράτη-μέλη της θα ισοδυναμούσε με απονεύρωση και τελικά θα οδηγούσε σε στρατηγική αναπηρία το ΝΑΤΟ. Αντιλαμβάνεται ο καθένας και η καθεμιά ότι η λειτουργία μιας αμυντικής συμμαχίας δεν μπορεί να τελεί υπό την αίρεση τρίτων και ιδιαίτερα, σε αυτή την περίπτωση, των ιστορικών ανταγωνιστών της.

Το Κρεμλίνο θεωρεί ότι στην Ουκρανία έχει κάποια σημαντικά πλεονεκτήματα σε όλα τα επίπεδα – τακτικό, επιχειρησιακό και στρατηγικό – στη διελκυστίνδα με τη Δύση. Και αυτό είναι μια ρεαλιστική αποτίμηση της κατάστασης. Κατ’ αρχήν, ο πρόεδρος Πούτιν είναι ένας προσεκτικός και ορθολογικός παίκτης. Παίρνει ρίσκα αλλά αυτά είναι καλά υπολογισμένα. Μέχρι τώρα, σχεδόν όλες οι μεταψυχροπολεμικές στρατιωτικές επιχειρήσεις της Ρωσίας έρχονται ως αντίδραση σε γεγονότα και η χρήση βίας είναι αναλογική (με την εξαίρεση των μαζικών βομβαρδισμών στην Τσετσενία). Στην Ουκρανία, η Μόσχα θέλει μία συμφωνία που να κατοχυρώνει την αυτονομία σε Λούχανσκ και Ντόνετσκ και θέλει αυτή η συμφωνία να είναι το αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης μεταξύ Ουκρανίας και αυτονομιστών. Στην ουσία διεκδικεί τη νομιμοποίηση του καθεστώτος στο Ντονμπάς και τον έλεγχο του Κιέβου μέσω της συμμετοχής των αυτονομημένων επαρχιών στην ουκρανική πολιτική διαδικασία. Προσπαθεί μέσω κυρίως της Γερμανίας να πείσει το Κίεβο να αποδεχθεί τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την απόσχιση. Απειλεί με την αναγνώριση της ανεξαρτησίας τους (αυτό προβλέπει το πρόσφατο ψήφισμα της ρωσικής Δούμα) αλλά δεν είναι το ιδανικό σενάριο για τη Μόσχα, καθώς θα σήμαινε το τέλος κάθε διαπραγμάτευσης για την εφαρμογή των Συμφωνιών του Μινσκ. Ο «πολεμικός εκφοβισμός» (war scare) είναι το βασικό στρατήγημα και είναι αποτελεσματικό γιατί όλοι στη Δύση ξέρουν ότι η απειλή μιας επέμβασης είναι πραγματική.

Βεβαίως, ο καμβάς δεν χρωματίζεται μόνο από τη Μόσχα. Η Ουάσιγκτον στη ρωσική κλιμάκωση ξεδίπλωσε μια συνεκτική αντίδραση με έξι διαστάσεις. Πρώτον, ο πρόεδρος Μπάιντεν απέκλεισε από την πρώτη στιγμή τη στρατιωτική της εμπλοκή στο ουκρανικό έδαφος, αφαιρώντας από την εξίσωση έναν σημαντικό παράγοντα κλιμάκωσης. Δεύτερον, αύξησε τον όγκο και τον ρυθμό αποστολής στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας ενώ όλο το προηγούμενο διάστημα βοήθησε στην αναβάθμιση της εκπαίδευσης και της μαχητικής ικανότητας των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων. Τρίτον, έθεσε σε κατάσταση αυξημένης ετοιμότητας μονάδες των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων. Τέταρτον, απείλησε τη Ρωσία με πολύ σκληρές κυρώσεις σε περίπτωση εισβολής. Πέμπτον, προανήγγειλε το πάγωμα του Nord Stream II που αν τελικά συμβεί θα είναι μείζον πλήγμα για τη Ρωσία και την ενεργειακή της στρατηγική. Τέλος, διαμήνυσε ότι οι ΗΠΑ είναι έτοιμες να διαπραγματευτούν μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης για τα ζητήματα ασφάλειας στην Ανατολική Ευρώπη αλλά και για τον έλεγχο των πυρηνικών εξοπλισμών.

Είναι σαφές ότι ο επισπεύδων είναι η Μόσχα. Μπορεί να έχει προσαρτήσει την Κριμαία και να έχει ακυρώσει την ουκρανική κυριαρχία στα ανατολικά, αλλά είναι ακριβώς αυτές οι κινήσεις που σταθερά απομακρύνουν την Ουκρανία από τη Ρωσία. Τα εκατομμύρια των ρωσόφωνων στην Κριμαία και στο Ντονμπάς είναι εκτός της πολιτικής διαδικασίας και τελικά εκτός της ουκρανικής δημόσιας σφαίρας.  Αυτή τη στιγμή το ρωσικό στοιχείο στην ουκρανική Βουλή έχει συρρικνωθεί σε κάτω από το 15%, από το 30% που ήταν πριν το 2014. Πλέον το ουκρανικό πολιτικό σώμα είναι περισσότερο από ποτέ εθνικιστικό, αντιρωσικό και φιλοδυτικό.

Την ίδια στιγμή, η ρωσική απειλή αντί να αναδείξει τα προβλήματα συνοχής όπως θα ήλπιζε η Μόσχα, είχε ως αποτέλεσμα τη συσπείρωση της Δύσης και του ΝΑΤΟ. Η Δανία έστειλε μία φρεγάτα στη Βαλτική Θάλασσα, ολλανδικά μαχητικά προσγειώθηκαν στη Βουλγαρία. Η Γαλλία προσφέρθηκε να στείλει μονάδες στη Ρουμανία υπό νατοϊκή διοίκηση, η Ισπανία έθεσε μονάδες του στόλου της στη διάθεση της Συμμαχίας. Το πιο εντυπωσιακό είναι η συζήτηση που ξεκίνησε στη Φινλανδία και στη Σουηδία για το καθεστώς ουδετερότητας των δύο χωρών. Η ευρωατλαντική αρχιτεκτονική ασφάλειας που η Μόσχα θα ήθελε να επαναδιαπραγματευτεί ανακαλύπτει τις αντοχές της. Το πρόβλημα είναι ότι όσο δεν διαμορφώνεται μια γεωπολιτική συναίνεση ο μετα-σοβιετικός χώρος θα παραμένει τοπίο στην ομίχλη.

 

Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και διευθυντής του ΙΔΙΣ.