Καθώς σε ορισμένες χώρες έχει ήδη ξεκινήσει – και μάλιστα δυναμικά – ο χειμώνας, η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) εισέρχεται σε μία περίοδο γεμάτη αβεβαιότητα. Ο τελευταίος ενάμισης χρόνος κύλησε με την πανδημία και την αντιμετώπισή της (υγειονομική, οικονομική και κοινωνική) στην πρώτη γραμμή. Ακόμη και με σκαμπανεβάσματα, η ΕΕ κατάφερε να διέλθει τις δυσκολίες της προμήθειας εμβολίων και της επίτευξης συναίνεσης σε ένα δημοσιονομικό και αναπτυξιακό πακέτο – με έμφαση στην πράσινη και στην ψηφιακή οικονομία. Κάτω από την επιφάνεια όμως η εικόνα αυτή εμφανίζει ρωγμές.

Σε πολιτικό επίπεδο, η προσοχή στρέφεται κατ’ αρχήν σε Γερμανία και Γαλλία. Οι κάλπες στη μεγαλύτερη χώρα της ηπείρου έφεραν τους Σοσιαλδημοκράτες του SPD στην πρώτη θέση και πλέον αρχίζει η διελκυστίνδα της προσπάθειας σχηματισμού μιας κυβέρνησης με τους Πρασίνους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP). Η συνεργασία τους μοιάζει μονόδρομος, αλλά δεν προμηνύεται και εύκολη, κυρίως εξαιτίας των διαφορετικών αντιλήψεων των δύο μικρότερων εταίρων. Στη Γαλλία, ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν διεκδικεί την επανεκλογή του την προσεχή άνοιξη εν μέσω άσκησης της εκ περιτροπής προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ από τη χώρα του. Φέρεται ως το φαβορί, αλλά στην ευρύτερη Δεξιά (Κεντροδεξιά, λαϊκή Δεξιά και Ακροδεξιά) υπάρχει έντονη κινητικότητα και η εμφάνιση του Ερίκ Ζεμούρ (κατά πολλούς μιας γαλλικής εκδοχής του Τραμπ) διαταράσσει τις ισορροπίες.

Η δυτικοευρωπαϊκή Δεξιά μοιάζει επίσης σε υποχώρηση – σε επίπεδο κομμάτων, όχι απαραίτητα ιδεών. Στην Αυστρία, το σκάνδαλο των πληρωμένων δημοσκοπήσεων «συννέφιασε» το άστρο του Σεμπάστιαν Κουρτς, ενώ οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες διέρχονται τις ωδίνες της μετα-Μέρκελ εποχής. Ακόμη και στην Τσεχία, ο Αντρέι Μπάμπις ηττήθηκε στις πρόσφατες εκλογές. Αλλά η «πολιτική κινούμενη άμμος» εκτείνεται και στην Ιταλία, όπου τα πρόσφατα επεισόδια στα οποία πρωταγωνίστησε η ακροδεξιά νεοφασιστική Forza Nuova δεν μπορούν να υποτιμηθούν. Αλλωστε, το αντιεμβολιαστικό υπόστρωμα τροφοδοτεί μια αναζωπύρωση αυτών των κύκλων, όπως και τα πρόσφατα επεισόδια στη Σταυρούπολη της Θεσσαλονίκης έδειξαν. Την ίδια στιγμή, η ηγεσία της ΕΕ μοιάζει εγκλωβισμένη απέναντι στην άτεγκτη στάση της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, με τις δύο χώρες να αμφισβητούν ανοιχτά τις αξίες της Ενωσης και τη Βαρσοβία να κάνει πρόσφατα το βήμα της ευθείας αμφισβήτησης του κοινοτικού δικαίου.

Εκτός όλων αυτών όμως η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της θα βρεθούν σύντομα αντιμέτωπα και με κομβικά διλήμματα σε γεωπολιτικό επίπεδο. Η αντιπαράθεση Ηνωμένων Πολιτειών – Κίνας σε όλο το φάσμα των εκφάνσεων ισχύος μορφοποιείται σταδιακά αλλά ταχύτατα. Η ΕΕ μοιάζει να επιθυμεί να ισορροπήσει μεταξύ των δύο, αλλά δεν είναι σαφές με ποιον τρόπο θα το επιτύχει αυτό. Η Επιτροπή θα το ήθελε, δεν φαίνεται όμως ικανή. Το δε Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι εμφανώς και βαθύτατα διχασμένο και οι συναινέσεις μοιάζουν με βάρος ασήκωτο – ειδικότερα από τη στιγμή που η Ανγκελα Μέρκελ αποχωρεί. Σε αυτό το περιβάλλον, η ελπίδα για στρατηγική αυτονομία – εφόσον κάποια στιγμή οι «27» καταλήξουν στο τι ακριβώς σημαίνει – αλλά και για μια ειλικρινή αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης πρέπει να αντιμετωπίζεται με προσοχή και οι προσδοκίες να μην υψώνονται υπέρμετρα. Η Ενωμένη Ευρώπη θα πρέπει να επιλέξει τι θέλει, καθώς η διεθνής τάξη που διαμορφώθηκε μετά το 1945 και εντός της οποίας η ίδια άκμασε έχει πια παρέλθει.