Κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, το νησί λειτουργούσε ως ψυχιατρείο. Λέγεται δε, ότι κάποτε ένας ηλικιωμένος τρόφιμος προσπαθούσε επανειλημμένα να αδειάσει τη θάλασσα με ένα καλάθι, μια απέλπιδα προσπάθεια να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα σε αυτόν και τους κατοίκους της Σαλαμίνας που βρίσκονταν απέναντι. Μια σταλιά γης και όμως φιλοξένησε τόσες άγνωστες ιστορίες.  Η ερειπωμένη σήμερα νησίδα του Αγίου Γεωργίου βγαίνει για λίγο από τη λήθη χάρη στην έκθεση «both, as yet unwearied, will keep pretty well together» της Ερης Δημητριάδη σε επιμέλεια Γαληνής Λαζάνη.  

Η έκθεση-εικαστικό πρότζεκτ η οποία πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Πολιτιστικού Οργανισμού ΝΕΟΝ είναι διαρθρωμένη σε δυο μέρη. Από τη μία, το μικρό νησί που βλέπει κανείς όταν πηγαίνει προς τη Σαλαμίνα έχει φωταγωγηθεί ώστε να αναδεικνύονται τα εγκαταλελειμμένα κτίρια και να δημιουργείται η αίσθηση ότι ακόμα κατοικούνται. Τουλάχιστον αυτή η ψευδαίσθηση θα δημιουργείται σε όσους βρίσκονται πάνω στο φέριμποτ της γραμμής Πέραμα-Σαλαμίνα που θα εκτελεί το συνηθισμένο δρομολόγιο σε κυκλικές διαδρομές και θα είναι ειδικά ναυλωμένο για τις ανάγκες της έκθεσης (θα αναχωρεί κανονικά από το Πορθμείο Περάματος-Σαλαμίνας, περισσότερες πληροφορίες https://neon.org.gr/gr/exhibition/eri-dimitriadi-both-as-yet-unwearied-will-keep-pretty-well-together-2/). 

 Πάνω στο φέριμποτ θα λαμβάνει χώρο το άλλο σκέλος της έκθεσης που αποτελείται από  δυο ηχητικές και μια γλυπτική εγκατάσταση. Τα ηχητικά έργα είναι επί της ουσίας συνεντεύξεις με κατοίκους της Σαλαμίνας που αφηγούνται όσα θυμούνται από το νησί. Η γλυπτική εγκατάσταση είναι μια σειρά από καλάθια κατασκευασμένα από χώμα και γύψο, εμπνευσμένα από τη διήγηση των κατοίκων για εκείνο τον τρόφιμο με τη σισύφεια φιλοδοξίανα αδειάσει τη θάλασσα.  Είναι άλλωστε κομβικής σημασίας γιατί έπαιξε καθοριστικό ρόλο για τη δημιουργία του πρότζεκτ και της έκθεσης. 

Όπως θα πει στο ΒHmagazino η δημιουργός του Ερη Δημητριάδη:«Το ενδιαφέρον μου για την νησίδα του Αγ. Γεωργίου ξεκινάει από πολύ παλιά και αυτό είναι κάτι που διατυπώνεται και στο περιεχόμενο του έργου. Ειδικότερα, η παρουσία των χωμάτινων καλαθιών εν είδη εγκατάστασης αναφέρεται στο πρώτο πράγμα που μου εντυπώθηκε για το νησί καθώς όταν ήμουν παιδί και περνώντας με την μητέρα μου με το καραβάκι από Σαλαμίνα προς Πέραμα την ρώτησα τι είναι αυτά τα ερειπωμένα σπίτια. Τότε μου αφηγήθηκε την ιστορία εκείνου του ψυχικά πάσχοντος που γέμιζε ένα καλάθι με θαλασσινό νερό και το άδειαζε στην πλευρά της νησίδας. Έκτοτε, κάθε φορά που περνούσα παράπλευρα από τον Αγ. Γεώργιο με το πλοίο της γραμμής θυμόμουν αυτήν την ιστορία. Και εν τέλει άρχισα να την ψάχνω παίρνοντας συνεντεύξεις από τους κατοίκους της Σαλαμίνας. Έτσι ξεκίνησε το όλο έργο και μου φαινόταν ο φυσικός και συνεπώς ο μόνος τρόπος για να μπορεί να υπάρξει σαν εικαστικό έργο. Πάντα τα σπίτια ήταν σβηστά, πάντα συναντούσαμε το νησί στην διαδρομή μας με το πλοίο. Είχα δηλαδή ήδη δύο στοιχεία που δεν θα μπορούσαν να λείψουν από την συνολική παρουσίαση του έργου».  

Με αυτό το ιδιαίτερης ευαισθησίας πρότζεκτ η Δημητριάδη έχει μια πολύ «ταπεινή» φιλοδοξία και απευθύνεται στους κατοίκους της Σαλαμίνας και το κοινό τους παρελθόν με αυτή τη λωρίδα γης που βρισκόταν πάντα τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά ταυτόχρονα.  

«Ελπίζω μόνο, να τους έφερα πιο κοντά. Πρώτα απ’ όλα μεταξύ τους, με την σύγχρονη τέχνη αλλά και με ένα κομμάτι της προφορικής τους ιστορίας που χάνεται» θα πει στο BHmagazino.   

 Η ιστορία της νησίδας του Αγίου Γεωργίου είναι άκρως ενδιαφέρουσα και εν πολλοίς άγνωστη. Για παράδειγμα, υπήρξε λοιμοκαθαρτήριο για την αντιμετώπιση κρουσμάτων χολέρας από τα μέσα του 19ουαιώνα μέχρι το 1947, χρονιά όπου έγινε έδρα των Γερμανών κατακτητών. Για τα επόμενα είκοσι χρόνια χρησιμοποιήθηκε ως τόπος περιορισμού ψυχικά ασθενών και από το 1967 πέρασε στην κατοχή του Πολεμικού Ναυτικού. Εκτοτε παραμένει ερειπωμένη και απροσπέλαστη. Η θάλασσα έθετε πάντα ένα ξεκάθαρο όριο ανάμεσα στην έρημη νησίδα και το ζωντανό νησί απέναντι σε απόσταση αναπνοής, το οποίο όμως οι κάτοικοι και από τις δυο πλευρές είχαν προσπαθήσει επανειλημμένα να σπάσουν.  Αυτό θυμούνται τουλάχιστον οι κάτοικοι της Σαλαμίνας και το αφηγήθηκαν στη Δημητριάδη.  

«Η ιστορία που μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα την αφηγείται ο Λάμπρος Ασημακόπουλος. Μιλάει για έναν ψυχικά πάσχοντα που είχε ανατεθεί ο ρόλος του φύλακα της νησίδας, αλλά τον είχαν ‘αποσπάσει’ να φυλάει και μια σειρά ευκαλύπτων που είχαν φυτευτεί απέναντι στην Σαλαμίνα στις δύο πλευρές του δρόμου που ενώνει τα Αμπελάκια με το Καματερό. Αυτή η περιοχή εξαιτίας της παρακείμενης λίμνης Αλμυρή μάζευε πολλά κουνούπια και οι ευκάλυπτοι λόγω της έντονης μυρωδιάς θα τα απωθούσε. Εκείνος, λοιπόν, όπως αφηγείται ο Ασημακόπουλος, πηγαινοερχόταν με ένα κασκέτο και μια βέργα πάνω κάτω στην δεντροστοιχία προκειμένου να αποτρέψει το πρόβατα από το να φάνε τα νεαρά δέντρα. ‘Και πραγματικά έσωσε τους ευκαλύπτους’ τονίζει. Πολλά χρόνια αργότερα, αποφασίστηκε να κοπούν τα δέντρα και ο ίδιος ο Λάμπρος Ασημακόπουλος, λυκειάρχης τότε στα Αμπελάκια, δίνει παρόμοια μάχη με αυτήν του ψυχικά πάσχοντα για να σωθούν ξανά οι ευκάλυπτοι. Η αφήγησή του τελειώνει με την διαπίστωση αυτού του κοινού πράγματος που μοιράζονταν οι δύο. Αυτή η ιστορία, και η δική μου ανάγνωση αυτής απηχεί και τον τίτλο του έργου ‘both, as yet unwearied, will keep pretty well together’. Φράση παρμένη από τον γλωσσολόγο Edward Sapir, ο οποίος παρομοιάζει την σχέση της γλώσσας και του τόπου σαν δύο ταξιδιώτες που ξεκινούν μαζί μια διαδρομή. Όσο είναι ξεκούραστοι, περπατούν παράλληλα. Στην πορεία και ανάλογα με τις αντοχές του καθενός, οι διαδρομές τους αρχίζουν να αποκλίνουν. Σε αυτό το έργο οι δύο ταξιδιώτες είναι οι κάτοικοι της μιας και της άλλης ακτής. Αλλά έχουν κάποια στιγμή ξεκινήσει από το ίδιο σημείο»

 

  • «both, as yet unwearied, will keep pretty well together» της Ερης Δημητριάδη, στο Πορθμείο Περάματος-Σαλαμίνας, Λεωφ. Δημοκρατίας 1, Πέραμα 18863 ως τις 10/7/2021