Η μελλοντολογία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την οικονομία – ακόμα και οι κρατικοί προϋπολογισμοί δεν είναι τίποτε άλλο από την προβολή των κυβερνητικών οικονομικών προβλέψεων στο μέλλον.

Νομιμοποιείται, λοιπόν, κάποιος να διερωτηθεί με ποιον θα τα πάει καλύτερα η αμερικανική οικονομία; Με τον αποδεδειγμένα φίλο των επιχειρήσεων και της αγοράς πλην απρόβλεπτο και παρορμητικό Ντόναλντ Τραμπ;

Ή μήπως με μια προεδρία του μετριοπαθούς φιλελεύθερου και προβλέψιμου Τζο Μπάιντεν θα έκλειναν ταχύτερα οι οικονομικές πληγές που αφήνει η πανδημία;

Οι αναλυτές ανά παράταξη

Οικονομικά επιχειρήματα υπέρ του ενός ή του άλλου υποψηφίου που τον βολεύουν ιδεολογικοπολιτικά μπορεί να βρει άφθονα, αρκεί να ψάξει στις κατάλληλες πηγές. Αν ψάξει στους «New York Times», στο CNN ή στον βρετανικό «Guardian» θα βρει αναλύσεις του «αριστερού» Πολ Κρούγκμαν και του Νουριέλ Ρουμπινί που κατακεραυνώνουν την πολιτική Τραμπ και καταρρίπτουν τον «μύθο» ότι οι Ρεπουμπλικανοί διαχειρίζονται καλύτερα την οικονομία, θυμίζοντας ότι οι υφέσεις στις ΗΠΑ «σχεδόν πάντοτε» προέκυπταν με διακυβέρνηση Ρεπουμπλικανών.

Αν ψάξει κανείς στο Fox News, στους λονδρέζικους «Times» και σε άλλα συντηρητικά, ας πούμε, μέσα, θα βρει αναλύσεις του πρώην προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Νιουτ Τζίνγκριτς (μείζον αγκάθι για τη διακυβέρνηση Κλίντον, κάτι αντίστοιχο με ό,τι είναι η Πελόζι για τον Τραμπ) και του διάσημου «υπερδεξιού» συμβούλου του Τζορτζ Μπους Β’, Καρλ Ρόουβ, που εξαίρουν την πολιτική του Τραμπ, υποστηρίζουν ότι οι φόροι του Μπάιντεν θα γονατίσουν την οικονομία και τις επιχειρήσεις και θυμίζουν στους αναγνώστες την «όζουσα διαφθορά που είχε ζήσει η χώρα επί Κλίντον» – στον Ομπάμα προσάπτουν μόνο το δαπανηρό και «αποκλίνον» από την αμερικανική κουλτούρα σύστημα υγείας (Obamacare).

Φόροι, απασχόληση και διεθνές εμπόριο

Το οικονομικό στίγμα των υποψηφίων προέδρων συνοψίζεται σε ό,τι αφορά τους φόρους στη δέσμευση του Τραμπ να επεκτείνει τις φοροελαφρύνσεις προς όλους που υιοθέτησε το 2017 και στην πρό- θεση του Μπάιντεν να καταργήσει τις απαλλαγές σε όσους κερδίζουν πάνω από 400.000 δολ. ετησίως (το 75% των αυξήσεων φόρων που θα φέρει ο Δημοκρατικός υποψήφιος αφορά το 1% των πλουσιότερων Αμερικανών).

Αναφορικά με τις υποδομές αμφότεροι οι υποψήφιοι υπόσχονται να δαπανήσουν άνω του 1 τρισ. δολ. για να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας. Σύνθημα του Τραμπ είναι: «Αγόραζε αμερικανικά, προσλάμβανε Αμερικανούς».

Ο Μπάιντεν υπόσχεται αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου από τα 7,25 στα 15 δολάρια, ενώ εισάγει περιβαλλοντικά κριτήρια στις δημόσιες επενδύσεις.

Σε ό,τι αφορά το διεθνές εμπόριο ο Τραμπ θα συνεχίσει τον κάπως αντιφατικό προστατευτισμό, ο Μπάιντεν θα επιδιώξει τη στήριξη της Δύσης για να πιέσει το Πεκίνο.

Τέλος, για το φλέγον στις ΗΠΑ ζήτημα των φοιτητικών δανείων ο Τραμπ θέλει να καταργήσει τις επιδοτήσεις και να καθιερώσει ένα σύστημα αποπληρωμών με βάση τα εισοδήματα των νέων εργαζομένων.

Ο Μπάιντεν προτείνει ακόμη και διαγραφές χρεών για τους φτωχότερους σπουδαστές.

Η διαφορά φιλοσοφίας και η πανδημία

Εν κατακλείδι, αν ο επόμενος πρόεδρος κριθεί από το πώς θα αντιμετωπίσει την κρίση των 22 εκατ. ανθρώπων που έχασαν τη δουλειά τους στις ΗΠΑ εξαιτίας της πανδημίας και των πολύ περισσότερων νεόπτωχων, ο Μπάιντεν και οι Δημοκρατικοί μοιάζουν να ενστερνίζονται περισσότερο τη γνωστή ρήση του Πρωταγόρα «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος».

Ο Τραμπ και οι Ρεπουμπλικανοί δικαίως πιστώνονται τα αλλεπάλληλα ρεκόρ της Wall Street, αλλά δύσκολα δικαιολογούν τον τραγικό απολογισμό της «οικονομοκεντρικής» αντιμετώπισης της πανδημίας. Διότι με το 4% του παγκόσμιου πληθυσμού οι ΗΠΑ συγκεντρώνουν το 20% των θανάτων. Και δεν μιλάμε για μια χώρα του Τρίτου Κόσμου, αλλά για την κορυφαία οικονομική και τεχνολογική δύναμη στον κόσμο.